Έμπουσα: Το θηλυκό που τρέφεται με ανθρώπινες σάρκες - Point of view

Εν τάχει

Έμπουσα: Το θηλυκό που τρέφεται με ανθρώπινες σάρκες



Έμπουσα (μυθολογία): Τέρας ή φάντασμα που τρεφόταν με ανθρώπινες σάρκες. Μ’ αυτό τρόμαζαν οι μητέρες τ’ άτακτα παιδιά στην αρχαία Ελλάδα (μπαμπούλας). Μεταμορφωνόταν συχνά. Μία απ’ τις μορφές ήταν εκείνη της όμορφης γυναίκας.
Empusa pennata: έντομο της τάξης Μαντώδη (Μάντισσες) https://en.wikipedia.org/wiki/Empusa_pennata

Τρόμαξε όταν τον αναγνώρισε. Τον είχε δει από μακριά και κάτι του θύμισε -κυρίως τα ρούχα. Όμως έπρεπε να φτάσει στα δέκα μέτρα για να βεβαιωθεί. Ήταν, πράγματι, ο Στέργιος

Ο Στέφανος έλειπε στο εξωτερικό, όπου έμεινε ένα χρόνο στη Γαλλία και ξεκίνησε το πρώτο του μυθιστόρημα. Μετά του τέλειωσαν τα λεφτά κι επέστρεψε.
Αποφάσισε να περάσει το καλοκαίρι στο χωριό, στο σπίτι της γιαγιάς του, για να ‘χει ησυχία και να τελειώσει το βιβλίο του. Δεν έβγαινε και πολύ, ουσιαστικά δεν έβγαινε καθόλου. Ντρεπόταν να ζητάει απ’ τη γιαγιά του χατζιλίκι. Άλλωστε είχε το όνειρο του: Να δει το όνομα του γραμμένο στο εξώφυλλο του βιβλίου του, πολλών βιβλίων. Στέφανος Βασιληάς.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή το είχε δει μόνο στο μαγαζί του πατέρα του: «Γιώργος Βασιληάς και Υιός (αυτός ήταν ο Στέφανος) Ο Βασιλιάς του στρώματος».
Όμως ο Στέφανος δεν θα πουλούσε στρώματα, θα πουλούσε όνειρα (αυτή την ατάκα την είχε πει στον πατέρα του, κι εκείνος είχε γελάσει σαρκαστικά: «Καλά, όταν ξυπνήσεις έλα να τα πούμε».)

Εκείνη τη μέρα είχε κατέβει στην πόλη για ένα θέλημα της γιαγιάς του. Ήθελε να της αγοράσει μια συγκεκριμένη μάρκα σαπούνι, που μπορούσε να βρει μόνο στο σούπερ του συνεταιρισμού. Η γιαγιά του δεν έκανε μπάνιο με κανένα άλλο.
Περπατούσε σαν ξένος στους δρόμους που είχε μεγαλώσει. Τώρα πια, αφού είχε δει την Τουλούζη και τη Νίκαια, ο Πύργος του φαινόταν το πιο καταθλιπτικό μέρος -που θα μπορούσε να επινοήσει μόνο κάποιος καταθλιπτικός θεός.
Τότε ήταν που είδε τον Στέργιο να έρχεται από απέναντι. Και τρόμαξε.
Είχε λιώσει. Ήταν τα μισά κιλά απ’ τον Στέργιο που θυμόταν. Εκείνον τον γεροδεμένο αιματώδη, που μπορούσε να τρέξει τα εκατό μέτρα σε 12 δευτερόλεπτα -στο λύκειο.
Η επιδερμίδα του είχε αλλοιωθεί. Πάει το αιγυπτιακό μελαψό που έκανε τις τουρίστριες να πέφτουν στα πόδια του. Δεν ήταν καν χλωμός. Πιο πολύ κίτρινος, με κόκκινους λεκέδες.
Κι απ’ τα κατσαρά μαλλιά του, τους αρχαιοελληνικούς βόστρυχους, είχε απομείνει μισή υποψία τριχοφυίας.
Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν η αρρώστια. Ο παππούς του είχε πεθάνει από καρκίνο κι είχε γίνει κάπως έτσι τις τελευταίες μέρες. Αλλά ο Στέργιος είχε και κάτι άλλο παράξενο: Περπατούσε σαν…
Θυμήθηκε μια εικόνα απ’ την πλατεία Αττικής. Δεκάδες άνθρωποι, νεκροζώντανοι, να σαβουριάζονται στα παγκάκια, περιμένοντας για τον «άνθρωπο» τους, να τους φέρει τη δόση τους. Πρέζα, ολοφάνερα. Ο Στέργιος είχε εθιστεί.
Αλλά κι αυτό δεν του ταίριαζε. Ήταν έξυπνο παιδί, έπινε τα ποτάκια του, και κανά τσιγάρο στο τσακίρ κέφι, αλλά απέφευγε τις ουσίες και τα χάπια. Ποτέ δεν ξέρεις. Συμβαίνει και στις καλύτερες οικογένειες, την πατάνε και τα πιο έξυπνα παιδιά.

Ο Στέφανος σκέφτηκε να τον προσπεράσει, κάνοντας ότι δεν τον είδε. Αλλά ο φίλος του άξαφνα φωτίστηκε και τον πλησίασε γελώντας.
«Ρε αρχίδι, γύρισες; Και δεν είπες τίποτα;»
Ακόμα κι ο τρόπος που μιλούσε, μασώντας τις λέξεις, θύμιζε πρεζάκι. Αλλά, παραδόξως, τα μάτια του δεν ήταν θολά.
Αγκαλιαστήκανε. Πάνω απ’ τον ώμο του μύρισε γυναικείο άρωμα, πολύ έντονο. Έπειτα είπαν στα γρήγορα, στα όρθια, όσα λέγονται έτσι. Κι αποφάσισαν να κάτσουν για έναν καφέ.
Ο Στέφανος του μίλησε για τη Γαλλία και το μυθιστόρημα του.
«Μπράβο, ρε φίλε, πάντα το ήξερα ότι θα γίνεις συγγραφέας.»
«Κι εσύ; Πότε θα ξεκινήσεις τα ταξίδια σου;»
«Τα ταξίδια μου;»
«Δεν θυμάσαι; Ένα σακίδιο στον ώμο και βουρ στον δρόμο. Σαν τον Κέρουακ, χωρίς φράγκο. Δεν θυμάσαι;»
«Χαχα, θυμάμαι, ωραία τα λέγαμε. Αλλά έγινε μια μικρή αλλαγή σχεδίων.»
Ο Στέργιος ήπιε λίγο καφέ κι έσκυψε μπροστά.
«Φιλαράκι», του είπε, «τα σεντόνια μου μυρίζουνε μουνί.»
«Δεν είναι πρωτότυπο για σένα.»
Ο Στέργιος ήταν από κείνους τους άντρες που δεν αφήνουν θηλυκή γάτα, όποιας ηλικίας. Ο Στέφανος απ’ την άλλη είχε τη φήμη του κοσμοκαλόγερου. Καζαντζάκης και Ζορμπάς, τέτοια φάση.
«Όχι», έκανε ο Στέργιος και τα μάτια του πήραν φωτιά, σαν μάτια μανιακού. «Αυτό είναι κάτι άλλο. Είναι η απόλυτη γυναίκα. Η γυναίκα των ονείρων μου. Και πιο πολύ. Πεθαίνω γι’ αυτή.»
Ο Στέφανος δεν κρατήθηκε. Τον ήξερε 20 χρόνια. Από το δημοτικό. Είχαν κάνει διαγωνισμό κατουρήματος -απόσταση και διάρκεια- πλάι πλάι. Είχαν μετρήσει τα πουλιά τους στο γυμνάσιο. Είχε τύχει ο Στέργιος να κάνει σεξ με μια τουρίστρια -και ο Στέφανος να προσποιείται ότι κοιμάται στο διπλανό κρεβάτι. Οπότε μπορούσε να του πει ό,τι ήθελε.
«Στέργιο, να σου πω την αλήθεια, δεν φαίνεσαι και πολύ καλά. Είσαι πραγματικά σαν να πεθαίνεις.»
Εκείνος γέλασε. Η ευθυμία του δεν ταίριαζε με την εικόνα του.
«Και τι έγινε, ρε φίλε; Είμαι ευτυχισμένος, τα έχω όλα. Και να πέθαινα στο κρεβάτι της δεν θα μ’ ένοιαζε.»

