Τι είναι ο Θεός και πως ο άνθρωπος είναι εικόνα του; - Point of view

Εν τάχει

Τι είναι ο Θεός και πως ο άνθρωπος είναι εικόνα του;





Τι σημαίνει είναι εικόνα Θεού; Εγώ θα ξεκινήσω από αυτό, για να προσπαθήσω να πω μερικά πράγματα για το μεγάλο θέμα της ελευθερίας. Βιάζομαι όμως προτού προχωρήσω, προτού ξεκινήσω κάτι, να σας πω για το μεγάλο θέμα της ελευθερίας, μέγα ζήτημα. Εάν τελειώσει η ελευθερία, έ δεν υπάρχει θεολογία.

  Ξέρω ότι πολλοί ίσως έχουν ήδη ασυνείδητα αντιρρήσεις σε αυτό και κυρίως έχουν αντιρρήσεις όλοι όσοι δεν είναι σε αυτή την αίθουσα σήμερα. Για κάποιον λόγο δεν είναι στην αίθουσα αυτοί οι άνθρωποι, γιατί θεωρούν ότι θεολογία είναι ακριβώς το αντίθετο της ελευθερίας και υπό αυτή την έννοια μεγάλα αθεϊστικά ρεύματα στην φιλοσοφία παρήχθησαν με τον τρόπο αυτόν. Εάν υπάρχει ένα απόλυτο και δεν είμαι εγώ αυτό το απόλυτο, τότε το απόλυτο αυτό καταπιέζει την δική μου ελευθερία. Και μόνο που υπάρχει, και μόνο που υπάρχει καταπιέζει την ελευθερία μου, επομένως ή θα πρέπει να υπάρχει αυτός ή εγώ. Αν εγώ είμαι ελεύθερος τότε αυτός δεν υπάρχει. Αν αυτός υπάρχει, τότε εγώ δεν είμαι ελεύθερος. 


Θυμάμαι λοιπόν ένα γεροντάκι στην Μονή Διονυσίου, το οποίο είχε μια θαυμαστή βιωτή, έχει κοιμηθεί τώρα πλέον. Λοιπόν αυτός όταν γέρασε, δεν θα μπορούσε πια να πηγαίνει στην εκκλησία, ή τουλάχιστον νόμιζαν οι μοναχοί ότι δυσκολευόταν να πάει στην εκκλησία και του έλεγαν, γέροντα, αρκετά χρόνια πήγες στην εκκλησία, μην πηγαίνεις τώρα πια, κάτσε στο κελί, δεν χρειάζεται, αρκετά. Όχι, έλεγε, θέλω να πάω, γιατί εκεί μέσα νοιώθω ελευθερία. Όταν νοιώθει κανείς τον Θεό έτσι, τότε είναι η εκκλησία ο φυσικός του χώρος. Για να κλείσουμε λοιπόν, λέμε ότι η εικόνα του Θεού, ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού.


Τι δημιουργεί; Δημιουργεί, όπως λέγανε οι Πατέρες, κατ’ εικόνα του τον άνθρωπο. Τι σημαίνει λοιπόν εικόνα; Εικόνα του ανθρώπου, του Θεού στον άνθρωπο, είναι ακριβώς το γεγονός ότι ο άνθρωπος αποτελεί ένα ον το οποίο είναι ζωντανό, ένα ον το οποίο είναι προσωπικό συνεπώς, ένα ον το οποίο είναι συνεπώς θελητικό –θέλει – και τελικά ένα ον το οποίο είναι ενεργητικό, ένα ον το οποίο ενεργεί.

Η μεγαλύτερη διατύπωση της έννοιας της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο έγινε, όταν ταυτίστηκε η έννοια αυτή με την ελευθερία. Η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο, λένε οι πατέρες, είναι το αυτεξούσιο. Είναι η ελευθερία. Τι ακριβώς είναι αυτή η ελευθερία; Εάν είναι πραγματική αυτή η ελευθερία, θα πρέπει να είναι μια προθετικότητα, μια πρόθεση, η οποία είναι ριζικά ανεξάρτητη από οποιαδήποτε άλλη πρόθεση πάνω της, υπερκείμενη. Όπως λένε ότι ο Θεός θέλει και προτίθεται και ενεργεί παντελώς αδέσμευτος, έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος θα πρέπει, αν είναι ελεύθερος, να ενεργεί και να δρα και να θέλει, παντελώς ελεύθερος. 


