Το "σύμπλεγμα" του Ηρώδη - Ψυχοδυναμικά δρώμενα - Point of view

Εν τάχει

Το "σύμπλεγμα" του Ηρώδη - Ψυχοδυναμικά δρώμενα




  Η Αγία Γραφή, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, είναι ασφαλώς ένα ανθρωπολογικό βιβλίο. Το κύριο θέμα της είναι η εξελικτική πορεία της ζωής του ανθρώπου από της στιγμής της δημιουργίας του από το Θεό μέχρι της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού, εις το πρόσωπο του Ιησού Χριστού και της ολοκληρώσεως του κοσμοσωτηρίου λυτρωτικού του έργου, δια του σταυρικού του θανάτου, της αναστάσεως του και της εις ουρανούς αναλήψεώς του.

Ο σαφής αυτός ανθρωπολογικός χαρακτήρας της Βίβλου εν γένει υποδηλώνει ότι, τόσο η Παλαιά Διαθήκη όσο και η Καινή, είναι περιεκτικές σε ανθρώπινες συμπεριφορές και αντιδράσεις, σε μια πλούσια ποικιλία, από την άποψη του είδους της μορφολογικής και της τυπολογικής εκφράσεως και λειτουργίας των αντιδράσεων αυτών.

Το γεγονός αυτό σημαίνει, ότι πολλά κείμενα της Αγίας Γραφής είναι επιδεκτικά μιας ψυχολογικής αναλύσεως ανθρωπίνων συμπεριφορών και αντιδράσεων, υπό το πρίσμα των θεωρητικών αρχών της σύγχρονης ψυχολογίας.

Στο παρόν κείμενο επιχειρείται ένα σύντομο σχεδίασμα του είδους της ψυχοδυναμικής αντιδράσεως του βασιλέως Ηρώδη, στο γεγονός του αποκεφαλισμού του βαπτιστή Ιωάννη, επί τη βάσει της θεωρίας του ελβετού ψυχιάτρου και ψυχολόγου Γουσταύου Καρόλου Γιούνγκ (C. G. Jung), περί του ψυχικού συμπλέγματος (Komplex).

***

Το ενδιαφέρον για τη δυνατότητα μιας ψυχολογικής θεωρήσεως της αντιδράσεως αυτής του Ηρώδη, υπό το πρίσμα της ψυχοδυναμικής νοηματικής του όρου «σύμπλεγμα», προκαλείται κυρίως από τους στίχους 14 και 16 του έκτου κεφ. του κατά Μάρκον Ευαγγελίου.

«Και ἤκουσεν ὁ Βασιλεύς Ἡρώδης φανερόν γάρ ἐγένετο τό ὄνομα αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) καί ἔλεγεν ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καί διά τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῶ… ἀκούσας δέ Ἡρώδης εἷπεν ὅτι ὅν ἐγώ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν αὐτός ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν».

Στους δύο αυτούς στίχους περιέχονται λόγοι ή ισχυρισμοί του Ηρώδη που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Το γεγονός αυτό προδίδει ήδη την υπάρχουσα προβληματική της σχέσεως μεταξύ αφ’ ενός της ψυχολογικής συνειδήσεως και της αντιληπτικής ικανότητος του Ηρώδη και αφ’ ετέρου της αντικειμενικής πραγματικότητας των γεγονότων, που σχετίζονται με την πράξη του αποκεφαλισμού του Ιωάννη του βαπτιστή. Η προβληματική αυτή μας οδηγεί στο ερώτημα, ως προς το αίτιο, στο οποίο μπορεί να οφείλεται το ασυμβίβαστο μεταξύ των λόγων του Ηρώδη και της πραγματικότητος, την οποία εκείνος αντιλαμβάνεται εσφαλμένως.