Τα είπαν για λίγη ώρα ακόμα. Κατάλαβε ότι ο Στέργιος είχε ξεχάσει τα πάντα περί Κέρουακ και ταξιδιών.
Αποχωρίστηκαν και υποσχέθηκαν ότι θα βρισκόντουσαν όλοι μαζί, για να γνωρίσει και τη θεά του. Δεν πρόλαβαν.
Ο Στέφανος γύρισε στο χωριό για να συνεχίσει το μυθιστόρημα του. Την επόμενη μέρα όλος ο Πύργος είχε βουίσει απ’ το δυστύχημα του νεαρού. Τα νέα έφτασαν μέχρι το χωριό. Ο Στέργιος γυρνούσε μετά τα μεσάνυχτα στο σπίτι, στο Κατάκωλο. Δεν έστριψε η μηχανή, αλλά ούτε φρένο δεν πάτησε. Καρφώθηκε σε μια ελιά. Οι χωριανοί έλεγαν ότι ήταν μεθυσμένος.
Η κηδεία έγινε δυο μέρες μετά. Πήγε κι ο Στέφανος. Άκουσε κάποιους δίπλα του να μιλάνε, κάπως ατάραχοι.
«Η νεκροψία δεν έδειξε να ‘χει πιει», είπε ο ένας.
«Μάλλον θα τον πήρε ο ύπνος», είπε ο άλλος.
«Ναι, τι άλλο να ‘ταν; Πώς το βλέπεις το καλαμπόκι φέτος;»
Μετά την κηδεία δεν γύρισε στο χωριό. Περπάτησε για πολλές ώρες, χωρίς σκοπό, μέχρι που νύχτωσε. Τότε πήγε σ’ ένα υπαίθριο μπαράκι, να πιει ένα ποτό -για τόσο του φτάναν τα λεφτά του- και να ρίξει μια γουλιά στο χώμα, για τον νεκρό.

Σκεφτόταν τις πλάκες και τα όνειρα που είχαν σκαρώσει με τον Στέργιο όταν είδε μια κοπέλα να τον κοιτάει απ’ την μπάρα.
Κατέβασε τα μάτια κι έπιασε να στρίβει τσιγάρο. Είχε πάρει μισό καπνό απ’ τον θείο του, έναν χαραμοφάη μεσήλικα που ζούσε στο σπίτι του χωριού και δεν έκανε τίποτα, μόνο περίμενε να πεθάνει.
Κατάλαβε ότι η κοπέλα τον πλησίαζε. Την είδε με την άκρη του ματιού.
«Σε είδα εδώ μόνο σου και θλιμμένο, και σκέφτηκα: Αυτός είναι καλλιτέχνης, σίγουρα».
Η φωνή της ήταν σαν ένα λάσο που τον έπιασε σφιχτά και τον έκανε να σηκώσει το κεφάλι.
«Μπορώ να κάτσω;» του είπε. Αλλά δεν ήταν ερώτηση. Τράβηξε την καρέκλα κι έκατσε απέναντι του.
Ο Στέφανος την κοίταξε κατά πρόσωπο, από μισό μέτρο απόσταση. Και του κόπηκε για λίγο η ανάσα.
Είχε αμυγδαλωτά πράσινα μάτια και χοντρά φρύδια. Λευκό δέρμα, μύτη που χανόταν στο πρόσωπο, και χείλη βαμμένα σε σκούρο κόκκινο χρώμα, σχεδόν βυσσινί. Αν δεν ήταν ξανθιά θα ήταν ίδια με την Ορνέλα Μούτι -και με γάτα.
Έβλεπε με τη μητέρα του ταινίες στην τηλεόραση, με την Ορνέλα Μούτι, όταν ήταν ακόμα στις απαρχές της εφηβείας. Η μάνα του έλεγε «τι όμορφη τι όμορφη». Ο Στέφανος παρακολουθούσε την ταινία και μετά, κάτω απ’ τα σεντόνια αυνανιζόταν.
«Με λένε Κατ», του είπε κι η φωνή της του γρατζούνισε τ’ αρχίδια. «Όχι απ’ τη γάτα. Απ’ το Κατερίνα.» Και γέλασε.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γελάσει μια γυναίκα. Ο τρόπος που το έκανε η Κατ ήταν τόσο ξεχωριστός που ο Στέφανος είχε ήδη στύση.
«Τι πίνεις;» τον ρώτησε δείχνοντας το άδειο ποτήρι του.
«Μέχρι πριν δύο ώρες ήταν τζιν τόνικ. Μετά έγινε λιωμένος πάγος με άρωμα τζιν. Τώρα…»
«Λοιπόν», έκανε η Κατ. «Και συγνώμη για την… επίθεση. Σήμερα γιορτάζω κι είμαι μόνη σ’ αυτή την κωλοπόλη. Θα ήταν το καλύτερο δώρο αν έπινες ένα ακόμα ποτό μαζί μου.»
Πριν προλάβει να πει, να σκεφτεί, ότι είχε γύρω στο ενάμιση ευρώ στην τσέπη, η Κατ σηκώθηκε και πήγε προς την μπάρα για να πάρει ποτά.
Τότε ο Στέφανος ένιωσε ότι είναι έτοιμος να χάσει τον έλεγχο του γενετήσιου αδένα του. Η Κατ σηκώθηκε και του γύρισε την πλάτη, καθώς πήγε προς το μπαρ. Μόνο τότε είδε και το σώμα της.
Φορούσε ένα στενό μπλουζάκι, χωρίς σουτιέν. Τα στήθη της, ακόμα και χωρίς υποστήριξη, κοιτούσαν προς το ταβάνι. Δεν ήταν υπερβολικά μεγάλα, ούτε μικρά. Ήταν έτσι όπως έπρεπε να είναι.
Η μέση της ήταν το μισό του στήθους. Κι από κάτω ένα άσπρο κολάν, λεπτό, που άφηνε να διαγράφεται το μικρό εσώρουχο, κι ένας κώλος που θα ζήλευε ο Πραξιτέλης. Στο ύψος λίγο πιο κοντή από κείνον, γύρω στο 1,75.
Περπάτησε ως τη μπάρα χωρίς να κουνιέται υπερβολικά, αλλά και χωρίς να σέρνεται. Όλοι οι θαμώνες του μπαρ γύρισαν να την κοιτάξουν. Άντρες και γυναίκες. Οι άντρες την πόθησαν, οι γυναίκες τη ζήλεψαν -κάποιες την πόθησαν εξίσου.

Ο Στέφανος την έβλεπε να στέκεται εκεί, περιμένοντας τα ποτά, και να τον κοιτάει χαμογελώντας. Οι υπόλοιποι άντρες του μπαρ τον σχολίαζαν ήδη.
(Θα ‘χει φράγκα ο τύπος, και δεν του φαίνεται)
Καθώς η Κατ επέστρεφε -σε αργή κίνηση- στο τραπέζι, έπαιζε απ’ τα ηχεία το After Dark, των Tito & Tarantula. Ο Στέφανος προσπάθησε για μια στιγμή να θυμηθεί από πού ήξερε το τραγούδι. Αλλά αμέσως σταμάτησε. Δεν είχε καμιά σημασία.
Του άφησε το ποτό αγγίζοντας ‘τον λιγάκι.
«Στην υγειά σου, ξένε», του είπε.
«Χρόνια πολλά.»
«Δεν έχω γενέθλια, αλλά ευχαριστώ έτσι κι αλλιώς.»
Έπινε κίτρινη τεκίλα, σκέτη και διπλή. Ο Στέφανος δεν άντεχε τις γυναίκες που την έβγαζαν με περιέ ή μη αλκοολούχες μπύρες. Αλλά εκείνη ήταν αλλού.
Έπιασαν τη συζήτηση. Η Κατ δεν μιλούσε για τον εαυτό της. Μόνο παρακινούσε τον Στέφανο να μιλάει. Σαν άκουσε ότι είναι (θέλω-να-γίνω) συγγραφέας, και για το ταξίδι συγγραφής στη Γαλλία ενθουσιάστηκε. Ξεκίνησαν να μιλάνε για λογοτεχνία. Η τύπισσα ήταν διαβασμένη. Αγαπούσαν τους ίδιους συγγραφείς: Ρόμπινς, Κινγκ, Κάφκα, Ρούλφο.
Όσο μιλούσαν τον κοιτούσε στα μάτια -κι εκείνος είχε υπνωτιστεί. Κάθε τόσο τον άγγιζε, στον ώμο ή στο χέρι.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε για να φέρει κι άλλα ποτά («όταν γίνεις διάσημος θα μου αγοράσεις μια κούτα κουέρβο, εντάξει; τώρα είναι δικά μου»).