***

Η ελευθερία του Θεού δεν είναι μια ελευθερία από τον εαυτό του. Η ελευθερία μου δεν είναι επομένως μια ελευθερία από τον εαυτό μου. Η ελευθερία του Θεού είναι μία ελευθερία η οποία εκφράζεται ως αγάπη, ως σχέση. Είναι μέσα του και έξω του. Η ελευθερία του Θεού έχει να κάνει με το ότι αυτό στο οποίο στηρίζεται, ως μία αιώνια κοινωνία αγάπης, μέσα σε τρία πρόσωπα. Είναι ο Πατήρ, ο οποίος είναι Πατήρ επειδή έχει έναν Υιό. Είναι το Πνεύμα, το οποίο είναι το Πνεύμα του Πατρός το εν Υιώ αναπαυόμενον. Είναι ο Υιός ο οποίος είναι ο Υιός του Πατρός, μία αιώνια κοινωνία σχέσεων η οποία μάλιστα είναι τόσο βαθειά, εκφράζεται με μια πανίσχυρη λέξη, έναν πανίσχυρο όρο για τον οποίο πάλεψαν πολλοί Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, τον όρο «ομοούσιος». Υπάρχει σχέση μεταξύ εμού και του γιού μου. Είναι σαφές όμως ότι, όποταν εγώ θα πάψω να υπάρχω, ο ίδιος θα συνεχίσει να υπάρχει.

Είναι σαφές ότι εγώ είμαι ένα κομμάτι της ανθρώπινης ουσίας και εκείνος είναι ένα άλλο κομμάτι της ανθρώπινης ουσίας. Δεν μπορώ να πω επ’ ουδενί ότι εγώ έχω ολόκληρη την ανθρώπινη ουσία, και η σχέση μου με τον υιό μου είναι τόσο σημαντική που εξαρτάται από το γεγονός ότι του προσφέρω ολόκληρη την ουσία μου και έχει κι αυτός ολόκληρη την ουσία αυτή μέσα του. Αυτή η σχέση ριζικής αυτοπροσφοράς, το να υπάρχω μέσω του άλλου και να υπάρχω επειδή υπάρχει ο άλλος, και ταυτόχρονα αυτό να μην θίγει την γνώση ότι εγώ υπάρχω, να μην κατακλύζομαι από τον άλλον, να υπάρχω όμως ως ριζική αυτοπροσφορά, αυτό σημαίνει ότι η ελευθερία του Θεού είναι μία ελευθερία η οποία ενεργείται ως σχέση, ως αγάπη, ως κοινωνία.

Είναι ο Θεός ελεύθερος, θελητικός και ενεργητικός, αλλά ως αγάπη.

Είναι ο άνθρωπος ελεύθερος ενεργητικός και θελητικός, μόνον ως αγάπη. Όχι ως αυθυπέρβαση με την έννοια ότι πετάει τον εαυτό του στην άκρη, αλλά με την έννοια ότι τον εαυτό του, τις ενέργειες του εαυτού του, της υπάρξεώς του τις χρησιμοποιεί για να καταλάβει αναλογικά τον Θεό και τον άνθρωπο. Έχουμε να κάνουμε με μια αναλογία δηλαδή εδώ, μια αναλογία ελευθερίας, όπου η ελευθερία αποτελεί στην κυριολεξία ένα χαρακτηριστικό βαρύ του ανθρώπου. Δεν είναι όμως μια ελευθερία από τον εαυτό του, είναι μια ελευθερία για, μια ελευθερία για την σχέση, δεν είναι μια ελευθερία από. Δεν είναι μια ελευθερία από την φθορά, από την κτιστότητα, αλλά είναι μια ελευθερία για να μεταμορφωθεί η κτιστότητα αυτή. Πως θα μεταμορφωθεί; Όταν αναλογικά ανατείνω προς τον Θεό και εν ονόματί του ενεργώ και εγώ και θέλω όπως ο Θεός. Και κάνει το ίδιο.

Ξέρετε ότι δεν θα πω τα αυτονόητα σήμερα και έτσι δικαιολογούμαι να μιλάω όπως μιλάω, η ελευθερία, το θέλημα αν θέλετε, είναι πολύ ουσιαστικό στοιχείο για τον άνθρωπο. Επιμένω σε αυτό γιατί επέμενε τόσο πολύ ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, στην Στ’ Οικουμενική Σύνοδο. Θέλω να σας πω κάτι για το θέλημα στο σημείο αυτό για να καταλάβετε τι εννοώ. Ξέρετε, αυτό που λέμε θέλημα σήμερα ήταν μια λέξη άγνωστη στην αρχαία φιλοσοφία. Δεν χρησιμοποιείται ποτέ από τους αρχαίους φιλοσόφους.





Όταν οι αρχαίοι φιλόσοφοι θέλουν να πουν ότι εγώ ο άνθρωπος τέλος πάντων κάτι επιθυμώ, χρησιμοποιούν την λέξη «βούληση». Γιατί την λέξη βούληση; Γιατί η βούληση έχει να κάνει με τον νου. Θέλω, βούλομαι κάτι, σημαίνει ότι κρίνω ότι το χρειάζομαι, κρίνω ότι μπορώ να το αποκτήσω και στη συνέχεια λογικά κινούμενος το ποιώ. Η λέξη θέλημα στην αρχαιότητα δεν χρησιμοποιείται στην φιλοσοφία. Χρησιμοποιείται μόνον στους ποιητές. Εάν πρέπει να εκφράσουμε την έννοια θέλημα ή θέληση στα νέα ελληνικά δεν θα χρησιμοποιούμε ακόμη την λέξη θέλημα ή βούληση, θα λέγαμε μόνον την λέξη «καημός» ή γινάτι που λέμε σήμερα.

