Η προσωπική αυτοεκτίμηση - Point of view

Εν τάχει

Η προσωπική αυτοεκτίμηση






Μια παράδοξη διαπίστωση είναι ότι η αυτοεκτίμηση αντιστρατεύεται την αντικειμενική πραγματικότητα. Τα άτομα που θεωρούν τον εαυτό τους ωραίο, δημοφιλή, ευφυή, κοινωνικό, ηθικό σε τίποτα δεν διαφέρουν, ως προς την κατοχή αυτών των γνωρισμάτων, από τα αυτά, που διατείνονται ότι δεν έχουν αυτές τις ιδιότητες.


Το οξύμωρο επιτείνεται από την συνειδητοποίηση ότι τα χαρακτηριστικά αυτά, αν καλλιεργηθούν, δεν αυξάνουν στο ελάχιστο την αυτοεκτίμηση των ανθρώπων. Ακόμα και όσοι ανήκουν σε περιθωριοποιημένες ομάδες, όπως οι μειονότητες, οι πένητες, οι δυσπλασικοί, οι ηλικιωμένοι μπορούν να έχουν εξίσου υψηλή αυτοεκτίμηση με τους ευνοημένους του κόσμου τούτου. Η μόρφωση, ο πλούτος, η σταδιοδρομία είναι ανεξάρτητες από την αυτοεικόνα και εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε πηγή δυστυχίας, όσο και ευτυχίας.


Καμία ιδιότητα δεν είναι θετική ή αρνητική από μόνη της, αλλά όλες εξίσου μετέχουν του αγαθού και του κακού, ανάλογα με το ανθρώπινο κριτήριο. Η αρετή, η σωφροσύνη, η πίστη και η αγάπη είναι ουσίες, όχι χαρακτηριστικά, και γι’ αυτό παραμένουν σταθερές, αναλλοίωτες και αιώνιες.


Οι μηχανισμοί άμυνας διαδραματίζουν και στην περίπτωση αυτή καταλυτικό ρόλο. Ένα ελκυστικό άτομο ενδεχομένως να θεωρεί ότι προσελήφθη σε μια επιχείρηση, εξαιτίας της ομορφιάς του, παρά για τις ικανότητές του και ένα μη ελκυστικό να πιστεύει ότι δεν πήρε τη θέση, εξαιτίας της ασχήμιας του. 

Εν ολίγοις, η αυτοεκτίμηση είναι ανεξάρτητη από την πραγματικότητα, επειδή η δεύτερη δεν επηρεάζει καθόλου το πώς αισθάνεται κάποιος για τον εαυτό του. Αληθεύει εξίσου, όμως, και το γεγονός ότι η αυτοεκτίμηση συσχετίζεται απόλυτα με τον τρόπο, που κάποιος βιώνει την πραγματικότητα, άσχετα από το αληθές ή ψευδές των αντιλήψεών του.


Οι άνθρωποι με υψηλή αυτοεκτίμηση πιστεύουν ότι είναι πετυχημένοι και αποδεκτοί, είτε αυτό συμβαίνει είτε όχι. Έχουν την πεποίθηση πως αξίζουν την αγάπη, ακόμα κι αν οι πράξεις τους καταδεικνύουν το αντίθετο. Υπερτιμούν τις θετικές πλευρές της προσωπικότητάς τους και υποτιμούν τις αρνητικές ή δεν τις συνειδητοποιούν καν. 

Τα εξωτερικά αδιαμφισβήτητα γεγονότα λίγη επίδραση έχουν στην αυτοαξιολόγησή τους. Όλα φανερώνουν ότι μια εσωτερική δυναμική εξιλεώνει τα μειονεκτήματα, πολλαπλασιάζει τα προτερήματα και τους κάνει να μην παραιτούνται, ακόμα και αν μια υπόθεση είναι χαμένη . Πηγή της αυτοεκτίμησης είναι η ίδια η αυτοεκτίμηση.