Την παρακολούθησε πάλι να περπατάει, να λικνίζεται έμοιαζε περισσότερο, και σκέφτηκε ότι θα μπορούσε άνετα να την παντρευτεί. Κι ότι έπρεπε να παίξει τζόκερ.
Δεν ήταν απ’ τους τύπους που τραβάνε τις γυναίκες. Δεν ήταν άσχημος -αλλά ούτε και ωραίος. Δεν ήταν χοντρός -αλλά με τη γυμναστική δεν τα πήγαινε καλά. Μόνο στο τρέξιμο τα κατάφερνε, έκανε τα εκατό μέτρα σε 15 δευτερόλεπτα -και πάντα έβγαινε δεύτερος, μετά τον Νίκο.
«Τέτοια γυναίκα ούτε στα όνειρα σου, φιλαράκο», είπε στον εαυτό του. Και μετά σκέφτηκε ότι περίπου έτσι ονειρευόταν την τέλεια γυναίκα. Ίσως λιγότερο τέλεια απ’ την Κατ -και με μαύρα μαλλιά.

Μετά το τέταρτο ποτό είχε αρχίσει να ζαλίζεται και να λέει ό,τι του ‘ρθει. Η Κατ, από την άλλη, φαινόταν εντελώς νηφάλια.
«Μήπως θες να σταματήσουμε;» τον ρώτησε.
«Πλάκα κάνεις. Μόνο νεκρός.»
«Εννοούσα να φύγουμε από δω.»
«Μαζί;»
«Θέλω να σε γνωρίσω καλύτερα», του είπε και του έπιασε το χέρι.
Ο Στέφανος πίστεψε ότι υπάρχει θεός εκείνη τη στιγμή.
Βγήκαν και περπάτησαν για λίγο στην πόλη. Δίπλα στην Κατ του φαινόταν υπέροχη.
Κάποια στιγμή βρήκε το θάρρος -το σκεφτόταν πολλή ώρα- να απλώσει το χέρι και να την πιάσει απ’ τη μέση. Τον κοίταξε και χαμογέλασε. Τον έπιασε κι εκείνη. Και μετά από λίγο, χωρίς να μιλήσει, βοήθησε το χέρι του, να κατέβει μέχρι το πάνω ημισφαίριο του κώλου της. Του Στέφανου του κόπηκε η ανάσα, αλλά προσπάθησε να φανεί ψύχραιμος και ποιητής.
«Το άρωμα σου με κάνει να παθαίνω ντεζαβού», της είπε. «Νομίζω ότι έχω ξαναπερπατήσει μαζί σου εδώ, ότι σ’ έχω ξαναμυρίσει».
«Πού ξέρεις», έκανε εκείνη. «Ίσως να ήμασταν μαζί σε κάποια προηγούμενη ζωή, ερωτευμένοι Πελασγοί.»
Σταμάτησαν να περπατάνε και φιλήθηκαν. Εκείνο το φιλί πρέπει να κράτησε ώρες, μπορεί και αιώνες, έτσι του φάνηκε. Η γλώσσα της, τα χείλη της, αλλά και το σώμα της που είχε κολλήσει πάνω του.
Μετά από είκοσι αιώνες έκανε πίσω και της είπε: «Αν υπάρχει παράδεισος θα είναι πολύ φτωχός σε σχέση με το φιλί σου.»
Συνέχισαν να φιλιούνται και να χαϊδεύονται για άλλα δυο χιλιάδες χρόνια.
Έπειτα η Κατ του έδειξε ένα μπαλκόνι.
«Εδώ μένω», του είπε. «Θα έρθεις;»
Σε κλάσματα δευτερολέπτου ο Στέφανος σκέφτηκε ότι δεν είχε κάνει μπάνιο, ότι φορούσε ένα όχι και τόσο καθαρό μποξεράκι -και λίγο ξεχειλωμένο, ότι δεν είχε προφυλακτικά κι ότι η γιαγιά του θα τον περίμενε να γυρίσει.
«Ναι», είπε. «Σίγουρα ναι, απόλυτα ναι, ναι επί εκατό χιλιάδες ναι.»

Μέχρι ν’ ανέβουν είχαν φιληθεί άλλες δέκα φορές. Ο Στέφανος ήταν καβλωμένος σαν σκύλος. Κι όταν εκείνη του είπε ότι είχε ερεθιστεί πολύ, κόντεψε να χύσει.
Μπήκαν στο σπίτι και έπεσαν πάνω σε κάθε έπιπλο που υπήρχε. Δεν πήγαν στην κρεβατοκάμαρα. Γδύθηκαν όρθιοι κι έκαναν σεξ στο πάτωμα.
Εκείνη είχε ανέβει πάνω του, ο Στέφανος την κοιτούσε να λάμπει στο σκοτάδι και προσευχόταν να μην ξυπνήσει στο κρεβάτι του χωριού. Τότε η Κατ είχε τον πιο ηφαιστειακό οργασμό που θα μπορούσε ν’ αντέξει άνθρωπος.
«Τελειώνω!» φώναξε με ανθρώπινη φωνή και μετά ξεκίνησε να κάνει κάποιους ήχους τόσο πρωτόγονους, τόσο ζωώδεις, τόσο ερεθιστικούς που μετά βίας ο Στέφανος πρόλαβε να βγει από μέσα της πριν χύσει κι εκείνος, ενώ ένιωθε τον κόλπο της να τον τραβάει στο κενό του, horror vaccui πιο ισχυρό κι από τυφώνα, ένας κόλπος θαλάσσιος όλο βεντούζες και μέδουσες, που μοιάζει να θέλει να σε καταπιεί στην άβυσσο.
«Γιατί βγήκες;» του είπε μετά από λίγο, πεσμένη στο πλάι του, στο πάτωμα.
«Δεν φορούσα προφυλακτικό», είπε εκείνος.
Η Κατ γέλασε και τον χάιδεψε.
«Αγόρι μου», έκανε.

Πριν περάσει λίγη ώρα ξεκίνησε και πάλι να τον χαϊδεύει. Η γλώσσα της, τα χείλη της, περιηγήθηκαν σ’ όλο του το σώμα. Εκείνος μόνο βογκούσε, κι όταν πήγαινε να την πιάσει του έλεγε να καθίσει πίσω. Ακούμπησε το κεφάλι στο πάτωμα κι έχυσε ξανά, στο στόμα της αυτή τη φορά, ενώ ένιωθε τα χέρια και τα πόδια του να μυρμηγκιάζουν.
«Είναι η καλύτερη νύχτα της ζωής μου», της είπε, καθώς εκείνη στεκόταν από πάνω και σκούπιζε με το χέρι της ότι είχε μείνει απ’ το σπέρμα του στο στόμα της.
«Και μόλις ξεκίνησε», του είπε.
Πήγαν στο κρεβάτι και συνέχισαν να κάνουν σεξ μέχρι το ξημέρωμα. Έκαναν όλα αυτά που ήξερε ο Στέφανος από τις προηγούμενες σχέσεις του, μόλις τέσσερις στον αριθμό. Έκαναν και πράγματα που είχε φανταστεί να κάνει με μια γυναίκα, αλλά δεν είχε τύχει. Έπειτα έκαναν και κάποια πράγματα που δεν είχε φανταστεί ότι μπορούν να γίνουν.
Τον πήρε ο ύπνος λίγο πριν ο αλέκτωρ λαλήσει τρεις φορές, αν και μπορεί να μην ήταν ύπνος, αλλά λιποθυμία.

Ξύπνησε στο κρεβάτι μόνος. Ένιωθε στραγγισμένος και πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Ευλογημένος.
Σηκώθηκε για να πάει στην τουαλέτα και του ήρθαν μυρωδιές από φαγητό, ψητό χοιρινό, το αγαπημένο του. Στην κουζίνα ήταν η Κατ. Μαγείρευε φορώντας μια ποδιά -κι από κάτω τίποτα. Ο κώλος της έλαμπε, το ένα βυζί πεταγόταν αλαζονικό κι ανθισμένο. Και ήταν βαμμένη, περιποιημένη, λες και δεν είχε ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ.
«Είναι σαν να ζω σε τσόντα», σκέφτηκε ο Στέφανος, αλλά δεν το είπε.
Τότε είδε τα μαλλιά της. Ήταν μαύρα.
«Έβαψες τα μαλλιά σου;»
«Βαρέθηκα το ξανθό. Άλλωστε αυτό είναι το φυσικό μου χρώμα, δεν το ξέρεις;»
Η Κατ έκανε μια χαριτωμένη μικρή κίνηση και σήκωσε την ποδιά της. Φάνηκε για λίγο το μικρό τρίγωνο στο αιδοίο της, μαύρο όπως και τα μαλλιά της, ίσως και λιγάκι πιο μαύρο, στη σωστή απόχρωση με τα βυσσινί χείλη της, τα πάνω και τα κάτω.
Γέλασε και πάλι, το ίδιο χαριτωμένα και σέξι όπως το βράδυ στο μπαρ.
«Τι φτιάχνεις;» της είπε ο Στέφανος, που καθόλου δεν τον ένοιαζε το φαγητό εκείνη την ώρα.
«Χοιρινό κότσι με μέλι και τζίντζερ», είπε η Κατ. Κι έσκυψε να κοιτάξει τον φούρνο, τουρλώνοντας τον κώλο της. «Αλλά θέλει μισή ώρα, μπορεί και μία ακόμα.»
Της όρμησε και το έκαναν στο τραπέζι.
Το κότσι κόντεψε να καεί.

