Η υποψία ενός μυστικού - Point of view

Εν τάχει

Η υποψία ενός μυστικού




Υπάρχει ένα μυστικό, φαίνεται, που ενώνει τόσο διαφορετικά μεταξύ τους κείμενα και που μιλά στην ψυχή μας με αφορμές τόσο καθημερινές και ορατές στα σάρκινά μας μάτια, μα και συγχρόνως τόσο αισθητές κατάβαθα με έναν τρόπο σχεδόν μεταφυσικό. Υπάρχει κάτι μυστικό και αφανέρωτο, που διασχίζει τις στέπες, που περπατά στα σκοτεινά δάση, που ανασαίνει την πάχνη της ακροποταμιάς, που λερώνεται στην κρύα λάσπη του νοτισμένου χώματος για να φτάσει στα ξύλινα προσκυνητάρια, να ξαποστάσει λίγο και μετά, κατάκοπο μα ακόμη ζωντανό, να συνεχίσει την πορεία του.

Ο δρόμος φαίνεται μες στα κλαμένα μάτια
όπως οι θάμνοι καθρεφτίζονται στις σκοτεινές λιμνούλες;.
Μην απειλείς, μη φοβερίζεις,
μη ταράζεις τη σιγαλιά του δάσους. [1]

Γι ́ αυτό το μυστικό θα ήθελα, αν μπορέσω, να σας μιλήσω, παίρνοντας αφορμή από τον Αρσένι Ταρκόφσκι και με οδηγό τα λόγια του, τις λέξεις μιας «ρούσικης» ψυχής, καταπώς έλεγαν κάποιοι παλιοί μεταφραστές στα Ελληνικά.

Σε περίμενα χθες απ ́ το πρωί,
μου είχαν πει πως δεν θα ́ρχόσουν.
(...)
Οι σταγόνες τρέχουνε στα παγερά κλαδιά
και ούτε λέξη ούτε μαντήλι 
μπορεί να τις σκουπίσει. [2]

Αυτό το μυστικό, λοιπόν, φαίνεται κατ ́ αρχήν τόσο δύσκολο, τόσο δυσβάσταχτο. Φαντάζει να είναι η πικρή επίγευση του πεπερασμένου, ο χρόνος που δεν κάνει άλλο παρά να κλείνει κύκλους, συνεχώς να κλείνει κύκλους, τον έναν μετά από τον άλλο.

Πού είναι το έντομο; Πέταξε. 
Πού είναιτο καραβάκι; Έπλευσε. 
Πού είναι το ποτάμι; Έρρευσε. [3]

Πόσο πόνο μπορεί κανείς να αντέξει; 

Πόση προδομένη ελπίδα; Πόση απώλεια;


Πόσο ακόμη μπορεί κανείς να καταφέρει να ζήσει;

Τον τελευταίο μήνα του φθινοπώρου 
στην παρακμή μιας πικρής πολύ ζωής... [4]

Πώς έχουμε αφεθεί έτσι, άπνοι, σχεδόν νεκροί
 μπροστά σε χάσματα και χαλάσματα... 
Κλαίει το πουλί στην απουσία του ενός φτερού.


Κλαίει το πουλί στην απουσία του ενός φτερού.
Κλαίει ο άστεγος στη στάχτη του σπιτιού
Κλαίει η μάνα πάνω από την άδεια κούνια και ίσως 
Κλαίει κάτω από τα πέλματα ο στέρεος λίθος. [5]

Πώς το χαλάζι κατέστρεψε τόσα χωράφια καλλιεργημένης γης, όπου τα χέρια με κόπο είχαν αποθηκεύσει τους θησαυρούς τους; Πώς τάχα εμπιστευτήκαμε τόσον πολύτιμο ιδρώτα
 σε τόσο ανασφαλή θησαυροφυλάκια;

Γιατί κουρνιάζει η ζωή
στην ανοιχτή παλάμη σαν πουλί; [6]

Και η μνήμη; Αυτή που κάποτε νομίζαμε
 συνοδοιπόρο ταιριαστό για την αιωνιότητα, 
πώς αποδεικνύεται τώρα μέγας ιεροεξεταστής μας;

Το παρελθόν μας απειλεί. [7]
Μνησιπήμων πόνος, 
για να παραπέμψω και στα καθ ́ ημάς.