Σε ποιο λόγο ή αίτιο μπορεί να οφείλονται οι a priori ασυμβίβαστοι με την πραγματικότητα λόγοι του Ηρώδη, της αναστάσεως εκ των νεκρών του Ιωάννη του βαπτιστή;

Η μόνη δυνατή απάντηση φαίνεται να είναι εκείνη, η οποία μπορεί να αναζητηθεί στο χώρο της φαντασίας του Ηρώδη. Μόνο η ανθρώπινη φαντασία θα μπορούσε να παραγάγει μια τέτοια ιδέα, όπως ή ανάσταση εκ των νεκρών του Ιωάννη του βαπτιστή και η ανάπτυξη μιας θαυματουργικής δραστηριότητος, εκ μέρους του, στις διαστάσεις του θαυματουργικού έργου του Κυρίου. Επομένως, στο σύνολο τους, οι λόγοι του Ηρώδη μπορούν να χαρακτηρισθούν ως περίπτωση μιας κλασσικής φαντασιώσεως, εάν δεν είναι δυνατή κάποια άλλη προοπτική θεωρήσεως των λόγων αυτών.

Αλλά μια φαντασίωση αποτελεί συνήθως τη θύρα, δια της οποίας είναι δυνατόν να εισέλθει ο οφθαλμός της ψυχολογικής παρατηρήσεως, για να διεισδύσει ενδεχομένως στις βαθύτερες γενετικές της αιτίες, επειδή η φαντασίωση αυτή αποτελεί παράγωγο του ασυνείδητου ψυχισμού. Εξάλλου η προέλευσή της, από τον άγνωστο αυτό χώρο του ανθρώπινου προσώπου, την εμφανίζει ως ξένο σώμα, corpus alienum, σε σχέση με τη συνειδητή του ψυχική ζωή.

Στην περίπτωση της φαντασιώσεως του Ηρώδη, το έκδηλο πειστήριο της ασυμβατότητάς της με την αυτοσυνειδησία του και τη γενικότερη ικανότητα της αντιλήψεως της πραγματικότητος, εντοπίζεται πρώτα-πρώτα στην αδυναμία του, να συντηρεί στη μνήμη του τη χρονολογική πορεία των γεγονότων, πού έχουν σχέση με το περιεχόμενο της φαντασιώσεώς του αυτής. Με τους πιο πάνω λόγους του, ο Ηρώδης ταυτίζοντας τον Ιωάννη τον βαπτιστή με τον Ιησού Χριστό, εμφανίζεται έκτος τόπου και χρόνου.

Όπως παρατηρεί ο υπομνηματιστής του οικείου ευαγγελικού στίχου· «Ὁ Ἰησοῡς ἔδρα πολύ πρίν ἤ ὁ Ἰωάννης ἀποκεφαλίσθη καί συνεπῶς δέν ἦτο δυνατόν νά εἶναι αὐτός ὁ Ἰωάννης ἀναστάς ἐκ νεκρῶν… Ὁ Χριστός ἐκήρυττε καί ἐνήργει θαύματα πρό πολλοῦ. Κι ὅμως τώρα μόλις ὁ Ἡρώδης ἀκούει περί αὐτοῦ καί ὅ,τι ἀκούει ἐκ μόνης τῆς φήμης καί οὐχί ἐξ ἀμέσου ἀντιλήψεως τό πληροφορεῖται».

Η παρατήρηση αυτή δείχνει την απόσταση των λόγων του Ηρώδη από την πραγματικότητα των γεγονότων. Που μπορεί να οφείλεται η απόσταση αυτή; Εφόσον ο χαρακτηρισμός των λόγων του Ηρώδη ως φαντασιώσεως φαίνεται να ευσταθεί και μόνο από την απλή ανάγνωση των στίχων 14 και 16, η αδυναμία του ακριβούς προσανατολισμού του τελευταίου αποτελεί ακριβώς στοιχείο της ψυχολογικής πραγματικότητας της φαντασιώσεώς του αυτής.

Εξάλλου εκείνο το οποίο συγκρατεί ο Ηρώδης, τη στιγμή που ακούει περί του αγνώστου σ’ αυτόν Ιησού, φαίνεται να είναι το κύρος της διδασκαλίας του και οι έκτακτες θαυματουργικές του ικανότητες. ‘Ετσι το όνομα του Ιησού αποβαίνει, για τον ασυνείδητο ψυχισμό του Ηρώδη, το ψυχολογικό ερέθισμα, που προκαλεί την εκκόλαψη της φαντασιώσεώς του, η οποία θέλει ο Χριστός να είναι ο Ιωάννης ο βαπτιστής, πού εκείνος, ο Ηρώδης, αποκεφάλισε και τώρα έχει εγερθεί εκ νεκρών.