Έκαναν σεξ σε κάθε δωμάτιο, σε κάθε στάση, με κάθε τρόπο και κάθε παραλλαγή. Σταματούσαν μόνο για να φάνε, κρέας και πάλι κρέας. Και συνεχίζαν. Δεν ήπιαν ποτό, δεν συζήτησαν για τον Κάφκα, δεν βγήκαν έξω. Έτσι πήγε για τρεις μέρες και τρεις νύχτες, που ο Στέφανος τις θυμάται ως μια τρύπα στην πραγματικότητα.
Το τρίτο βράδυ, λίγο πριν λιποθυμήσει ξανά, της είπε ότι δεν ήξερε.
«Δεν ήξερα ότι μπορούμε να κάνουμε σεξ με τόσους τρόπους», της είπε.
«Ακόμα δεν έχουμε αρχίσει», απάντησε η Κατ. «Στεκόμαστε στην ακτή της χώρας που λέγεται Ηδονή. Κι έχει βουνά και ηφαίστεια, ζούγκλες και παγετώνες να εξερευνήσουμε.»
Ο Στέφανος σχεδόν τρόμαξε, αλλά ήταν πολύ κουρασμένος για να σκεφτεί περισσότερα.
Το επόμενο πρωί ή μεσημέρι ή απόγευμα, είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, ξύπνησε πάλι μόνος στο κρεβάτι. Πήγε να κατουρήσει ξύνοντας τον κώλο του.
Αφού πάτησε το καζανάκι στράφηκε στο νιπτήρα για να πλυθεί και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Δεν αναγνώρισε τον εαυτό του.
Εκείνοι οι μαύροι κύκλοι, η αξυρισιά, το κίτρινο χρώμα του δέρματος, του θύμισαν τον Στέργιο, όπως τον είχε δει την τελευταία φορά. Έμοιαζε κι ο ίδιος σαν να ήταν άρρωστος -ή τζάνκι.
«Χρειάζομαι λίγη κοτόσουπα», είπε στον καθρέφτη. Η γιαγιά του έφτιαχνε την καλύτερη κοτόσουπα που έχει δοκιμάσει άνθρωπος.
Βγήκε και ντύθηκε γρήγορα, σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι. Στο τραπέζι της κουζίνας βρήκε ένα σημείωμα της Κατ.
Έγραφε: «Αν ξυπνήσεις και λείπω, αχ αγάπη μου, μην τρομάξεις. Θα γυρίσω στις δώδεκα. Έχω μια δουλειά να κάνω. Θα πάω κι απ’ το σούπερ. Θα σου φτιάξω το αγαπημένο σου φαγητό. Περίμενε με χωρίς ρούχα. Για σένα το λέω… Αλλα μην ξεκινήσεις χωρίς εμένα.»
Ο Στέφανος το σκέφτηκε για λίγο. Να την περιμένει; Αργότερα ίσως.
Έγραψε σ’ ένα χαρτί: «Θα επιστρέψω πριν βραδιάσει. Είσαι το όνειρο κάθε άντρα. Αλλά ελπίζω μόνο δική μου, χαχα.»
Βγήκε και πήρε το λεωφορείο για το χωριό.

Της είχε τηλεφωνήσει για να της πει ότι θα ‘μενε σε κάποιο φίλο.
«Τι έπαθες;» του είπε σαν μπήκε μέσα. «Κάτσε να σε δω, πυρετό έχεις;». Και πήγε να τον φιλήσει στο μέτωπο. Αντί να τον φιλήσει τον μύρισε. Και χαμογέλασε.
«Με κοπέλα ήσουν.»
Χάρηκε. Δεν της άρεσε να τον έχει κι εκείνον κλεισμένο στο σπίτι, κι ας έλεγε ότι δουλεύει. Τα μυθιστορήματα δεν είναι δουλειά. Είχε άλλωστε για οικότροφο τον γιο της.
Ο θείος του Στέφανου είχε ψυχολογικά προβλήματα -με κυριότερο την χρόνια κι αθεράπευτη τεμπελιά. Δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του -κυριολεκτικά ποτέ.
Ζούσε απ’ τη σύνταξη της μάνας του, πενήντα χρονών πλέον, δεν μιλούσε σε κανέναν στο χωριό κι απλώς περίμενε να πεθάνει -αν δεν αυτοκτονούσε πρώτα.
«Έτσι μπράβο, παιδί μου», του είπε. «Να βγαίνεις, να βρεις μια ωραία κοπέλα να σε στρώσει, μη γεράσεις μόνος σαν τον θείο σου.»
«Είκοσι εφτά είμαι ακόμη, γιαγιά.»
«Τη μια είσαι είκοσι εφτά και την άλλη εβδομήντα εφτά», κι έδειξε τον εαυτό της. «Δεν θα το καταλάβεις πώς κυλάει. Άντε, φάε να πάρε δυνάμεις.»
Του είχε κάνει τηγανίτες με μέλι και καρύδια. Ο Στέφανος έφαγε, ήπιε και δυο κούπες τσάι, κι ετοιμάστηκε να κάνει ένα ζεστό μπάνιο με γεμάτη μπανιέρα. Αισθανόταν ωραία στο χωριό. Λιμάνι.
«Θα φτιάξεις κοτόσουπα;» τη ρώτησε πριν μπει.
«Καλοκαιριάτικα; Καλά, αρκεί να πιάσεις την κότα, γιατί εγώ…»
Βυθίστηκε στο νερό κι έκλεισε τα μάτια. Σκεφτόταν τις τρεις τελευταίες μέρες και τον πήρε ο ύπνος.
Δεν κατάλαβε πόση ώρα ήταν έτσι, όταν άνοιξε την πόρτα η γιαγιά του. Ποτέ δεν χτυπούσε, «τι να με ντραπείς εμένα;» του ‘λεγε.
«Τελειώνεις;» τον ρώτησε. «Μούλιασες τόση ώρα. Άιντε, σου ‘χω έκπληξη. Ήρθε η φιλενάδα σου. Τι όμορφη! Έμπουσα!»
Ξεπλύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Πώς τον είχε βρει; Μάλλον της είχε πει για τη Θάλαττα. Κι εκεί όλοι γνώριζαν τους πάντες.
Αισθανόταν αμφιθυμία. Απ’ τη μια ήθελε να την ξαναδεί, απ’ την άλλη ένιωθε εγκλωβισμένος. Χρειαζόταν λίγο προσωπικό χρόνο και χώρο. Θυμήθηκε τα λόγια της γιαγιάς του «να σε στρώσει». Δεν ήθελε να στρωθεί ακόμα.
Η Κατ με τη γιαγιά κάθονταν στην αυλή, κάτω απ’ τη μουριά. Κάτι της είχε πει εκείνη την ώρα κι η γιαγιά είχε ξεκαρδιστεί.
«Τι κορίτσι είν’ αυτό;» του είπε. «Γιατί την έκρυβες;»
Ο Στέφανος είχε ξεχάσει πόσο όμορφη ήταν. Πήγε και τη φίλησε.
«Δεν άντεχα άλλο μακριά σου», του είπε αυτή.
Έκατσαν να πιουν καφεδάκι. Η Κατ ακτινοβολούσε. Μίλησαν για το χωριό της, κάπου στη Θράκη, και τη δική της γιαγιά.
Η γιαγιά του Στέφανου πρότεινε να φάνε όλοι μαζί.
«Κάνει την καλύτερη κοτόσουπα στον κόσμο», είπε ο Στέφανος.
«Θέλω τη συνταγή», είπε η Κατ.
«Μαγειρεύεις; Ωραία. Όλο το μυστικό είναι στην κότα. Πρέπει να ‘ναι αλανιάρα, όχι του σούπερ, και μεγάλη, να τα ‘χει φάει τα ψωμιά της. Και να τη βράσεις αμέσως μετά το σφάξιμο.»
Σηκώθηκαν όλοι μαζί και πήγαν στην πίσω αυλή, όπου βοσκούσαν οι κότες. Του έδειξε ποια προοριζόταν για τη θυσία. Μια στρουμπουλή κόκκινη.
Δεν ήταν και τόσο εύκολο να την πιάσουν. Γελάσανε πολύ κυνηγώντας ‘την. Ήταν η τελευταία όμορφη στιγμή που έζησε με την Κατ.
«Φερ’ τη μου και πηγαίντε μπροστά, μη δείτε που τη σφάζω».
Ο Στέφανος αναγούλιαζε με τον αποκεφαλισμό την κότας. Το είχε δει μια φορά όταν ήταν μικρός κι είχε ξεράσει. Έτσι πάντα απέφευγε το θέαμα. Αλλά η Κατ είχε άλλη γνώμη.
«Δεν με πειράζει», είπε. «Από χωριό είμαι κι εγώ.»
Ο Στέφανος δεν τόλμησε να πει ότι εκείνον τον πειράζει. Έμεινε κοιτώντας δεξιά κι αριστερά.
Η γιαγιά κρατούσε την κότα απ’ τα πόδια. Εκείνη φτερούγιζε μάταια. Την ακούμπησε στο ξύλο και την πάτησε για να ηρεμήσει. Έπειτα έβγαλε το μαχαίρι που πάντα κουβαλούσε στην τσέπη της ποδιάς.
«Ζωή σε λόγου μας», είπε και της έκοψε τον λαιμό.
Το μαχαίρι ήταν στομωμένο -κι η γιαγιά στομωμένη απ’ τα χρόνια. Κόπηκε ο μισός λαιμός κι η κότα ξέφυγε. Θα μπορούσε να τρέχει για πολλά δευτερόλεπτα έτσι.
«Πιάστε ‘τη», φώναξε ο δήμιος.
Η κότα φτερούγισε προς τους επισκέπτες. Ο Στέφανος έκανε στην άκρη. Αλλά καθώς περνούσε δίπλα στην Κατ εκείνη τίναξε τα χέρια με ταχύτητα λίγο μικρότερη απ’ του φωτός, έπιασε με το ένα τη φτερούγα και με το άλλο το κεφάλι, που κόπηκε και της έμεινε στο χέρι. Αίμα την πιτσίλισε.
Ήταν αλλόκοτο θέαμα. Μια γυναίκα με φτιαγμένα νύχια και τακούνι, μακιγιαρισμένη και καλοντυμένη, να κρατάει στα χέρια μια κότα που σφάδαζε ακόμα κι αιμορραγούσε.
Στο πρόσωπο της ο Στέφανος είδε κάτι τόσο άγριο που έμεινε μ’ ανοιχτό στόμα. Τα φρύδια, τα μάτια, τα ρουθούνια, τα δόντια… Μια μάσκα μαινάδας.
Εκείνη γύρισε το κεφάλι της και τον κοίταξε για ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου έτσι, άγρια, σαν να ‘ταν κι εκείνος σφαχτό.
Έπειτα το πρόσωπο της γλύκανε. Πέταξε κάτω την κότα.
«Τι έκανα;» είπε σαν ηρωίδα σε αρχαία τραγωδία. Και ξεκίνησε να κλαίει.
Όταν την ηρέμησαν και πλύθηκε, τους εξήγησε ότι το έκανε αντανακλαστικά, χωρίς να σκεφτεί. Άκουσε τη φωνή της γιαγιάς κι άπλωσε τα χέρια.
«Δεν νομίζω ότι μπορώ να φάω απ’ αυτό το ζώο», είπε συντετριμμένη. «Με συγχωρείτε, κυρία Πόπη, αλλά…» Και βούρκωσε πάλι.
«Μη στεναχωριέσαι, παιδί μου, έτσι κι αλλιώς θα πέθαινε. Τη βοήθησες να μη βασανίζεται.»
Τελικά αποφάσισαν να φύγουν χωρίς να φάνε κοτόσουπα. Θα την ξεπουπούλιαζε και θα την έβαζε στο ψυγείο, να μαλακώσει, να την κάνει ψητή την Κυριακή.
Η Κατ αγκάλιασε την Πόπη καθώς φεύγανε.
«Είστε τόσο καλή. Σαν την καημένη τη γιαγιά μου.»
«Να προσέχεις το παιδί μου», της είπε εκείνη.
Η Κατ προχώρησε. Όταν ο Στέφανος φιλούσε τη γιαγιά, τον κράτησε λίγο πιο σφιχτά.
«Τι;» την ρώτησε στ’ αυτί.
Η γιαγιά κοίταξε την Κατ που έφευγε, κοίταξε τον εγγονό της.
«Δεν ξέρω», του ‘πε και πήγε στην κουζίνα της.
Κάτι την είχε ανησυχήσει.
Στην εξώπορτα η Κατ ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον θείο Αλέξη που γυρνούσε. Μαρμάρωσε που είδε μια τέτοια γυναίκα να βγαίνει απ’ το σπίτι του. Εκείνη ούτε καν τον είδε -όχι να του μιλήσει.
Μετά ο Αλέξης είδε τον Στέφανο να βγαίνει. Έδειξε τον κώλο της Κατ.
«Ρε αρχιδάκια (έτσι τον έλεγε από παιδί) τη γαμάς αυτήν;»
«Ή με γαμάει.»
Τον χτύπησε στον ώμο.
«Δεν σου αξίζει, αλλά μπράβο.»
«Πάντα με την καλή κουβέντα, θείε.»
Η Κατ είχε βάλει ήδη μπρος και περίμενε.
«Μήπως θες να οδηγήσω εγώ;» της είπε.
«Γιατί;»
«Αισθάνεσαι εντάξει;»
Έβαλε ταχύτητα κι έφυγαν σπινιάροντας. Αισθανόταν μια χαρά μάλλον.