Τα άτομα με υψηλή αυτοεκτίμηση μπορούν να χωριστούν σε δυο κατηγορίες: σε αυτά, που το ποιόν της ζωής τους, οι ικανότητες, οι πράξεις και ο τρόπος που πολιτεύονται, συνηγορούν στο αυξημένο αυτοσυναίσθημα, στην αποφασιστικότητα, στη σιγουριά και στην αυτοπεποίθηση, και σε εκείνα, που η πλειονότητα των ιδιοτήτων τους καταδεικνύει ημιμάθεια, επιπολαιότητα, λανθασμένη λήψη αποφάσεων, πλημμελή διαχείριση προβλημάτων, αλλά που, παρά τις ενδείξεις και τις συγκρούσεις με τον κοινωνικό περίγυρο, η αυτοεκτίμησή τους έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη.


Η πρώτη ομάδα αποτελείται από ανθρώπους χαμηλών συνήθως τόνων, μετριόφρονες, καλλιεργημένους, που προκρίνουν τις πράξεις από τα λόγια, με επίγνωση των δυνατοτήτων και των ορίων τους. Το κυριότερο χαρακτηριστικό τους είναι η ανεκτικότητα και η βεβαιότητα στις επιλογές τους, που αντικατοπτρίζει την εσωτερική ισορροπία και εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, η οποία ποτέ δεν νοθεύεται από τη μισαλλοδοξία της έπαρσης και του ναρκισσισμού. Είναι ανοιχτοί προς τους ανθρώπους, δημοφιλείς, συναναστρέφονται με ευκολία άτομα από ετερογενή περιβάλλοντα, επιδεκτικοί στα νέα ερεθίσματα και τις προκλήσεις.


Το πιο επικίνδυνο είδος ανθρώπων είναι αυτό που εντάσσεται στην δεύτερη ομάδα. Ανασφαλείς, μειονεκτούντες, στερούμενοι αυτογνωσίας κατάφεραν, κινητοποιώντας όλους τους αμυντικούς μηχανισμούς και τις θετικές ενισχύσεις από ένα αναξιοκρατικό σύστημα, να μεταλλάξουν σε ανεδαφική και αστήρικτη αυτοεκτίμηση την ανεπάρκειά τους και να καταλάβουν θέσεις σε μια κοινωνία, που δρα ως λίπασμα στις επιδιώξεις, τις ακόρεστες ορέξεις και τις θελήσεις των επιδειξιών. Πιστεύουν ακράδαντα ότι είναι ξεχωριστοί, χωρίς ποτέ πραξιακά να μπορούν να αποδείξουν γιατί, και αν κάποτε απειληθούν οι ιδιότητές τους, επιτίθενται με μένος κατά των δύστηνων αμφισβητιών.


Η προσωπικότητά τους έχει καθηλωθεί στο νηπιακό στάδιο ανάπτυξης, κατά το οποίο όλες τους οι ανάγκες έχρηζαν άμεσης ικανοποίησης από τους κηδεμόνες, χωρίς ανταπόδoση ή ανταλλάγματα. Στην ενήλικη ζωή παρουσιάζουν ως μοναδικά και δυσεύρετα τα όποια χαρίσματα τους, προσκολλώνται ασφυκτικά σε όποιον τους συναναστρέφεται, τον απομυζούν και όταν δεν έχει πια τίποτα να τους προσφέρει, τον εγκαταλείπουν δημιουργώντας συγκρουσιακές καταστάσεις ή εξευτελίζοντας την αξιοπρέπειά του. Τα άτομα αυτά κυριολεκτικά τρέφονται με τις ψυχικές αντοχές των ‘σωτήρων’, που τα προσεγγίζουν με σκοπό να τα αλλάξουν, να τα προστατέψουν ή να τα υποτάξουν.


Οι σχέσεις τους σε όλα τα επίπεδα- εργασιακό, συναισθηματικό, οικογενειακό, κοινωνικό- επαναλαμβάνουν το μοτίβο αυτό, σαν μια μορφή εκδίκησης προς τη γονεική εξουσία, που δεν είχε δείξει ενδεχομένως την απαιτούμενη αποδοχή ή ενίσχυε την αχαριστία των παιδιών με το να παρέχει ανενδοίαστα υποστήριξη, χωρίς να μεταλαμπαδεύει παράλληλα την αίσθηση του καθήκοντος και των υποχρεώσεων. Οι γονείς αυτοί υστερούσαν στον επιμερισμό της ευθύνης, εξιδανίκευαν τις ικανότητες των παιδιών και απέδιδαν σε εξωτερικούς παράγοντες τις αποτυχίες τους.