Το τελευταίο σημαίνει, ότι το όνομα Ιησούς Χριστός αποτελεί για τον ασυνείδητο ψυχισμό του Ηρώδη, ομόλογο ερέθισμα. Δηλαδή το ερέθισμα Ιησούς Χριστός έχει όλα τα ψυχοδυναμικά χαρακτηριστικά της απωθούμενης εικόνος του Ιωάννη του βαπτιστή στον ψυχισμό αυτό του Ηρώδη.

Επομένως η εκκόλαψη μιας φαντασιώσεως, δυνάμει ενός ομολόγου ερεθίσματος, αποκαλύπτει τη λειτουργία ασυνειδήτων ψυχοδυναμικών παραγόντων. Πρόκειται δηλαδή περί του φαινομένου της προβολής (Projection) προς τα έξω ασυνείδητων ψυχικών περιεχομένων ή λειτουργιών. Σε μια τέτοια περίπτωση προβολής το ψυχοδυναμικό αίτιο της λειτουργίας της πρέπει να αναζητηθεί στο είδος του απωθούμενου ψυχικού μεγέθους, που αποτελεί το γενετικό παράγοντα της προβολής, εφόσον «παν απωθούμενο προβάλλεται».

Πίσω λοιπόν από την εκκολαφθείσα φαντασίωση του Ηρώδη και μάλιστα στην ασυνείδητη ψυχική του περιοχή, υπάρχει αυτό το ψυχικό ή μάλλον ψυχοδυναμικό μέγεθος. Ποιο μπορεί να είναι αυτό; Ασφαλώς δεν είναι δύσκολο να εντοπισθεί αυτός ο γενετικός παράγοντας της φαντασιώσεως του Ηρώδη, αφού αυτός ο ίδιος το δηλώνει καλυμμένο υπό τον μανδύα αυτής της ασυνείδητης προβολής. «Ἀκούσας δέ ὁ Ἡρώδης εἴπεν ὅτι ὅν ἐγώ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὖτός εστιν, αὐτός ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν» (στίχ. 16).

Το απωθούμενο λοιπόν αίσθημα ή βίωμα ένοχης του Ηρώδη, για τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του βαπτιστή, είναι εκείνο πού αποτελεί το γενετικό παράγοντα της φαντασιώσεώς του, δηλαδή τον ψυχοδυναμικό της πυρήνα: «Ὅν ἐγώ ἀπεκεφάλισα».

Αλλά το τρίτο σημαντικό δομικό στοιχείο της φαντασιώσεως αυτής είναι η επαναλαμβανόμενη φράση του Ηρώδη «ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη» και «αὐτός ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν». Ο ισχυρισμός αυτός (φαντασιακός και άρα «ασυνείδητος») προβάλλει προς τα έξω την επιθυμία του Ηρώδη για επάνοδο στη ζωή του Ιωάννη, τον οποίο αυτός αποκεφάλισε.

Και τέλος η αιτιολόγηση, από το ασυνείδητο του Ηρώδη, του τρόπου με τον οποίο ο Ιωάννης επανήλθε εκ των νεκρών στη ζωή, είναι χαρακτηριστική επίσης της ψυχοδυναμικής εντάσεως της επιθυμίας του για την επιστροφή του στη ζωή. «Ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καί διά τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ» (στίχ. 14). Τα «θαύματα» του Ιωάννη νοούνται από τον Ηρώδη ως απόδειξη της υπερβάσεως του θανάτου, από τόν οποίο τον ανέστησαν δυνάμεις υπερφυσικές και τώρα είναι εκείνες, που ενεργούν τα θαύματα αυτά.

Η αναφορά του Ηρώδη στις υπερφυσικές δυνάμεις δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην ασυνείδητη επιθυμία του για την επάνοδο του Ιωάννη στη ζωή, από το γεγονός ότι η προβολή της επιθυμίας αυτής εκφέρεται εξηρτημένη από «δυνάμεις» υπερβατικές, ικανές να πραγματοποιήσουν την επάνοδο στη ζωή του Ιωάννη.