Νόμισε ότι θα του μιλούσε για το περιστατικό με την κότα ή ότι θα του λεγε κάτι καλό για τη γιαγιά.
«Σου ‘χω μια έκπληξη στο σπίτι», του είπε εκείνη.
(Δυο τρία αποκεφαλισμένα πρόβατα;)
«Γι’ αυτό έλειπα το πρωί. Πήγα στην Πάτρα να τα πάρω. Δωράκι.»
«Ανυπομονώ», έκανε ο Στέφανος -χωρίς καθόλου ανυπομονησία.
«Άνοιξε το ντουλαπάκι», του είπε και του έπιασε το μπούτι.
Είχε μέσα δυο κουτιά χάπια. Βιάγκρα.
«Πλάκα μου κάνεις; Σου φαίνεται να ‘χω πρόβλημα;»
«Μην το βλέπεις σαν πρόβλημα. Συμβαίνει σ’ όλους τους άντρες.»
«Τι; Κάναμε σεξ τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Συνεχόμενα. Τι είμαι; Κάνας γέρος που δεν του σηκώνεται;»
«Στους νέους λειτουργεί καλύτερα. Δεν θα σου πέφτει καθόλου.»
Αυτό του ακούστηκε περισσότερο σαν απειλή. Μια λέξη του ‘ρθε στο μυαλό: Νυμφομανής. Η Κατ χρειαζόταν περισσότερους από έναν άντρα για να την ικανοποιήσουν -ίσως μια δεκάδα.
«Και γιατί πήγες στην Πάτρα;» είπε, μην ξέροντας τι άλλο να πει. «Στον Πύργο δεν πουλάνε βιάγκρα;»
Η Κατ γέλασε.
«Στην Πάτρα πήρα κάτι για σένα. Τα χάπια είναι δώρο για μένα.»
Είχαν μπει στον περιφερειακό του Πύργου. Ο Στέφανος δεν αισθανόταν πια ευλογημένος, κι ας είχε δίπλα τη γυναίκα των ονείρων του. Γιατί κάθε όνειρο, αν δεν μπορείς να ξυπνήσεις, γίνεται εφιάλτης.