«Έχω τον καημό…», που σημαίνει ότι είναι κάτι που δεν μπορεί να γίνει, αλλά το θέλω πάρα πολύ, αυτή η πυρακτωμένη επιθυμία να γίνει κάτι, αυτό ονόμαζαν οι ποιητές στην αρχαία εποχή θέλημα. Έρχεται ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής και παίρνει αυτό τον όρο και τον κάνει θεολογικό όρο, τον πράττει στον στοχασμό. Και λέει, κοιτάξτε ο άνθρωπος είναι ένα ον το οποίο χαρακτηρίζεται από ένα θέλημα, και ορίζει το θέλημά του, το περίφημο φυσικό θέλημα όπως ονομάστηκε, με έναν τρόπο καταπληκτικό.

Λέει, ένα πολύ μικρό θα διαβάσω σήμερα, για να σας το εξηγήσω, γιατί χωρίς αυτό, μάλλον αυτό δεν μπορούμε να το αποφύγουμε, όλα τα άλλα θα κοιτάξω να τα αποφύγουμε. «Θέλημα θαρσείν είναι φυσικόν, δύναμιν του κατά φύσιν όντος ορεκτικήν». Το θέλημα, λέει, το φυσικό είναι μια επιθυμία στον άνθρωπο βαθειά άγνωστη, ριζωμένη βαθειά μέσα του, που ζητά και επιθυμεί για κάποιο λόγο ορέγεται την θλιβερότητα της ύπαρξής του. «Τούτο συνεχομένη φυσικώς η ουσία», συνεχόμενη η λογική ουσία με το θέλημα έτσι βαθιά και έντονα, του τε είναι και ζειν και κινείσθαι προέχεται», με τον τρόπο αυτόν συνεχόμενα δηλαδή το θέλημα, κινεί και ζει και υπάρχει και στοχάζεται και δημιουργεί και κάνει τα πάντα, συνειδητά ή ασυνείδητα, «της ιδίας εκποιημένη της ψυχής και της οντότητος», επιθυμώντας αυτό που λέμε σήμερα «να την βρει».

   Να βρει την πλήρη της οντότητα. Αυτό το κείμενο είναι ένα περίεργο κείμενο, για τους ειδικούς. Μα τι λέει αυτός; Τι σημαίνει να θέλεις τον εαυτό σου, είναι πολύ μοντέρνος ο Μάξιμος στην θεολογία, μα αφού έχεις τον εαυτό σου, ο εαυτός σου είναι δεδομένος, τι σημαίνει να θέλεις τον εαυτό σου, να θέλεις την πληρότητά σου. Είναι αυτό το οποίο χαρακτηρίζει τον νεότερο άνθρωπο, όλη η φιλοσοφία περί επιθυμίας και ψυχανάλυσης, ξεκινάει με τον Μάξιμο τον ομολογητή τον 6ο και 7ο αιώνα, υπό αυτή την έννοια, δηλαδή ότι ο άνθρωπος επιθυμεί, χωρίς κι’ αυτός να ξέρει τι θέλει. Ή μάλλον πώς να το κάνει αυτό που θέλει, την πληρότητά του. Επιθυμεί δηλαδή να ολοκληρωθεί, παρά το ότι αυτό το πράγμα μερικές φορές είναι αδιανόητο.

Γιατί είναι αδιανόητο; Είναι καημός όμως, σαν καημός να ξεπεράσω τον θάνατο, σαν καημός να ξεπεράσω τον χωρόχρονο, καημός ξέρω εγώ να βρω τον άλλον άνθρωπο στην αντίπερα όχθη. Καημός να μάθω την αλήθεια, αυτήν την αλήθεια που δεν μαθαίνεται, γιατί εγώ είμαι σχετικός και αυτή μοιάζει απόλυτη. Είναι δυνατόν αυτά τα πράγματα να γίνουν; Λοιπόν δεν είναι δυνατά με την βούληση, η βούληση θα έλεγε εδώ ότι, κοίταξε πρέπει να παραιτηθείς από αυτό, δεν μπορείς να το επιθυμείς. Το θέλημα όμως το επιθυμεί, το φυσικό θέλημα.