Πολλοί θα συμπέραιναν ότι το ακριβώς αντίθετο ισχύει για τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Ότι δηλαδή, οι αρνητικές αυτοαξιολογήσεις εκμηδενίζουν την εικόνα του εαυτού και καταπνίγουν την δράση. Στην πραγματικότητα δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν συναίσθηση της αξίας τους, γνωρίζουν καλά ότι είναι ικανοί, ότι μπορούν να δώσουν πολλά σε μία σχέση, ότι δεν είναι ανάξιοι της προσοχής και της στοργής. Λοιδορούν, όμως, συχνά τους υπόλοιπους ότι δεν διαβλέπουν αυτά τους τα προσόντα, ότι λόγω των συνθηκών η εσωτερική τους δύναμη λανθάνει της εκδήλωσης και ότι ανήκουν σε μια ιδιαίτερη κοινότητα ανθρώπων, που ενώ έχουν πολλά να προσφέρουν, καθηλώνονται, επειδή είναι εκτός εποχής και τα συναισθήματά τους ακατάληπτα για τους πολλούς.


Ο εγωισμός, που υποβόσκει και η ψυχική φιλαυτία είναι φανερή. Η ακύρωση της δράσης επιδιώκεται με μόνο σκοπό να προστατεύσει το υπερτροφικό, αλλά εγκλωβισμένο εγώ. Ο κίνδυνος της αποτυχίας και της απόρριψης μειώνεται, όσο κάποιος δεν εκτίθεται στα κοινωνικά δρώμενα και το τίμημα της απραξίας εξαργυρώνεται με την συμπαράσταση και προσοχή των άλλων. Αλλά κι αν δεν συμβεί αυτό η λύση προβάλλει εξιλαστήριος. Η δράση και η ενεργητική συμπεριφορά εκδηλώνεται, μόνο εάν υφίσταται ο συνδυασμός τριών προυποθέσεων: των θετικών προσδοκιών, της εμπιστοσύνης στις ικανότητες του ατόμου και του απολογισμού των κερδών που θα προκύψουν, εάν ο στόχος επιτευχθεί.


Είναι πολύ εύκολο γι’ αυτούς, που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση να πλήξουν ό,τι θα τους κοστίσει λιγότερο, την αξία του στόχου. Με εκλογικεύσεις και αρνήσεις, που αγγίζουν τα όρια της ψυχοπαθολογίας εξευτελίζουν την πηγή του μηνύματος, δεν μπορούν να προσάψουν εννοιολογικό περιεχόμενο στις ελπίδες τους, υποβιβάζουν την χρηστικότητα των κοινωνικών και προσωπικών επιτευγμάτων και υψώνουν τείχη ανάμεσα στους εαυτούς τους και στις προκλήσεις της ζωής.


Εν μέρει συνυπεύθυνος για την αποφυγή πρωτοβουλιών και την ανάληψη δράσης είναι η διαχείριση του πόνου, που συνεπάγεται η αποτυχία. 






 Η αυτοεκτίμηση δρα ως παραισθησιογόνος ουσία, σε όσους την διαθέτουν σε υπερτροφική μορφή. Οι αποτυχίες δεν τους πτοούν, γιατί είναι ανήμπορες να επηρεάσουν την ήδη δημιουργημένη αυτοεικόνα. Η παρακαταθήκη των δικαιολογιών ανεξάντλητη και επιστρατεύεται για την προστασία του απειλουμένου. Κάθε στόχος, που δεν επιτυγχάνεται είτε παρακάμπτεται είτε επαναπροσδιορίζεται Τα πάντα υποθάλπουν και συνηγορούν στην σταθερότητα του εγώ.


Αν τελικά η προσδοκία δεν γίνει εφικτή, η αυτοεκτίμηση δεν αλλοιώνεται, ούτε τίθεται εν αμφιβόλω η προσωπική αξία. Νέες επιδιώξεις εμπνέουν τη δράση και καινούριοι σκοποί αναπτερώνουν το ηθικό. Ο πόνος με δεξιοτεχνία διοχετεύεται στην αισιοδοξία και η αυτοεκτίμηση αλώβητη διαιωνίζει τον εαυτό της. Είναι η ίδια τακτική με αυτή των ατόμων με χαμηλή αυτοεκτίμηση, ταυτόσημοι οι αμυντικοί μηχανισμοί, με μία μόνο διαφορά: την αντιμετώπιση της οδύνης. 