Ανέβηκαν στο σπίτι.
«Κλείσε τα μάτια σου», του είπε.
Τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα.
«Περίμενε, μην τ’ ανοίξεις.»
Ευχόταν ν’ ανοίξει τα μάτια και να δει τα άπαντα του Τομ Ρόμπινς ή ένα playstation ή ένα ρομαντικό δείπνο με κεριά ή έστω ένα κουταβάκι (ζωντανό, όχι αποκεφαλισμένο).
Την άκουσε ν’ αλλάζει ρούχα.
«Μην κρυφοκοιτάς.»
Γάβγισμα σκύλου δεν ακούστηκε.
«Τώρα! Άνοιξε τα!» τον πρόσταξε.
Φορούσε ένα μαύρο κορμάκι από βινύλιο, που άφηνε τα βυζιά της έξω. Μαύρες μπότες ως το γόνατο απ’ το ίδιο υλικό και γάντια ως τον αγκώνα. Στο κεφάλι μισή μάσκα, που την έκανε να μοιάζει με την Κατγούμαν. Στο χέρι της κρατούσε ένα μαστίγιο ιππασίας.
Πάνω στο κρεβάτι ήταν ακουμπισμένος όλος ο κατάλογος sex-shop. Χειροπέδες απλές κι άλλες με μακριές αλυσίδες. Σχοινιά και δονητές σε διάφορα σχέδια και μεγέθη. Μαστίγια, τσιμπίδες, λάδια και διεγερτικά κι άλλα τόσα αντικείμενα που ο Στέφανος δεν μπορούσε -ή δεν ήθελε- να φανταστεί σε τι χρησίμευαν.
«Θέλεις να σε δέσω;» της είπε.
Η Κατ (γούμαν) χαμογέλασε και χτύπησε το μαστίγιο στην παλάμη της.
«Να με δέσεις;» Της φάνηκε πολύ αστείο. «Το αντίθετο.»
Ο Στέφανος έκανε ένα βήμα πίσω. Ωραία ήταν όλ’ αυτά να τα βλέπεις σε ταινίες. Αλλά η κατάσταση είχε γίνει κάπως… επικίνδυνη.
Η Κατ τον πλησίασε και τον φίλησε.
«Μην μ’ απογοητεύεις», του είπε. «Θα περάσουμε όμορφα. Θα σε κάνω να νιώσεις τόση ηδονή που δεν έχει νιώσει άλλος άντρας. Μόνο αφήσου κι απόλαυσε ‘το.»
Θα μπορούσε απλώς να τη σπρώξει, να βγει έξω και να γυρίσει στο χωριό. Τι θα του έκανε, θα τον έδενε μετά βίας; Αλλά δεν έφυγε.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Η Κατ τον έδεσε χειροπόδαρα απ’ τα κάγκελα και του έκλεισε τα μάτια με μια μάσκα. Τον φίλησε. Μέσα στο στόμα της είχε ένα χάπι.
«Κατάπιε ‘το» του είπε.
Έπειτα του έσκισε τα ρούχα και ξεκίνησε να τον αλείφει και να του κάνει μασάζ με λάδι.
Αν υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση, κι αν έχουν πύλες, περίπου εκείνη τη στιγμή ξεκίνησαν ν’ ανοίγουν για τον Στέφανο. Ταυτόχρονα.

Το φεγγάρι. Ολόγιομο. Να φαίνεται μέσα απ’ τα σύννεφα. Πιο κάτω η Αφροδίτη. Ο Άρης που είναι; Μπορεί να πήγε για κατούρημα.
Ο Στέφανος ξύπνησε κι ήθελε να κατουρήσει. Είδε το ταβάνι γεμάτο άστρα. Ήταν στην κρεβατοκάμαρα της Κατ. Πήγε να σηκωθεί. Ήταν δεμένος, ακόμα.
Το πρώτο που έκανε ήταν να σηκώσει το κεφάλι και να κοιτάξει χαμηλά. Είχε ακόμα τον πούτσο του στη θέση του. Αυτό ήταν μια καλή αρχή.
Τον πονούσε όλο του το σώμα. Το δέρμα, τα χέρια και τα πόδια, τ’ αρχίδια, ο κώλος του, ακόμα κι οι πατούσες.
Το μυαλό του ξεκίνησε να ρίχνει κονφετί απ’ όσα είχαν γίνει το προηγούμενο βράδυ. Ή μήπως ήταν δύο βράδια;
Χαλάρωσε κι απόλαυσε ‘το, του είχε πει η Κατ. Ο Στέφανος ένιωσε ότι τον είχε βιάσει.
Ξεκίνησε να χτυπιέται για να λυθεί. Αδύνατον. Την φώναξε. Καμία απόκριση. Μάλλον είχε πάει στην Πάτρα. Ν’ αγοράσει τι; Φλογοβόλο;
Έκατσε πίσω, πήρε βαθιά ανάσα. Ηρεμία. Η λύση είναι πάντα κοντά σου, αλλά δεν τη βλέπεις. Κοίταξε δεξιά. Είδε διάφορα. Κάτι από εκείνα πρέπει να είχε μπει στον κώλο του την προηγούμενη νύχτα.
Κοίταξε αριστερά. Άλλα τόσα. Και το λάδι του μασάζ.
Το άνοιξε με τα δόντια. Γέμισε με λάδι τον καρπό του αριστερού χεριού και γλίστρησε -με δυσκολία- απ’ τις δερμάτινες χειροπέδες.
Λύθηκε και στάθηκε όρθιος. Έπρεπε να φύγει. Το κορίτσι είχε πρόβλημα. Ή μπορεί εκείνος να μην ήταν αρκετά ανώμαλος. Αλλά έπρεπε να φύγει.
Τα ρούχα του ήταν κομματιασμένα στο πάτωμα. Άνοιξε την ντουλάπα. Ακόμα κι ένα κολάν θα του έκανε, αρκεί να ‘φευγε. Βρήκε μια φόρμα. Ήταν κοντή, αλλά του ταίριαζε.
Δίπλα είχε μπλουζάκια. Εκείνα ήταν μικρά. Έψαξε πιο πίσω και βρήκε ένα μεγαλύτερο. Το φόρεσε και του έκανε τέλεια, ακριβώς το νούμερο του.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη καθώς γυρνούσε για να φύγει. Και κοκάλωσε. Στράφηκε αργά και διάβασε τις λέξεις στον καθρέφτη:
«ΑΤΟΠΙΤ ΩΥΕΤΣΙΠ ΝΕΔ
ΑΤΟΠΙΤ ΑΙΜΑΒΟΦ ΝΕΔ
ΣΟΡΟΤΙΒΡΕΣ ΙΑΜΙΕ»
«Δεν φοβάμαι τίποτα. Δεν πιστεύω τίποτα. Είμαι σερβιτόρος.»
Ήξερε ποιος είχε πει αυτή τη φράση. Δεν ήταν ο Καζαντζάκης. Είχε τυπώσει το μπλουζάκι στην Κρήτη όπου δούλευε, κι η φράση ήταν δικής του έμπνευσης. Το μπλουζάκι αυτό ήταν μοναδικό. Και το είχε κάνει δώρο στον Στέργιο, πριν τρία χρόνια, όταν δούλευαν μαζί στο νησί.
Ντεζαβού! Έσκασε σαν έκρηξη στο μυαλό του. Το άρωμα της Κατ ήταν εκείνο που είχε μυρίσει στον Στέργιο, όταν τον ξαναείδε, λίγες μέρες προτού σκοτωθεί.
Έψαξε τριγύρω για όπλο. Έπιασε έναν μυτερό δονητή. Θα την κάρφωνε στην καρδιά μ’ αυτόν, αν την έβλεπε. Κοίταξε απ’ το μπαλκόνι πριν βγει έξω. Το alfa romeo giulietta, το αμάξι της, ήταν εκεί. Δεν είχε πάει μακριά.
Έβαλε τα παπούτσια του, αυτά δεν τα είχε κόψει, και βγήκε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Δεν είχε πορτοφόλι μαζί του. Ούτε κάρτα. Αν είχε λεφτά θα πήγαινε στον σταθμό του λεωφορείου και θ’ αγόραζε ένα εισιτήριο για-το-πιο-μακρινό-μέρος-που-μπορώ-να-πάω.
Τότε σκέφτηκε τη γιαγιά του. Έπρεπε να την προειδοποιήσει. Θυμήθηκε τον Συνεταιρισμό, το σούπερ μάρκετ απ’ όπου της αγόραζε σαπούνι. Πήγε εκεί, ήταν έξι τετράγωνα απόσταση. Στο πάρκινγκ βρήκε έναν συγχωριανό και γείτονα.
«Πας Θάλαττα;» του είπε.
«Να σε πάρω;»
«Ναι. Παρακαλώ.»
Στη διαδρομή άκουγαν καψουροτράγουδα τρίτης διαλογής.
«Έμπουσα», είπε ξαφνικά ο Στέφανος.
«Τι πράγμα;»
«Έμπουσα. Το ‘χεις ξανακούσει; Έμπουσα.»
«Έμπουσες ξέρω. Τι μου θύμισες τώρα. Μας το ‘λεγε η προγιαγιά μας για να μας τρομάζει.»
«Τι σας έλεγε;»
Απ’ το ραδιόφωνο ακουγόταν κάποιος να τραγουδάει: «Θα πεθάνω για σένα, που δεν είσαι με μένα, έγιναν όλα ξένα, σαν παιδί πριν τη γέννα.»
«Ήταν κάτι σαν νεράιδες. Και σαν τέρατα. Οι πιο όμορφες γυναίκες που σε κάνουν κομμάτια. Σαν τους μύθους του Αισώπου, ξέρεις, αλληγορίες. Μην μπλέξεις μ’ όμορφη γυναίκα, θα σε φάει και τέτοια. Καταλαβαίνεις;»
«Καταλαβαίνω», έκανε ο Στέφανος. «Δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο καταλαβαίνω.»
«Α, καψούρης είσαι κι εσύ», είπε ο χωριανός και δυνάμωσε το ραδιόφωνο.
Έκαναν τον υπόλοιπο δρόμο χωρίς να μιλάνε, ακούγοντας προβλέψιμες ρίμες.