Πέρα από το φυσικό θέλημα, λέει ο άγιος Μάξιμος, υπάρχει και το γνωμικό θέλημα. Το γνωμικό θέλημα είναι το πώς θα χρησιμοποιήσω εγώ το φυσικό θέλημα. Πως δηλαδή θα το χρησιμοποιήσω, που θα το πάω. Θα το πάω στον Θεό και θα πω, κοίταξε να δεις καταθέτω και θέλω να μου πληρώσεις αυτό το φυσικό θέλημα; Θα το χρησιμοποιήσω με έναν ιδιοτελή τρόπο και θα πω, κοίταξε, εγώ μόνος μου θα βρω την πληρότητα αυτή εις βάρος όλων των άλλων, μόνος ή έρημος… Τι θα κάνω με το θέλημα; Έτσι είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι το θέλημα αυτό πάντως θα αναπληρωθεί. Έτσι είναι λοιπόν το ερώτημα το οποίο θέσαμε από την αρχή: η ελευθερία αυτή θα εκπληρωθεί ως μία άρνηση, ξέρω εγώ, των άλλων πραγμάτων, των άλλων ανθρώπων για να βρω εγώ τον εαυτό μου, ή θα εκπληρωθεί ως μία σχέση;

Έρχεται εδώ αυτό που κυρίως λέτε πολλές φορές, έχουμε πολλούς μοναχούς εδώ, αυτό που ονομάζουμε «υπακοή», και το οποίο είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. Βέβαια δεν το καταλαβαίνουμε σωστά. Λέμε ότι η υπακοή είναι κόψιμο του θελήματος. Εάν κόψω το θέλημα δεν υπάρχω πια. Δεν είναι κόψιμο του θελήματος η υπακοή. Θέλω εγώ αυτή την στιγμή να γράψω ένα βιβλίο, θέλω να δημιουργήσω στον χώρο της τέχνης. Πολλοί σαν κι’ εμένα θέλουν να δημιουργήσουν στον χώρο της τέχνης ή να γράψουν ένα βιβλίο ή να δημιουργήσουν στον χώρο του πολιτισμού. Αυτό είναι το φυσικό θέλημα.

Εκείνο το οποίο μετράει είναι το πώς θα γίνει αυτό, ο γνωμικός τρόπος ο προσωπικός τρόπος του θελήματος. Όταν λέμε υπακοή δεν εννοούμε την εξάλειψη του φυσικού θελήματος, αλλά την παιδαγωγία του γνωμικού θελήματος. Θέλουμε να κάνουμε το γνωμικό θέλημα αγαπητικό. Θέλουμε να περάσουμε στην ελευθερία της σχέσης, αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε με την υπακοή. Πολλές φορές οι πνευματικοί μας δεν τα ξέρουνε αυτά τα πράγματα. Και καμιά φορά γίνονται και άσχημα πράγματα στον χώρο αυτό. Πάει ένα παιδί σε έναν πνευματικό και του λέει, θέλω να, ξέρω εγώ, αγαπώ το τραγούδι και του λέει ο πνευματικός: κοίταξε να δεις θα το διώξεις, γιατί υπάρχει κίνδυνος να αμαρτήσεις. Με τον τρόπο αυτό χτυπάμε το φυσικό θέλημα.

Λέμε σε ένα παιδί: Εσύ πρέπει να γίνεις μοναχός. Λέμε σε ένα άλλο: εσύ πρέπει να παντρευτείς, να πάρεις αυτήν. Βαριά πράγματα, χτυπάμε το φυσικό θέλημα και στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να εκδηλωθεί ελεύθερα αυτό το οποίο ο άνθρωπος επιθυμεί για την πληρότητά του, ότι και να είναι. Λοιπόν το ξαναλέω, όταν κάνει υπακοή εννοούμε την παιδαγωγία του γνωμικού θελήματος, εις τρόπον ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να περάσει στην μόνη δυνατότητα ελευθερίας που έχουμε. Την ελευθερία σχέσης. Επομένως βγαίνω από την φίλαυτη χρήση του φυσικού θελήματος, για χάρη ενός άλλου ανθρώπου, όχι γιατί εκείνος οπωσδήποτε ξέρει την αλήθεια, θα με φέρει στην αλήθεια, αλλά γιατί εγώ έχω ανάγκη να βγω από την φιλαυτία μου. Και με τον τρόπο αυτό μαθαίνω να θέλω ότι θέλω, όχι μόνο για χάρη μου, πράγμα που θα με έκλεινε μέσα στην φυσική μου αναγκαιότητα, αλλά για χάρη και των άλλων.

Θέλω να γίνω γιατρός. Δεν μπορεί ο πνευματικός να μου πει μην γίνεις γιατρός. Είναι το φυσικό θέλημα αυτό, αν μου το καταργήσει θα με πλήξει εμένα τον ίδιο ως ύπαρξη. Μπορεί όμως να μου καλλιεργήσει τον τρόπο της άσκησης της ιατρικής ούτως ώστε μέσα στην ελευθερία αυτή του να ολοκληρώσω τον εαυτό μου να χωρούν και οι άλλοι. Να είμαι γιατρός και για τους άλλους. Να βγω από την φιλαυτία. Και με τον τρόπο αυτό να γνωρίσω την μόνη μορφή ελευθερίας η οποία ασκείται τόσο από τον Θεό, όσο και από τον άνθρωπο. Την ελευθερία ως σχέση. Την ελευθερία ως κοινωνία. Την ελευθερία ως άνοιγμα στον άλλον. Την ελευθερία ως να ξανά-αφουγκραστώ ως ομοούσιος.