Τα ψυχοδυναμικά χαρακτηριστικά αυτά της φαντασιώσεως του Ηρώδη, η απουσία ικανότητος χρονολογικού προσανατολισμού, το βίωμα της ενοχής για τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη, η έκδηλη επιθυμία επανόδου του Ιωάννη στη ζωή και η εξάρτηση της επιθυμίας αυτής από υπερφυσικές δυνάμεις, δείχνουν τον απωθούμενο, «τραυματικό», για τη συνείδησή του, βαθύτερο συγκρουσιακό προβληματισμό του, για τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του βαπτιστή.

Αλλά όλα τα πιο πάνω χαρακτηριστικά της φαντασιώσεως του Ηρώδη αποκαλύπτουν τη συμπλεγματική φύση και δομή του προβληματισμού αυτού και για το λόγο αυτό, στην περίπτωση της φαντασιώσεως αυτής, σε σχέση με το γεγονός του αποκεφαλισμού του Ιωάννη του βαπτιστή, εντοπίζουμε άνετα όλα εκείνα τα ψυχοδυναμικά στοιχεία του ψυχικού συμπλέγματος (Komplex), όπως το αντιλαμβάνεται ο ψυχίατρος της Ζυρίχης C. G. Jung.

* * *

Κατά τον Jung, ένα ψυχικό σύμπλεγμα (Komplex) αποτελεί ένα κομμάτι (Stuck) ψυχής, μια «επί μέρους ψυχή» (Teilpsyche). Η απόσπαση αυτού του κομματιού ψυχής οφείλεται συνήθως στο λεγόμενο ψυχικό τραύμα (Trauma). Δηλαδή σ’ ένα συγκινησιακό συγκλονισμό (Shock), ο οποίος προκαλεί την απόσχιση (Abspaltung) αυτού του κομματιού ψυχής.

Η αιτία όμως του ψυχικού τραύματος, στο βαθμό του συγκινησιακού συγκλονισμού, είναι, συχνότατα, η ηθική σύγκρουση (der moralische Konilikt), η οποία οφείλεται στο γεγονός της αδυναμίας του ανθρώπου να συγκρατήσει, στην περίπτωση αντιμετωπίσεως κρίσιμων υπαρξιακών προβλημάτων και διλημμάτων, ενοποιημένο το σύνολο του ψυχισμού του.

Εξάλλου, πάντοτε κατά τον Jung, η δημιουργία ενός ψυχικού συμπλέγματος, ως απόσχιση ενός κομματιού ψυχής, από το συνολικό ψυχισμό, συμβαίνει ανεξάρτητα από το γεγονός, αν η ψυχολογική συνείδηση του άτομου ή το εγώ του, ως κέντρο της συνειδητής ψυχικής του ζωής (του «συνειδητού»), γνωρίζει ή δεν γνωρίζει την απόσχιση αυτή.

Μάλιστα, θα μπορούσε να ειπεί κανείς ότι: «κατά κανόνα υπάρχει μια σαφής ασυνειδητότητα του εγώ, σε σχέση με τη δημιουργία των συμπλεγμάτων έτσι ώστε, τα ψυχοδυναμικά αυτά συστήματα να απολαύουν μεγαλύτερης ελευθερίας δράσεως (Aktionsfreiheit)».

Αλλά επίσης, η τελευταία αυτή ελευθερία δράσεως, εξοπλίζει τα συστήματα αυτά με μεγαλύτερη ακόμη δυνατότητα αφομοιωτικής κυριαρχίας, επί της λειτουργίας και συμπεριφοράς του συνειδητού εγώ. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται περί της συμπλεγματικής ταυτότητος (Komplexidentitat) του εγώ. Το τελευταίο «υποδουλώνεται» εν αγνοία του («ασυνείδητα») στην κυριαρχία και τη δεσποτεία του συμπλέγματος.

Αυτό σημαίνει συγχρόνως μια μη συνειδητή (Unbewussten) αλλαγή της προσωπικότητος (Personlichkeitsveranderung), διαμορφουμένης κατά τις επιταγές του συγκεκριμένου συμπλέγματος.