Στο σπίτι δεν ακουγόταν η τηλεόραση. Αυτό τον ανησύχησε. Η γιαγιά δεν την έκλεινε ούτε όταν έβγαινε έξω. Την είχε πάντα ανοιχτή, εκεί ψηλά, δίπλα στο εικονοστάσι.
Ήταν σκοτεινά. Πάτησε τον διακόπτη. Τίποτα. Διακοπή ρεύματος ή καμιά ασφάλεια. Αυτό εξηγούσε τη σιγή. Πήγε στην κουζίνα, στο σαλόνι, κοίταξε στην αυλή. Κανένας. Πλησίασε την πόρτα του μπάνιου. Ακουγόταν νερό να τρέχει. Χτύπησε, μίλησε, άνοιξε.
Απέναντι απ’ την πόρτα, μέσα στη γεμάτη μπανιέρα, ήταν ο θείος του, νεκρός αλλά χαμογελαστός.
«Δεν ήσουν καλό παιδί», άκουσε τη φωνή της Κατ πίσω του. Δεν γύρισε. «Θα σε τιμωρήσω γι’ αυτό.»
«Τον σκότωσες», της είπε. Κοιτούσε την πόρτα στα αριστερά. Αν άρχιζε να τρέχει;
«Ούτε που τον ακούμπησα. Τους σιχαίνομαι τους κούφιους. Δεν έκανε όνειρα, δεν είχε ζωή. Πώς να σκοτώσεις έναν νεκρό; Τον βοήθησα μόνο, να έχει έναν ωραίο θάνατο.»
Είχε μπει στο σπίτι και τον βρήκε να κάθεται στον καναπέ, μίζερος όπως πάντα. Του είπε ότι ήθελε να τη γαμήσει. Εκείνος σηκώθηκε κι έκανε να της ορμήσει. Του είπε ότι βρωμάει.
«Θέλω να μπούμε μαζί στην μπανιέρα.»
Γδύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι άνοιξε τη βρύση. Τον πρόσταξε να ξαπλώσει στο νερό και ν’ αυνανιστεί.
«Θα σου χορέψω.»
Υπήρχε ένα ραδιόφωνο στη πρίζα, δίπλα στον καθρέφτη. Το ακούμπησε στην μπανιέρα κι έβαλε μουσική. Χόρευε, χωρίς να βγάλει τα ρούχα της. Εκείνος αυνανιζόταν. Μόλις ξεκίνησε να χύνει το ραδιόφωνο έπεσε στο νερό.
«Και τώρα θα σκοτώσεις κι εμένα;» τη ρώτησε ο Στέφανος.
«Δεν σκοτώνω. Μόνο ηδονή προσφέρω. Ατυχήματα συμβαίνουν. Το 80% των οικιακών ατυχημάτων συμβαίνουν στο μπάνιο.»
«Ο Στέργιος δεν σκοτώθηκε στο μπάνιο», είπε ο Στέφανος και γύρισε. Η Κατ είδε την μπλούζα του.
«Δική του είν’ αυτή;»
«Τη βρήκα στην ντουλάπα σου.»
«Καλός ήταν ο Στέργιος, δυνατός. Κρίμα που δεν πρόσεχε με τη μηχανή του.»
Η Κατ κοίταξε το ρολόι της.
«Καλύτερα να φύγουμε τώρα, πριν γυρίσει η γιαγιά σου, δεν συμφωνείς; Δεν μπορώ τα κλάματα.»
«Κι αν δεν έρθω;»
Η Κατ δεν του απάντησε. Μόνο τον κοίταξε μ’ εκείνο το προσωπείο μαινάδας. Η άρνηση δεν ήταν στις επιλογές. Τότε ακούστηκε απ’ έξω ο σκύλος να κλαίει. Η Πόπη επέστρεφε.
«Πού είναι τ’ αυτοκίνητο; Δεν το είδα όταν…»
«Στο πίσω δρόμο. Μπορώ να προβλέψω τις κινήσεις σου, μικρέ μου. Πάμε τώρα;»
Προχώρησε εκείνος μπροστά. Φαντάστηκε τη γιαγιά του να μπαίνει στο σπίτι.
«Αλέξη, γιατί μου έκλεισες την τηλεόραση;»
Αλλά ο Αλέξης είχε προβλήματα με το ραδιόφωνο.