 Οι τελευταίοι είναι ανίκανοι να την υποφέρουν και οι συνέπειές της είναι αποσταθεροποιητικές για ένα εγώ, που πάντα βρισκόταν οχυρωμένο στα χαρακώματα της ατολμίας και της απομόνωσης. Αν κάτι τρέμουν, όσοι τον εαυτό τους δεν εκστασίασαν με την ψευδαίσθηση της αυτοεκτίμησης, είναι να τον παρουσιάσουν άοπλο μπροστά στην πραγματικότητα. Δεν είναι η έλλειψη της εμπιστοσύνης στις ικανότητές τους, που τους τρομοκρατεί, αλλά η πιθανότητα της αποτυχίας και το άλγος, που συνεπάγεται.


Είναι προφανές ότι η αυτοεκτίμηση, αν και είναι ενιαία ως έννοια, δεν εκδηλώνεται πάντα με την ίδια μορφή και ένταση. 

 Παρόλο που το άτομο έχει μια σφαιρική αντίληψη γι’ αυτήν, δεν φαίνεται ότι μπορεί να την χρησιμοποιήσει σε όλο το φάσμα των συμπεριφορών και σε όλες της πτυχές των δραστηριοτήτων του. Σε μερικούς τομείς παρουσιάζεται σίγουρο για τον εαυτό του, με μεγάλη αυτοπεποίθηση και υψηλή αυτοεκτίμηση, ενώ σε άλλους οι ανασφάλειες επικρατούν και μειώνουν την αυτοκυριαρχία.


Κάποιος που είναι δυναμικός, διεκδικητικός, τολμηρός και επιτυχημένος επιχειρηματίας δεν είναι απαραίτητο να θεωρεί ότι διαθέτει τα ίδια προσόντα στις κοινωνικές σχέσεις. Πολλές φορές, μάλιστα, η αντίθεση αυτή οφείλεται σε μηχανισμούς άμυνας. Η υπεροχή σε έναν κλάδο μπορεί άριστα να καλύπτει τη νομιζόμενη μειονεξία σε κάποιον άλλο. Ενδεχομένως, αυτό να συσχετίζεται με τις ενισχύσεις, που έχει δεχτεί το άτομο, τη συχνότητα εμφάνισης μιας συμπεριφοράς, την ύπαρξη καταλυτικών παραγόντων, όπως οι προσωπικές προτεραιότητες και οι αυτοπροσδιορισμοί.


Τελικά, ίσως είναι ανώφελο να διαχωρίζουμε τους ανθρώπους σε αυτούς, που διαθέτουν υψηλή αυτοεκτίμηση και σε αυτούς, που δεν κατέχουν την ιδιότητα. Η ψυχοθεραπεία θα επιτελεί καλό έργο, αν αντί, βασιζόμενη σε αυτήν τη διχοτομική διάκριση, να προσπαθεί να αυξήσει συνολικά την αυτοεκτίμηση, έδινε έμφαση στην μεταφορά, επέκταση και γενίκευση των ικανοτήτων από το ένα σύστημα στο άλλο και αν έφερνε στο φως τις συνθήκες , που εμποδίζουν να γίνει αυτό.


Σε όλο της το μεγαλείο διαφαίνεται στη λειτουργία της αυτοεκτίμησης η συγκάλυψη του υπαρξιακού πόνου, που ταλανίζει την ανθρωπότητα από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας της. Η αυτοαντίληψη δεν είναι παρά ένα ψηφιδωτό, που με τα κομμάτια του πειράται να εξωραΐσει την αγωνία των αναπάντητων ερωτημάτων για το ‘είναι’ και το ‘μηδέν’, για το ‘ον’ και το ‘μη ον’,που συντροφεύουν την πλάση,σαν απρόσκλητοι συνοδοιπόροι στο απροσδιόριστο της πορείας της.


Μέσα από εσχατολογικές καταστάσεις, όπως ο θάνατος, η ασθένεια, η οδύνη, ο ευτελισμός, η μοναξιά, η απελπισία, παρουσιάζονται αποσπάσματα από την αλήθεια και σκηνές από ένα θεατρικό έργο με ηθοποιούς τους ανθρώπους και αθέλητους ρόλους τις συμπεριφορές τους. Γιατί, όποια οδό κι αν επιλέξει ο άνθρωπος, είτε τη διαφύλαξη του εαυτού του με την πανοπλία της αυτοεκτίμησης είτε την μεμψιμοιρία με την έλλειψή της, στην πραγματικότητα αυτό που επιτυγχάνει είναι να συγκαλύπτει την αδυναμία του και να αποστρέφει το πρόσωπό του από την αλήθεια.