Επιμένοντας ο Jung στην ψυχοδυναμική σημασία της συμπλεγματικής ταυτότητος του εγώ, βρίσκει μια ιδιαίτερη σχέση της με το συνηθισμένο κατά τον μεσαίωνα φαινόμενο της δαιμονικής καταλήψεως (Besessenheit). Κατά την άποψή του ο πρωτόγονος και αφελέστερος άνθρωπος δεν ψυχολογοποιούσε τα συμπλέγματα αλλά τα αντιλαμβάνετο ως «δαίμονες».

Η συσχέτιση αυτή των συμπλεγμάτων, από τον Jung, με τις παλαιότερες αντιλήψεις για δαιμονοκρατία του ανθρώπου, τον οδηγούν επίσης στο συμπέρασμα ότι: «Η γενικώς διαδεδομένη πίστη στα πνεύματα (Ceisterglaube) αποτελεί άμεση έκφραση της συμπλεγματικής δομής (Komplexstruktur) του ασυνειδήτου».

***

Κάτω από το πρίσμα αυτής της ψυχολογικής θεωρίας του Jung, για την κατασκευή και λειτουργία του ψυχικού συμπλέγματος, η αντίδραση του Ηρώδη στο άκουσμα της θαυματουργικής δράσεως του Κυρίου, σε σχέση με ο,τι προηγήθηκε της εντολής, πού εκείνος έδωσε για τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του βαπτιστή, στοιχειοθετούν τον σύμπλεγματικό χαρακτήρα της αντιδράσεως αυτής, δηλαδή της φαντασιώσεως του Ηρώδη.

Η εκκολαφθείσα φαντασίωσή του, από το άκουσμα αυτό, σημαίνει ότι και στην περίπτωση της συνολικής αντιδράσεως του Ηρώδη, εξ αφορμής της εντολής του αποκεφαλισμού του Ιωάννη του βαπτιστή, εντοπίζουμε γενετικούς παράγοντες δημιουργίας συμπλεγματικής συμπεριφοράς του Ηρώδη, όπως αυτοί καθορίζονται στη θεωρητική έκθεση του Jung.


  Στους παράγοντες αυτούς ανήκουν, κατά την άποψη του Jung, α. Το τραύμα (Trauma) και β. η ηθική σύγκρουση (tier moralische Konflikt).

α. Το τραύμα

Το αίτημα της θυγατέρας της Ήρωδιάδος «θέλω ίνα μοι δως εξαυτής επί πινάκι την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού», αιφνιδίασε τον Ηρώδη στό βαθμό ψυχικού τραύματος. Ο τελευταίος δεν ήταν φαίνεται καθόλου προϊδεασμένος για ενα τέτοιο αίτημα. Έτσι πράγματι υπέστη συγκινησιακό συγκλονισμό (Schock) από το απροσδόκητο αίτημα του «κορασίου».

Ο συγκινησιακός αυτός συγκλονισμός γίνεται εύκολα κατανοητός από τη σχέση του Ηρώδη με τον φυλακισμένο «φιλοξενούμενο» του Ιωάννη τον βαπτιστή. Κατά τον ευαγγελιστή Μάρκο· «Ὁ γάρ Ἡρώδης ἐφοβεῖτο τόν Ἱωάννην, εἰδώς αὐτόν ἄνδρα δίκαιον καί ἅγιον καί συνετήρει αὐτόν, καί ἀκούσας αὐτοῦ πολλά ἐποίει καί ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε».

Ο ευαγγελιστής Μάρκος βεβαιώνει ότι ο Ηρώδης είχε δημιουργήσει μια «πνευματική» σχέση με τον κατήγορο και κρατούμενό του αλλά πάντως άνθρωπο του Θεού, Ιωάννη τον βαπτιστή. Τον εφοβείτο, δηλαδή τον εσέβετο και τον εκτιμούσε, γνωρίζοντας και από προσωπική πείρα, ότι ο Ιωάννης ήταν άνδρας δίκαιος και άγιος. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο Ηρώδης άκουε με ιδιαίτερη ευχαρίστηση τις νουθεσίες του αγίου και πολλές από αυτές τις πραγματοποιούσε.

Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε ο Ηρώδης, παρά τις ισχυρές και επίμονες πιέσεις της Ηρωδιάδος για τη θανάτωση του Ιωάννη, δεν ενέδιδε αλλά αντίθετα τον «συντηρούσε» (τον κρατούσε φυλακισμένο), προστατεύοντάς τον από τις εχθρικές αυτές διαθέσεις της.