«Τι κερδίζεις απ’ αυτό;» την ρώτησε στο αυτοκίνητο. «Γιατί το κάνεις;»
«Ό,τι κερδίζουν όλοι: Ζωή. Γιατί το κάνω; Είναι η φύση μου.»
Ο Στέφανος θυμήθηκε τον μύθο με τον σκορπιό και τον βάτραχο. Ήταν στη φύση του σκορπιού να τον κεντρίσει. Σκέφτηκε να τη ρωτήσει για τις Έμπουσες. Όμως προτίμησε να κρατήσει αυτό το χαρτί κρυφό. Γιατί πλησίαζαν στο σπίτι της κοκκινοσκουφίτσας.
Λίγο έξω απ’ τη Θάλαττα, δίπλα στον δρόμο, υπήρχε ένα πολύ παλιό σπίτι, ερειπωμένο.
Όταν ήταν παιδιά και πήγαιναν στο χωριό ο πατέρας τους έλεγε ότι αυτό ήταν το σπίτι της κοκκινοσκουφίτσας. Και το είχαν πιστέψει. Μέχρι που μεγάλωσαν και σταμάτησαν να πιστεύουν στους μύθους, στα παραμύθια και στον Άι Βασίλη.
Το σπίτι της κοκκινοσκουφίτσας ήταν στην κορυφή ενός λόφου. Ο δρόμος που περνούσε από μπροστά ήταν ανηφορικός κι είχε μια στροφή 180 μοιρών, επικίνδυνα κλειστή. Δύο εκκλησάκια είχαν τοποθετηθεί εκεί με τα χρόνια, τρεις άνθρωποι είχαν σκοτωθεί.
Ήταν αδύνατον να στρίψεις -και να επιζήσεις- τρέχοντας με περισσότερα από είκοσι χιλιόμετρα. Πίσω απ’ το σπίτι της κοκκινοσκουφίτσας υπήρχε ρεματιά και το δάσος. Ο Στέφανος θυμόταν αυτό. Έπρεπε να την αποσπάσει την προσοχή.
«Το κάνεις μόνο σε άντρες;» τη ρώτησε.
«Κυρίως. Οι γυναίκες είναι πιο δύσκολες. Αλλά όταν πετυχαίνει αξίζει. Ο οργασμός της γυναίκας έχει δέκα φορές περισσότερη ενέργεια. Πίστεψε ‘με, τα ‘χω ζήσει και τα δυο.»
Γέλασε αυτάρεσκα ακριβώς τη στιγμή που έφτασαν στο σπίτι της κοκκινοσκουφίτσας. Έκοψε απότομα ταχύτητα για να μείνει στον δρόμο.
Ο Στέφανος ετοιμάστηκε. Θυμήθηκε αυτό που του είχε πει, ότι μπορούσε να προβλέψει όλες του τις κινήσεις.
«Πρόβλεψε αυτό, σκύλα», είπε από μέσα του κι άνοιξε την πόρτα.
Πήδηξε έξω. Έκανε δυο τούμπες. Έπειτα σηκώθηκε κι έτρεξε προς το ρέμα. Πίσω του άκουσε φρένα να παγώνουν, ρόδες να στριγγλίζουν, και το γδούπο από μια Ιουλιέτα που πέφτει πάνω σε δέντρο.
Ευχήθηκε να είχε σκοτωθεί, αλλά πήγαινε πολύ αργά. Άκουσε την Κατ να ουρλιάζει -κι αυτό δεν ήταν ουρλιαχτό ανθρώπου.
Ο Στέφανος πήδηξε στο ρέμα. Κουτρουβάλησε πενήντα, μπορεί κι εκατό μέτρα. Μόλις πάτησε στα πόδια του ξεκίνησε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα στο δάσος.
«Ότι θα με κυνηγάνε οι θαυμάστριες…»
Άκουσε πίσω του δέντρα να σπάνε και καλπασμό. Αυτό που τον κυνηγούσε δεν ήταν μια υστερική γκρούπι. Ήταν κάτι πολύ μεγαλύτερο -και σίγουρα πολύ πιο επικίνδυνο.
«Run like hell», είπε κι εκτοξεύτηκε.
Έκανε το καλύτερο κατοστάρι του. Ίσως να ήταν και ολυμπιακό ρεκόρ. Αλλά είναι διαφορετικό να τρέχεις για να κερδίσεις μετάλλιο, κι άλλο να τρέχεις για να γλιτώσεις τη ζωή σου. Βοηθούσε και το κατηφορικό έδαφος.
Βγήκε απ’ το δάσος, σ’ ένα ξέφωτο, που δεν ήξερε ότι υπήρχε. Ήταν η ξύλινη παράγκα ενός βοσκού. Εκείνος είχε ακούσει τα φρένα, τη σύγκρουση και βγήκε να δει.
Είδε τον Στέφανο να τρέχει καταπάνω του.
«Τρέξε!» του φώναξε.
Δίπλα στον βοσκό ήταν δυο τσομπανόσκυλα, σε μέγεθος μικρού γαϊδάρου. Γάβγιζαν αγριεμένα, έτοιμα να επιτεθούν στον δρομέα με την πρώτη εντολή του αφέντη τους.
«Τρέξε, γαμώτο», είπε ο Στέφανος που τον πλησίαζε.
Ο βοσκός μόνο τον κοιτούσε και τα σκυλιά γάβγιζαν. Έπειτα ο Στέφανος είδε στο πρόσωπο του βοσκού τον τρόμο. Αυτό που τον κυνηγούσε βγήκε απ’ τα δέντρα κι όρμησε προς την παράγκα.
Ο βοσκός γούρλωσε τα μάτια κοιτώντας πάνω απ’ τον ώμο του Στέφανου. Τα σκυλιά το βούλωσαν.
Ο Στέφανος πέρασε σαν σφαίρα δίπλα απ’ τον βοσκό που δεν είχε κουνήσει.
«Παναγίτσα μου», τον άκουσε να λέει.
Έκανε άλλα είκοσι μέτρα -σε τρία ή τέσσερα δευτερόλεπτα- και καθώς πήγε ν’ αλλάξει πορεία για να παρακάμψει την παράγκα γλίστρησε σε κοπριές κι έπεσε. Κι έκανε το λάθος να κοιτάξει πίσω.
Μέσα απ’ τα δέντρα δεν είχε βγει η Κατ, αυτό το ήξερε. Αλλά του ήταν αδύνατον να πιστέψει αυτό που είδε. Ήταν έντομο, αλλά μεγάλο σαν δύο άντρες -σαν δυο ψηλούς άντρες.
Ήταν ένα τερατώδες αλογάκι της Παναγίας. Αλλά σίγουρα δεν ήταν αλογάκι και σίγουρα δεν είχε καμία σχέση με την Παναγία.
Ο βοσκός μόνο τότε πήγε να φύγει. Η Έμπουσα έπεσε πάνω του κι έκοψε το κεφάλι του με τα σαγόνια της. Τα τσομπανόσκυλα, πιστά μέχρι θανάτου, της όρμησαν και τη δάγκωσαν στα πόδια. Η Έμπουσα σήκωσε το πριονωτό άκρο και τα διαπέρασε. Σουβλάκι χοτ ντογκ.
Κούνησε τις κεραίες της προς τον Στέφανο που είχε σταθεί όρθιος. Έμεινε ακίνητος. Είχε δει κάποτε, ίσως όταν ήταν παιδί, ότι τα έντομα κυνηγούν κινούμενους στόχους. Δεν μπορούν να εντοπίσουν κάτι ακίνητο.
Έμεινε μόνο ν’ ανασαίνει. Η Έμπουσα έκανε δυο βήματα και σταμάτησε. Τον έψαχνε. Μετά ξεκίνησε ν’ αλλάζει. Συμπυκνώθηκε, μεταμορφώθηκε. Έγινε η Κατ, γυμνή, έτσι όπως την έπλασε ο διάολος -γιατί ο θεός ποτέ δεν θα έφτιαχνε κάτι τόσο σεξουαλικό.
«Χειροτερεύεις την κατάσταση. Αυτόν τον χρεώνεσαι εσύ», είπε κι έδειξε τον νεκρό πίσω της.
Ο Στέφανος δεν απάντησε. Τι να πει; Αλλά σκέφτηκε ότι θα προτιμούσε να τον σκοτώσει η Κατ, παρά η Έμπουσα. Θα ήταν πιο ηδονικό.
«Το αδύνατο σημείο της. Η φύση της», του ήρθε ξαφνικά.
Κατέβασε τη φόρμα και ξεκίνησε ν’ αυνανίζεται. Τα μάτια της γυάλισαν.
«Σωστή απόφαση», του είπε. «Καλύτερα να πεθάνεις χύνοντας, παρά τρέχοντας.»
«Βοήθησε με», της είπε.
«Με θες ακόμη.»
Κόλλησε πάνω του το σώμα της. Ο Στέφανος ένιωσε να ερεθίζεται. Ο πούτσος του δεν είχε καταλάβει τίποτα απ’ όσα είχαν γίνει; «Οι άντρες είστε πιο εύκολοι.»
Τον χάιδεψε για λίγο με το χέρι της. Έπειτα του ‘πε στ’ αυτί: «Θα το απολαύσεις ως το τέλος.» Κι έσκυψε.
Καθώς τον έγλειφε, ο Στέφανος κατάλαβε τη συνέχεια. Μόλις θα έχυνε θα του τον έκοβε με μια δαγκωνιά. Αλλά το έκανε τόσο καλά.
Έκανε ένα βήμα πίσω. Η πλάτη του ακούμπησε στην παράγκα. Έκλεισε τα μάτια. Τέρμα το τρέξιμο. Ήθελε μόνο να τελειώσει. Και να τελειώνει.
Το φεγγάρι ολόγιομο. Η Αφροδίτη στον ουρανό παραδίπλα.
(Σκότωσέ την)
Τι ωραία που είναι έτσι όπως
(Σκότωσέ την! Κοίτα στ’ αριστερά σου!)
Άνοιξε λίγο τα μάτια και κοίταξε αριστερά. Εκεί, στον τοίχο της παράγκας, ήταν κρεμασμένο σε καρφί ένα δρεπάνι. Η φωνή ακούστηκε ξανά στο κεφάλι του.
(Σκότωσέ την. Σκότωσέ την, τη σκύλα.)
Είδε και το πρόσωπο αυτού που μιλούσε. Ήταν ο Στέργιος.
Άπλωσε το αριστερό χέρι κι έπιασε το δρεπάνι. Η Κατ το κατάλαβε, είδε την κίνηση, κι έκανε να σηκωθεί. Της το ‘φερε στον λαιμό.
Εκείνη πρόλαβε να σηκώσει το χέρι. Της το ‘κοψε και το δρεπάνι χώθηκε ως τη μέση του λαιμού της. Έπεσε κάτω κι άρχισε να μεταμορφώνεται σε Έμπουσα.
Ο Στέφανος έπιασε το δρεπάνι με τα δυο του χέρια και τη χτύπησε όσο πιο δυνατά μπορούσε φωνάζοντας: «Ψόφα, γαμημένο έντομο, ψόφα!»
Την έκοψε τον λαιμό με την τρίτη. Η αποκεφαλισμένη Έμπουσα συνέχισε να κουνιέται σπασμωδικά για λίγο ακόμη. Μετά σταμάτησε.
Ο Στέφανος, γεμάτος αίμα και πράσινα υγρά, έπεσε κάτω. Κοίταξε και είδε ότι του ήταν ακόμα σηκωμένη. Πήγε να γελάσει, αλλά κατέληξε να κλαίει.

Η αστυνομία μάζεψε τα πτώματα του βοσκού, των σκύλων και της Έμπουσας. Σε διαφορετικές συνθήκες δεν θα πίστευαν τον Στέφανο, άλλα έχοντας εκείνο το πράγμα στα χέρια τους πείστηκαν.
Δεν ανακοινώθηκε πουθενά, για ν’ αποφύγουν τον πανικό και γιατί δεν ήξεραν τι να πουν. Ο βοσκός είχε σκοτωθεί σε ατύχημα.

Ένα χρόνο μετά ο Στέφανος καθόταν με τη γιαγιά του και καθάριζαν φασολάκια.
«Τι έγινε εκείνο το κορίτσι;» ρώτησε κάποια στιγμή.
«Ποιο κορίτσι;»
«Ξέρεις. Η όμορφη. Δεν την ξανάδα από…»
«Παραήταν όμορφη», είπε ο Στέφανος. «Εγώ θέλω να βρω ένα κορίτσι που να ‘χει περιεχόμενο, όχι μόνο εξώφυλλο.»
«Ν’ αγαπιέστε, αυτό έχει σημασία», είπε η γιαγιά.
«Ναι, συμφωνώ. Η Κατ ήταν ωραία, αλλά μάλλον δεν μ’ αγάπησε ποτέ.»
«Θα ‘ρθουνε κι άλλες», του είπε η γιαγιά.
«Αυτό φοβάμαι», έκανε ο Στέφανος. «Μην έχει σίκουελ.»
Και συνέχισαν να καθαρίζουν φασολάκια στην αυλή.

Pages