Είπαμε ότι ο Θεός είναι τόσο πολύ αγάπη, που κοινωνία με τον Υιό σημαίνει ότι προσφέρει ολόκληρη την ύπαρξή του στον Υιό. Και ο Υιός ξανά στον Πατέρα. Η ελευθερία η δική μου είναι μια ελευθερία η οποία εάν προχωρήσει στον δρόμο του Θεού, είναι μια ελευθερία που θα περιληφθούν ολόκληρη η ανθρωπότητα, ολόκληρος ο κόσμος, η ομοούσια η ανθρωπότητα μέσα μου, προσφερόμενη στον Θεό και στους άλλους ανθρώπους. Εάν δεν υπάρξει αυτή η μορφή ελευθερίας, Εάν δεν υπάρξει αυτή η μορφή ελευθερίας τότε θα έχουμε μια μορφή ελευθερίας την οποία η φιλοσοφική παράδοση ονόμασε «θέληση για δύναμη». Θα είναι μια ελευθερία η οποία θα σημαίνει ότι το μοναδικό υποκείμενο στην ιστορία είμαι εγώ.

Και εδώ αρχίζει η παράνοια, και εδώ αρχίζουν τα ψυχικά προβλήματα, εδώ αρχίζει και η κατάθλιψη ακόμη, η συντριβή αυτής της κίνησης προς τα μέσα, προς τα έξω την οποία συντρίβει προς τα μέσα ο άνθρωπος. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η πατερική θεολογία δεν παίζει με το θέμα της ελευθερίας. Αντίθετα το θεωρεί ως ουσιώδες χαρακτηριστικό του ανθρωπίνου όντος. Τα ίδια πράγματα δεν συνέβησαν στην Δύση. Πρέπει να σας πω και αυτό το πράγμα για να καταλάβετε από πού ξεπηδάει, από πού προέρχεται, ποια είναι η πηγή μερικών συγχύσεων που έχουμε. Τι γίνεται για παράδειγμα, τώρα μιλάω κυρίως στους θεολόγους αλλά δεν είναι άσχημο να το ακούσουν και άλλοι, τι γίνεται με τον μεγάλο – πολύ μεγάλο – θεολόγο και φιλόσοφο της δύσης τον Θωμά τον Ακινάτη και τον Αυγουστίνο; Έχω μια ουσιώδη διαφοροποίηση εδώ πέρα η οποία είναι πάρα πολύ σημαντική.

Ξέρετε ότι η έννοια της αναλογίας για τον Ακινάτη είναι τελείως διαφορετική. Δεν είναι μια αναλογία ενέργειας την οποία εγώ έχω μέσα μου και θέλω να σας την αφήσω, αλλά είναι μια τελείως άλλη έννοια, είναι η έννοια της ομοιότητας. Προσέξτε, είναι πολύ σημαντικό. Είναι, υπό την έννοια αυτή, ένα μικρό παιδικό ποδήλατο, ανάλογο με το τελειότερο αυτοκίνητο, γιατί και τα δύο κινούνται. Αν πάρω το ποδήλατο και το ανυψώσω σε έναν εκθέτη α, παίρνω το αυτοκίνητο… Έτσι ο Θεός τοποθετείται στην κορυφή της κοσμικής πυραμίδας, ως ένα ον το οποίο αποτελεί απλώς την μεγαλύτερη από όλες τις εκφάνσεις των φυσικών δυνάμεων τις οποίες ξέρω. Δηλαδή ο Θεός γίνεται η κορυφή απλά και μόνον των όντων. Στην περίπτωση αυτή ο Θεός είναι ένα από τα όντα, έστω το ανώτερο. Δεν έχουμε εδώ δηλαδή μια διαφορά έτσι των ταξικών υλικών, ενώ στην πρώτη περίπτωση, διότι ο Θεός ενεργεί και μπαίνει στον κόσμο αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι ο Θεός είναι ένα στοιχείο του κόσμου. Μπορεί να είναι κάτι υπέρτατο, αλλά δεν είναι μέσα στον κόσμο.

Τελειώνοντας θα ήθελα να πω το εξής, ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει μια παθητικότητα. Ο Θεός δεν βγαίνει από τον εαυτό του. Ο κόσμος παράγεται με τον Θεό γιατί ο Θεός θέλει… Φτιάχνει τον κόσμο έτσι όπως είναι, προσέξτε, ξέρω ότι είναι δύσκολο αυτό, ξέρω πως νοιώθουν αρκετοί από σας, όμως γιατί να μην πούμε κάποτε μερικά πράγματα σαν κι’ αυτά; Εν πάσει περιπτώσει είναι πολλοί που λένε τα άλλα, ας πούνε και μερικοί κάτι άλλο. Λοιπόν για να το δούμε λίγο αυτό.