Αλλά ό,τι δεν μπορούσε να επιτύχει με άμεσο τρόπο η Ηρωδιάς, το κατόρθωσε με έμμεσο αιφνιδιαστικό, για τον Ηρώδη, τρόπο, «γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε ὁ Ἡρώδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δείπνον ἐποίει τοῖς μεγιστάσιν αὐτοῦ καί τοῖς χιλιάρχοις καί τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας».

Κατά την εορτή αυτή των γενεθλίων του Ηρώδη· «εἰσελθούσης τῆς θυγατρός αὐτῆς τῆς Ἡρωδιάδος καί ὀρχησαμένης καί ἀρεσάσης τῷ Ἡρώδη καί τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεύς τῷ κορασίῳ αἴτησόν με ὅ ἐάν θέλης, καί δώσω σοι. Καί ὤμοσεν αὐτῆ ὅτι ὅ ἐάν αἰτήσης δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. Ἡ δέ ἐξελθοῦσα εἶπε τῆ μητρί αὐτῆς· τί αἰτήσομαι; ἡ δέ εἶπε, τήν κεφαλήν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. Καί περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεύς διά τούς ὅρκους καί τούς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτήν ἀθετῆσαι».

Το αιφνιδιαστικό και άμεσο («ευθέως μετά σπουδής») αίτημα του κορασίου να του δοθεί «εξαυτής» (τώρα αμέσως), επί πίνακι, η κεφαλή του Ιωάννη του βαπτιστή, κατέστησε «περίλυπον» τον βασιλέα. Αιφνιδιασθείς ο Ηρώδης και ευρεθείς ανέτοιμος να αντιδράσει διαφορετικά, αντιλήφθηκε γρήγορα την παγίδα της Ηρωδιάδος και την αδυναμία του πλέον να αποκρούσει το αίτημα του κορασίου με μια αποφασιστική και αταλάντευτη άρνηση.

Εξάλλου οι όρκοι με τους οποίους, αυτός ο ίδιος, κατέστησε οριστική την υπόσχεσή του και το πλήθος των υψηλών προσκεκλημένων του, ενώπιον των οποίων έδωσε τους όρκους αυτούς, δεν του επέτρεπαν πλέον καμμία άλλη ενέργεια παρά μόνο εκείνη της υποταγής του στο θέλημα της Ηρωδιάδος.

Ο αιφνίδιος αυτός εγκλωβισμός του Ηρώδη, στην παγίδα της Ηρωδιάδος και η άμεση αναγκαιότητα της εκτελέσεως μιας εντελώς τραυματικής, για τη συνείδησή του, εγκληματικής πράξεως, απετέλεσαν ισχυρές τραυματικές εμπειρίες για τον ανύποπτο, μέχρι εκείνη τη στιγμή, βασιλέα.

Σε μια τέτοια περίπτωση ισχυρού ψυχικού τραύματος (emotionale Schock), κατά τoν Jung, «ένα κομμάτι ψυχής αποσχίζεται από τόν ανθρώπινο ψυχισμό και άρα έ να ψυχικό σύμπλεγμα (komplex) γεννιέται».

β. H ψυχική σύγκρουση

H συνηθέστερη αιτία της δημιουργίας ενός συμπλέγματος, κατά τόν Jung, όπως ήδη εσημειώσαμε, είναι η ηθική σύγκρουση.

Ό Ηρώδης, «περίλυπος γενόμενος διά τούς ὅρκους καί τούς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτήν (την υπόσχεσή του) ἀθετῆσαι. Καί εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεύς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τήν κεφαλήν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ».

Η εντολή του Ηρώδη, για τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του βαπτιστή, ολοκλήρωσε και πρακτικώς τη δομή και τη συμπλεγματική λειτουργία της ψυχικής του συγκρούσεως.