Κι αν τραγουδήσουμε κάποιον σκοπό
που αρχίζει με χορτάρι, το στόμα μας γεμίζει χώμα
κι έτσι απομένουμε με τα χείλια σφαλιχτά. [8]

Υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος να ξεφύγει κανείς; Μπορεί να πεταχτεί άξαφνα, σπρωγμένος από μία φυγόκεντρο δύναμη μέσα από τη μαύρη τρύπα, το κήτος με το ορθάνοιχτο στόμα, που απειλεί να τον καταπιεί, και να εκτοξευθεί πέρα μακριά, στο Φως; Υπάρχει τρόπος;

Και τότε έγινε το θαύμα
στο ηλιοβασίλεμα
αντιφέγγισε από το σύννεφο το γαλανό χρώμα
και φωτεινή ακτίνα δραπέτευσε... [9]

Το θαύμα είναι άραγε ο τρόπος; Και πού υπάρχει το θαύμα; Και πόση δύναμη μπορεί να δώσει μία μικρή, λεπτούτσικη ακτίνα φωτός; Πόσο δυνατά μπορεί να συνεπάρει μια ψυχή; Πόσο μακριά να την ταξιδέψει; Είναι αλήθεια τάχα όλα αυτά;

Αποχαιρετώ όλα όσα ήμουνα και ζούσα
Όσα περιφρονούσα, μισούσα, αγαπούσα. [10]

Κι όμως, δες πώς λάμπουν τα πρόσωπα με αυτήν την παραμικρή, λεπτούτσικη ακτίνα, έχοντας σβήσει κάθε σπίλο ή ρυτίδα, προσωπικές ήττες ή λιποταξίες, αποτυχίες, χωρισμούς και πένθη λογής-λογής, αλήθειες, που τόσο πολύ μας πόνεσαν.

Το χαλάζι θρυμματίζεται 
ακριβώς πάνω από τη φλαμουριά.
Όμως σιγά σιγά ανοίγουν τα παράθυρα
τα λιθόστρωτα είναι ντυμένα με ασημένια λέπια,
τα παιδιά τραγανίζουν καρύδια του πάγου. [11]

Αλήθειες, που μπορεί τόσο πολύ να μας πόνεσαν, αλλά που πια δεν μας πονούν. Είναι ο πανδαμάτωρ χρόνος με συντροφιά τη λήθη, άραγε, ή κάτι άλλο θαυμαστό, που ντύνει τη τη μνήμη και τη θλίψη με ενδύματα πορφυρά και μυροβόλα;

Κι εγώ κείτομαι στου ποταμού τον πάτο
και βλέπω μέσα απ΄ το νερό 
φως μακρινό, μεγάλα σπίτια,
του άστρου πράσινες ακτίνες [12]

Ο ήλιος δύει, τα άνθη μαραίνονται, ακόμη και οι πιο στέρεοι τοίχοι γκρεμίζονται, οι άνθρωποι μισεύουν ή και κλείνουν τα μάτια τους παντοτινά, μα ωστόσο μοιάζει πως κάτι μένει. Τι άραγε... Όχι δεν είναι ούτε ο χρόνος ούτε η λήθη. Είναι κάτι άλλο. Είναι η μνήμη ενός έρωτα- κι ο λογισμός μού λέει πως ίσως είναι αδιάφορο αν αυτός είναι ανθρώπινος ή θεϊκός - μα είναι η μνήμη ενός έρωτα, που κρατά ζεστή την ψυχή μας και τα μάτια της καρδιάς μας ευαίσθητα στη λεπτομέρεια.

Κρυστάλλινος ο σφυγμός των ποταμών
Νεφελώδη τα βουνά, ανήσυχες οι θάλασσες
Μα συ κρατούσες τη γήινη σφαίρα στην παλάμη σου 
Κρυστάλλινη και κοιμόσουν στο θρόνο [13]