Παθητικότητα: Ο Θεός με φτιάχνει, δεν βγαίνει από τον εαυτό του, ουσία και θέληση του Θεού ταυτίζονται, ο Θεός δεν μπορεί να βγει από τον εαυτό του στον Ακινάτη, δεν έχει ενέργειες, δεν έχει θέληση προς τα έξω, χάρη της απλότητας του Θεού είναι κλεισμένος στον εαυτό του, φτιάχνει τα όντα σαν να μην υπάρχουν. Παθητικότητα απόλυτη, με έφτιαξε ο Θεός έτσι όπως είμαι. Πρώτη παθητικότητα.

Δεύτερη παθητικότητα, πάλι στον χώρο τον ιδιωτικό, το γεγονός ότι η χάρη του Θεού δεν μπορεί να επηρεαστεί από την δική μου ελευθερία, και αυτό διότι επειδή ουσία και θέληση του Θεού ταυτίζονται, εάν εγώ πω στον Θεό βοήθησέ με και με βοηθήσει, επειδή το είπα είναι σαν να μπαίνω στην ουσία του. Ξέρω πως ο Θεός με βοηθάει, με ποιο τρόπο; Αλλά τώρα έρχεται η ώρα του απολύτου προορισμού. Η δεύτερη μεγάλη αιτία αθεΐας στην Δύση: επειδή αυτός το θέλει.

Εάν ο Θεός ακούει την προσευχή μου σημαίνει ότι παύει να είναι Θεός. Επομένως αυτός είναι που έχει αποφασίσει να μου δώσει κάτι, και την προσευχή την ίδια, και εγώ προσεύχομαι επειδή αυτός το θέλει. Είναι τα δύο θελήματα, είναι συνεργασία δύο θελημάτων. Μια ελεύθερη ανθρώπινη ύπαρξη και μια ελεύθερη Θεία ύπαρξη που συναντιώνται. Ελεύθερος είναι μόνον ο Θεός, φοβάμαι. Εγώ ως δική μου ελευθερία θα δεχθώ αυτό που ο Θεός θέλει και φτάνουμε – σας είπα – στην μεγαλύτερη πηγή αθεΐας στον σύγχρονοι κόσμο.

Αν διαβάσετε τον Καλβίνο (Καλβίνος, ο περίφημος αυτός προτεστάντης), που λέει ξεκάθαρα, κοιτάξτε ο θεός αποφασίζει, για κάποιο λόγο, ότι μερικοί θα σκοτωθούνε, αποφασίζει για κάποιο λόγο ότι μερικοί θα χαθούνε. Και αυτό θα το μάθω στο τέλος. Αυτό δεν σημαίνει, λέει, ότι αυτοί που θα χαθούνε θα κάνουνε ενάντια στο θέλημα του Θεού ότι κάνουνε, οφείλουν να κάνουν και αυτοί αυτά που θέλει ο Θεός, επειδή αυτός είναι μεγαλύτερος από αυτούς. Αλλά παρ’ όλα αυτά θα πάνε στην Κόλαση. Η παθητικότητα αυτή, η οποία σας είπα για την δύση αποτέλεσε και αποτελεί σήμερα αιτία μεγάλων αναστατώσεων στον θεολογικό και στον ευρύ κοινωνικό χώρο, σας είπα η αθεΐα αναπτύσσεται.

Έχει περάσει και στα καθ’ ημάς. Είναι μια θεολογία που πέρασε και στα καθ’ ημάς. Είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι σκέφτονται ότι συνεργάζομαι με τον Θεό ακριβώς για να μάθω τι να κάνω με αυτή την ελευθερία μου. Όχι για να την καταργήσω, αλλά για να την ομορφύνω. Να την κάνω πλατιά, να την κάνω σχέση. Να χωρέσει μέσα όλος ο κόσμος. Να μεταμορφωθεί μέσα όλος ο κόσμος. Όχι για να την χάσω,. Αλλά για να την κάνω σοφή. Οι πιο πολλοί λένε ότι ο Θεός, αυτό δεν λέτε, αυτό δεν λένε οι θεολόγοι, αυτοί που σας είπα ότι δεν είναι εδώ σήμερα, ότι ο Θεός είναι εκείνος ο οποίος στέκεται ψηλά, μου υπαγορεύει την ύπαρξή μου, δεν μπορώ να μπω στο είναι του εγώ διότι εάν πω ότι θα συνεργαστώ, η θέλησή μου είναι δική του, αυτό σημαίνει ότι θα μπω στην ουσία του, επομένως δεν μπορώ να μπω στον Θεό και συνεπώς απλά ο Θεός υπαγορεύει την ύπαρξή μου. Είμαι ένα καθρέφτισμα της ύπαρξής μου.