Οι αντίρροποι, και επομένως συγκρουόμενοι, αυτόνομοι ψυχοδυναμισμοί, μεταξύ των οποίων παγιδεύτηκε ο Ηρώδης, με το απροσδόκητο γι’ αυτόν αίτημα της κόρης της Ηρωδιάδος, είναι αφ’ ενός μεν η ανοικτή, προς ικανοποίηση κάθε αιτήματος, ένορκη υπόσχεσή του και αφ’ ετέρου ή αμετακίνητη, για οποιοδήποτε λόγο, θέση του και απόφαση του, της προστασίας δηλαδή με κάθε δύναμη και μέσον της ζωής του Ιωάννη του βαπτιστή.

Εξάλλου ο ηθικός χαρακτήρας της βιουμένης ψυχικής του συγκρούσεως είναι προφανής. Και οι δύο συγκρουόμενοι ψυχοδυναμισμοί εκφράζουν αξιολογικές δυναμικές. Οι όρκοι άλλα και ή θετική, κατά συνείδηση, εκτίμηση του προσώπου του Ιωάννη από τον Ηρώδη, συνθέτουν την αξιολογική δομή της ψυχικής του συγκρούσεως.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, όπως σημειώνεται στο ευαγγελικό κείμενο, ο Ηρώδης «ουκ ηθέλησεν», «αθετήσαι» την υπόσχεσή του για δύο κυρίως λόγους»· «δια τους όρκους» και «τους συνανακειμένους».

Πιθανώς να ήθελε προς στιγμήν να αθετήσει την οδυνηρή, για τη συνείδησή του και τη συναισθηματική του σχέση με τον Ιωάννη, υπόσχεσή του, ο βασιλεύς. Αλλά θα σκέφθηκε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς αδύνατο, εφόσον μια τέτοια αθέτηση θα εμείωνε σημαντικώς και ανεπανορθώτως το κύρος της βασιλικής του αξιοπρεπείας ενώπιον των υψηλών προσκεκλημένων του. Δικαίως εκείνοι θα του κατελόγιζαν ασυνέπεια στις υποσχέσεις του, με συνακόλουθη απαξίωση του λόγου της βασιλικής του τιμής.

Η τελευταία αυτή αναφορά στους «συνανακειμένους», ως ανασταλτικού παράγοντα για μια ενδεχόμενη αθέτηση της υποσχέσεως του Ηρώδη, δείχνει την ισχυρή επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος, στον καθορισμό του είδους της ανθρώπινης συμπεριφοράς και αντιδράσεως σε περιπτώσεις κρισίμων αξιολογικών επιλογών. Ίσως σε κάποια άλλη περίπτωση, κατά την οποία ο Ηρώδης θα αντιμετώπιζε το ίδιο πρόβλημα εντελώς μόνος, χωρίς τη δεσμευτική παρουσία τρίτων, θα μπορούσε να αθετήσει ακόμη και τους όρκους του, προκειμένου να υπερασπισθεί τη ζωή του Ιωάννη του βαπτιστή από το δόλιο μίσος της Ηρωδιάδος. Όμως οι συνανακείμενοι ενώπιόν του παρατηρητές, ως μάρτυρες της τηρήσεως ή μη του λόγου της βασιλικής του τιμής, συνήργησαν ακουσίως στην άμεση ικανοποίηση του αιτήματος της Ηρωδιάδος, στη διάπραξη ενός αποτρόπαιου εγκλήματος.

Στο ερώτημα· με ποιο συγκεκριμένο ψυχοδυναμισμό συνήργησαν οι συνανακείμενοι, για να «εκβιασθεί» η εγκληματική απόφαση του Ηρώδη, η απάντηση είναι μία· με το κοινωνικό του προσωπείο.

***


Το «σύμπλεγμα του Ηρώδη», ως τύπος συγκεκριμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς, δηλώνει τον τρόπο δομής και λειτουργίας μιας ψυχικής συγκρούσεως εξ άφορμής μιας εκβιασμένης, από εξ «αντικειμένου» παράγοντες, αξιολογικής επιλογής. Ο διάλογος του Ηρώδη με το χώρο αυτό δεν γίνεται δυνάμει της αξιολογικής δυνάμεως της προσωπικότητός του, αλλά του κοινωνικού του προσωπείου. Αλλά το αποτέλεσμα ενός τέτοιου διαλόγου, αποφασιστικού για το είδος του βασικού κριτηρίου της καταλήξεως της λειτουργίας της αξιολογικής επιλογής, είναι η υπερίσχυση του κοινωνικού προσωπείου έναντι της συνειδήσεως του Ηρώδη. Έτσι το έγκλημα του Ηρώδη φαίνεται να το διέταξε τελικά το κοινωνικό του προσωπείο.