Τη «ρούσικη ψυχή», συνάντησα, της ρωσικής διασποράς, όρθια, στριμωγμένη, κάθε πρόσωπο με τον δικό του σταυρό, να στέκεται στην κυριακάτικη θεία λειτουργία μέσα στο μικροσκοπικό, ρωσικό παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, κατάξενο μέσα στο παλαιό νεκροταφείο της Βαϊμάρης, κατάλοιπο της εποχής, που ακόμη οι γάμοι γίνονταν μεταξύ βασιλέων και ευγενών. Η νιόπαντρη αρχόντισσα του προπερασμένου αιώνα, φερμένη από μακριά, φαίνεται να είχε ζητήσει ένα εκκλησάκι για να προσεύχεται ή για να ταφεί σύμφωνα με το δικό της τυπικό. Τοιχογραφίες, εικόνες μα και ζωντανές μορφές και μελωδίες και ευωδιές, να μοιάζουν με ανάσταση ψυχών τε και σωμάτων. Όλα λάμπουν στο παρόν. Ο ιερέας εξομολογεί, όπως οι Ρώσοι συνηθίζουν, πριν τη μετάληψη. Μια γυναίκα αναλαμβάνει τα παιδιά. Μια άλλη γυναίκα συνοδεύει έναν άρρωστο άντρα. Μια πολύ μελαμψή κοπέλα σκεπάζει με το μαντήλι τα ολόσγουρα μαλλιά της, προφανώς φερμένη από κάποια ιεραποστολή. Ο ψάλτης με πλησιάζει και ρωτά από πού έρχομαι, ο Ρώσος την Ελληνίδα στα Γερμανικά. Και μετά με παρακαλεί να διαβάσω εις επήκοον όλων την αποστολική περικοπή της ημέρας στα αρχαία ελληνικά. Όλα στο παρόν, με μια ομορφιά κρυμμένη κι απρόσμενη μπροστά στα απλανή βλέμματά μας, που ίσως ακόμη δεν ξέρουν να αναγνωρίζουν την αλήθεια.

Διάλεξα έναν αιώνα που να μου ταιριάζει.

(...)

Τη μοίρα μου την κάθισα στη σέλα
σαν έφηβος να τρέχω συνεχώς 
και τώρα και στο μέλλον όρθιος
 πάνω στους αναβολείς. [14]

Υπάρχει ελπίδα λοιπόν. Μήπως κρύβεται στα μικρά χόρτα και στα λουλούδια που παίρνει ο άνεμος; Ή τάχα στα δέντρα με τα φύλλα που θροΐζουν; Με τους κορμούς τους στραβούς από το φύσημα του ανέμου, διάτρητους από τους δρυοκολάπτες, σαθρούς από τον χρόνο, αλλά που ακόμη γίνονται γέφυρες για τους σκίουρους και σκιά για τους διαβάτες;

Η μέντα απλώθηκε κάτω από τα πόδια μας
Και πουλιά ανταμώναμε στον δρόμο μας
Και από το ποτάμι ψάρια πετάγονταν
Κι ο ουρανός άνοιξε μπροστά στα μάτια μας [15]

Υπάρχει ελπίδα. Στη στιγμή και στο αιώνιο μαζί, στις μικρές εικόνες που μας περικλείουν και μας ταξιδεύουν σε ένα Κάλλος ανείπωτο. Στα αδελφικά χέρια γύρω μας και στους σταυρούς συνοδοιπόρους. Και στις ξερολιθιές, που χτίσανε δάκτυλα και μπράτσα λιπόσαρκα πριν από αιώνες, αλλά που στέκονται ακόμη να μας θυμίζουν την αγάπη για την ομορφιά.

Το καραβάκι στο ρέμα σαλεύει.
Στην άμμο ο φλοίσβος του ανέμου.
Κι όλα μένουν παντοτινά .[16]

Τα κλαδιά των δέντρων του δάσους ανασαίνουν, ευωδιάζουν, υψώνονται δοξολογικά στον ουρανό. Σκύβω με σεβασμό και φιλώ το χέρι σας, Αρσένι Αλεξάντροβιτς Ταρκόφσκι, και σας ευχαριστώ για όσα μας δωρίσατε με το χάρισμα των λέξεων, εφόδια στον δρόμο μας προς το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος, τη σιωπή.


Πηγές:
http://mogolospolemistisvalkaniosagrotis.blogspot.gr (28-12-2007), Arseni Tarkovsky
-  Αρ. Ταρκόφσκι, Χρόνος. Είκοσι πέντε στάσεις στο ποιητικό του έργο, Αθήνα, Ίνδικτος, 2008.

Ο ζωγραφικός πίνακας ("Πολύχρωμη ζωή", 1907) που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Βασίλυ Καντίνσκυ.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο

Pages