Ένα θέμα αυτό λοιπόν, αυτό πιστεύουν οι δημοσιογράφοι όλων των εγκρίτων αθηναϊκών εφημερίδων, αυτό πιστεύουν οι εκφωνητές των ΜΜΕ και οι παρουσιαστές, αυτό πιστεύουν το 90% – να μην πω το 95% – των Ελλήνων διανοουμένων, τι πιστεύουν; Ότι ο θεός είναι ένα ον το οποίο δεν έρχεται σε, ότι είναι μόνος αυτός ελεύθερος, δεν μπορεί να έλθει σε πνευματική κοινωνία μαζί μου, μου υπαγορεύει την ύπαρξή μου, μου υπαγορεύει τον εαυτό μου, μου υπαγορεύει τους νόμους μου. Και εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να πω ναι σε αυτούς τους νόμους, ή να πω ναι –να επαναστατήσω-, να πω όχι και να του πω κοίταξε να δεις, εφόσον εσύ είσαι αυτός που υπαγορεύει, εγώ είμαι αυτός που επαναστατεί και δεν θέλω να ξέρω καμία απολύτως, δεν έχω καμία κοινωνία μαζί σου.

Η ελευθερία, όπως την γνωρίζουμε εμείς, είναι μια ελευθερία η οποία λέει ναι και στο ανθρώπινο θέλημα, λέει ναι και στην πληρότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, γιατί είναι το θέλημά μου να θέλω την πληρότητά μου. Δεν ξέρω όμως πως θα την κάνω την πληρότητα αυτή και έρχεται ο θεός και μου λέει κάνε την με τον δικό μου τρόπο, αναλογικά. Εγώ την ελευθερία μου την χρησιμοποιώ ως αναλογία, ως σχέση, αναλογικά με σένα. Κάνε και εσύ το ίδιο, χρησιμοποίησε την ελευθερία σου αναλογικά, δηλαδή χρησιμοποίησε την ελευθερία σου ως σχέση, ως άνοιγμα στον άλλον. Χρησιμοποίησε όλα αυτά τα οποία θέλεις, με τέτοιο τρόπο ώστε να ωφελούνται και οι άλλοι.

Είμαι επίσκοπος ή είμαι πρεσβύτερος στην ενορία μου. Αυτό είναι ένα χάρισμα το οποίο έχω. Θέλω να είμαι επίσκοπος και καλά κάνω και θέλω. Το θέλει ο Θεός και το θέλω και εγώ, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Τώρα, εάν αυτό εγώ το ιδιοποιηθώ, ή το ότι είμαι πρεσβύτερος το ιδιοποιηθώ, το χρησιμοποιήσω για μένα, τι σημαίνει αυτό; Οι άλλοι δεν μπαίνουν εκεί μέσα. Είναι μια ελευθερία, μια χρήση της ελευθερίας που είναι ουσιαστικά μια θέληση ερήμην. Είναι μια ελευθερία η οποία με κλείνει μέσα στο είναι. Με κλείνει μέσα στα δεδομένα της φύσης μου. Και γι’ αυτό και είναι αδιέξοδη η ελευθερία μου. Εάν όμως πω ότι είμαι εγώ για να καλλιεργήσω τα χαρίσματα των άλλων, για να ξεγεννήσω τους άλλους σαν καλή μαμή, για να δω τους άλλους ακριβώς ως εικόνες Θεού, και να τους ελευθερώσω στο να απολαύσουν αυτό το γεγονός, τότε είναι χαρισματούχοι όλοι. Αμέσως τότε η ελευθερία μου γίνεται ένας τρόπος στο να γίνω παν-άνθρωπος, να αποκτήσω το ομοούσιο, να αγκαλιάσω όλους τους ανθρώπους.

Λέμε στην γλώσσα μας υπέροχα για κάποιον, ότι «δεν τρώγεται». Έτσι δεν λέμε; Που σημαίνει ότι είναι πολύ κακός, ότι είναι απάνθρωπος. Και λέμε για κάποιον προφανώς κάτι αντίστοιχο ότι «τρώγεται». Θέλω να σας θυμίσω λίγο, επειδή είναι πολύ κοντινή για να καταλάβετε τι λέω, την παραβολή της εσχάτης κρίσεως. Τι γίνεται εκεί πέρα; Είναι κάτι φοβερό. Πάμε όλοι ενώπιον του Χριστού για να κριθούμε. Και περιμένουμε ο Χριστός να μας κρίνει, ανάλογα με το τι έκανε ο καθένας, εγώ τι έκανα. Και είμαστε όλοι έτοιμοι να πούμε, εγώ πήγα στην εκκλησία, έκανα εκείνο, έφτιαξα ναούς, έκανα κατηχητικά, έκανα συνάξεις, έκανα το ένα, το άλλο. Λοιπόν, μου κάνει μια φοβερή ερώτηση ο Χριστός, την οποία δεν περιμένω. «Επείνασα και ουν εδώκατέ μου φαγείν, εδίψησα και ουν εποτίσατέ μοι…».