Ο Ηρώδης προτίμησε να εμφανισθεί ενώπιον των προσκεκλημένων του ως άνδρας κοινοτικής αρετής, τηρών με «ανδρική» συνέπεια το λόγο της βασιλικής του τιμής. Αντήλλαξε τη στήριξη του κοινωνικού της κύρους με τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του βαπτιστή, υπέρμαχου της αλήθειας- «έλεγε γαρ Ιωάννης ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου». Καρατόμησε την αλήθεια στο βωμό μιας κοινωνικής αρετής.

Με την επιλογή του αυτή προτίμησε τη βαρειά ενοχή μιας εντελώς άδικης εγκληματικής πράξεως από την ελαφρότερη, κατά τεκμήριο, ενοχική επιβάρυνση της αθετήσεως μιας κοινωνικής αρετής ή ακόμη και μιας ένορκης υποσχέσεώς του, εντελώς όμως άσχετης προς την πραγματική του προαίρεση. Ο Ηρώδης δεν είχε την επιθυμία και τη θέληση να αποκεφαλίσει τον Ιωάννη. Δεν μπορούσε όμως ποτέ να υποπτευθεί ότι το κοινωνικό του προσωπείο θα απέβαινε η σπάθη ενός τέτοιου εγκλήματος.

***

Η καρατόμηση της αλήθειας στο βωμό μιας κοινωνικής αρετής. Αυτή είναι η έννοια του «συμπλέγματος του Ηρώδη».

* * *

Το «σύμπλεγμα του Ηρώδη» συμπυκνώνει σε μια ψυχολογική αντίδραση το πρόβλημα της σχέσεως τής αλήθειας με την αρετή. Ειδικώτερα υποδηλώνει τις πιθανές ενδοψυχικές συνειδητές αλλά και μη συνειδητές, διαδικασίες στην περίπτωση που η σχέση αυτή είναι αρνητική. Δηλαδή πραγματοποιείται εις βάρος της αλήθειας. Ή καλύτερα, εκφράζεται ως σφαγιασμός της αλήθειας χάρη της στηρίξεως μιας κοινωνικής αρετής, δηλαδή του κοινωνικού προσωπείου.

Ο άγ. Μάξιμος ο ομολογητής διατυπώνει άριστα τον έγκυρο κανόνα της ορθής σχέσεως αλήθειας και αρετής, όταν σημειώνει επιγραμματικά· «δια την αλήθειάν εστίν η αρετή αλλ’ ου δια την αρετήν η αλήθεια».

Η αληθινή αρετή είναι εκείνη που βιώνεται χάριν της πραγματώσεως της αλήθειας. Το κατ’ αρχήν βιούμενο στη σχέση αλήθειας και αρετής είναι η αλήθεια. Εάν συμβαίνει το αντίθετο, τότε η αλήθεια θυσιάζεται στο βωμό μιας αρετής, που ταυτίζεται με τις αλαζονικές απαιτήσεις του κοινωνικού προσωπείου.

«Ὅθεν ὁ διά τήν ἀλήθειαν πράττων τήν ἀρετήν, κενοδοξίας οὐ τιτρώσκεται βέλεσιν ὁ δέ τήν ἀλήθειαν ἀρετῆς ἕνεκεν ἐπιτηδεύων, σύνοικον ἔχει τῆς κενοδοξίας τήν οἴησιν».

Αυτός λοιπόν που ασκεί την αρετή βιώνοντας την αλήθεια (δηλ. ως καρπό της βιώσεως της αλήθειας), δεν έχει λόγους να κενοδοξεί (και να υπερηφανεύεται) για το κατόρθωμα της αρετής του. Αυτός όμως που μεθοδεύει τη βίωση της αλήθειας σύμφωνα με τις (κοινωνικές) απαιτήσεις της αρετής του, είναι κενόδοξος και οιηματίας» (δηλ. κομπλεξικός).

Pages