Μου κάνει μια φοβερή ερώτηση, μου λέει: «Μόνον σε βλέπω, που είναι οι άλλοι;». Αυτή την ερώτηση δεν μου κάνει; Δεν με ρωτάει πόσες φορές εξομολογήθηκα, πόσες φορές κοινώνησα, πόσες ώρες έκανα προσευχή. Μου λέει «επείνασα και ουκ έδωκές μοι φαγείν»… Μα, δεν σε είδα ποτέ –βλέπετε εδώ ο ατομιστής, δεν σε είδα ποτέ εγώ εσένα-. Μα έβλεπες όλους τους άλλους, που είμαι εγώ αυτοί οι άλλοι. Το σώμα μου έχει πολλά μέλη. Η ερώτηση την οποία δέχομαι στα έσχατα, η μοναδική ερώτηση, είναι ακριβώς αυτή. Δηλαδή, στην ελευθερία που είχες να κοινωνήσεις μαζί μου, αυτή η ελευθερία την οποία είχες να πραγματώσεις τον εαυτό σου περιλαμβάνει και τους άλλους μέσα; Τι λέω, καταλάβατε τι λέω; Και στους άλλους θα πει, «επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ μοι, ξένος ήμην και συνηγάγετέ μοι», που σημαίνει ότι ο καθένας από σας κουβαλάει όλη την ανθρωπότητα εδώ. Δεν είστε μόνοι.

Όπως ο πατήρ κουβαλάει ολόκληρη την θεότητα, όπως ο Υιός κουβαλάει ολόκληρη την θεότητα, έτσι και εμείς κουβαλάμε ολόκληρη την ανθρωπότητα, ή δεν την κουβαλάμε; Και αυτό είναι το φοβερό, ότι θα κριθούμε μεταξύ μας στο τέλος. Φαντάζομαι ότι ο Χριστός θα στέκεται ως ακροατής, δηλαδή όπως είμαστε μαζεμένοι εδώ, για κάποιον θα λέγεται ότι είναι μόνος του αυτός, και οι άλλοι θα λένε ναι, δεν βρήκαμε τόπο μέσα του κανένας μας. Για κάποιον άλλον θα λέγεται ότι εδώ, όλοι βρήκαμε τόπο. Και όλοι θα λένε πραγματικά εδώ βρήκαμε τόπο να σταθούμε. Βλέπετε ότι η έσχατη κρίση είναι μια κρίση του ποιοι θα κάνουμε και το αν θα κάνουμε την ελευθερία μας κοινωνική, αν θα την κάνουμε σχέση. Η αν η ελευθερία αυτή θα είναι ένα κλείσιμο στον εαυτό και μια θέληση για δύναμη και εξουσία πάνω στους άλλους.

Η παραβολή της κρίσης επαναλαμβάνω, γιατί αν το καλοσκεφτείτε, είναι μια παραβολή η οποία στην κυριολεξία μας εκπλήσσει, ακριβώς διότι δεν περιμένουμε εμείς οι οποίοι έχουμε μάθει σε αυτή την φίλαυτη χρήση του θελήματός μας, ή έχουμε μάθει να μας κόβουν το θέλημα κάποιοι άλλοι τους οποίους στη συνέχεια βέβαια μισούμε. Και αυτό το μίσος είναι πολλές φορές το ίδιο καταστροφικό με την θέληση για δύναμη. Τώρα ότι κάποιος με κατάστρεψε, μου έκανε ζημιά στο θέλημά μου, μπορεί να είναι τόσο θα λέγαμε επιθετικό και τόσο εξοντωτικό, όσο και το άλλο, το ότι ο άλλος μου έκανε την ζημιά ας πούμε.

Λοιπόν θέλω να πω δηλαδή ότι είναι σαφώς μια ένδειξη του γεγονότος ότι η ελευθερία αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της ταυτότητάς μας μέσα στην εκκλησία.



Είπα λοιπόν ότι η ελευθερία είναι ουσιώδες χαρακτηριστικό του Θεού. Όχι όμως με την αρνητική της μορφή, όχι ελευθερία επειδή είμαι Θεός. Αλλά ελευθερία επειδή κάνω κάτι το οποίο παιδαγωγεί αυτή την ελευθερία και την ομορφαίνει, την κάνει σοφία. Είναι ελευθερία ως αγάπη. Είπα ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος και ενώ είναι ελεύθερος δεν είναι δυνατόν ποτέ μα ποτέ να απασχολεί τον άνθρωπο. Είναι μια ζώσα ουσία ζωντανή η οποία κινεί τον εαυτό της προς ενέργεια, και συναντά πραγματικά τον εαυτό της, είναι ελευθερία ενεργητική.

π. Νικόλαος Λουδοβίκος


via
[full_width]

Pages