Πραγματικά τραυματισμένη αυτοεικόνα έχουν μόνο, όσοι πάσχουν από κλινική κατάθλιψη ή κάποιες μορφές μελαγχολίας. 

 Το κυρίαρχο χαρακτηριστικό εδώ δεν είναι η έλλειψη ικανοτήτων, αλλά η αδιαφορία γι’ αυτές και η ολοκληρωτική εκμηδένιση της αίσθησης της αξίας, τόσο της ίδιας της ζωής, όσο και του εαυτού. Η απολυτότητα των μηδενιστικών συναισθημάτων και κατ’ επέκταση οι αρνητικές σκέψεις, δρουν ως παγίδα αυτοκαταστροφής, που παρακωλύουν τη δραστηριοποίηση και καταδικάζουν την ενεργητικότητα, οδηγώντας πολλές φορές στην αυτοκτονία.


Είναι εντυπωσιακή η διαπίστωση ότι άνθρωποι και κοινωνικά συστήματα εμφανίζουν παρεμφερείς μορφές παθολογίας, η οποία όσον αφορά την προσωπική αυτοεκτίμηση, συνδέεται με εθελούσια ή ακούσια αλλοίωση της αυτοεικόνας, ενώ σε συλλογικό επίπεδο, με αποσάρθρωση των δομών του συστήματος και εσκεμμένη αποσιώπηση του φαινομένου, είτε με την διεφθαρμένη άσκηση της εξουσίας είτε με την παραπλάνηση της κοινής γνώμης.


Οι άνθρωποι συγκαλύπτουν, εξιδανικεύουν ή αγνοούν τις αδυναμίες τους αποστρεφόμενοι την ψυχοφθόρο διαδικασία της αυτογνωσίας. Στην πραγματικότητα συλλαμβάνουν την ολότητα του εαυτού τους διασπασμένη, ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο αναφέρονται, δηλαδή το κοινωνικό, το οικογενειακό, το εργασιακό, το ερωτικό. Βιώνουν ταυτόχρονα πολλαπλούς ρόλους και κατατάσσονται σε διαφορετικά σημεία της ιεραρχίας, ειδικά σήμερα, που η πολιτιστική πραγματικότητα έχει ενισχύσει την πολυπλοκότητά της.


Οι εσωτερικεύσεις του εαυτού τελικά ενοποιούνται, καθώς ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τις ετερόκλητες και ετεροβαρείς πληροφορίες και η συνισταμένη όλων αποτελεί την ‘εξωτερική αυτοεκτίμηση’, αυτή δηλαδή, που αποκτάται από την επικοινωνία με τους άλλους και την κοινωνική σύγκριση. Το είδος αυτό είναι ‘σχεσιακό’, εφόσον διαμορφώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής από την αλληλεπίδραση με τους υπόλοιπους ανθρώπους, από την ανάλυση των λεκτικών και μη πληροφοριών, από την σημαντικότητα των πομπών των μηνυμάτων, από την αξιολόγηση των συμπεριφορών τους, από τα προσδοκώμενα συναισθηματικά και υλικά κέρδη, από την εκτίμηση των καταστάσεων σε συνάρτηση με τη θέση του εαυτού, από τις μελλοντικές συνέπειες, από τις αντιδράσεις σε συγκυριακά γεγονότα και τέλος από τις θετικές και αρνητικές ενισχύσεις.


Ο κυκεώνας αυτός αναδομείται σε ‘όλον’ κάθε φορά, αφού φιλτραριστεί από την ‘ εσωτερική αίσθηση της αξίας’, δηλαδή το ορμέμφυτο, που είναι υπεύθυνο για την υπεράσπιση εκείνου, που πρέπει πάση θυσία να διατηρηθεί αλώβητο από εξωτερικές επιθέσεις- του εαυτού. Το φίλτρο αυτό πολύ απέχει από το να είναι αντικειμενικό, γιατί είναι συναισθηματικής και πολύ λιγότερο γνωστικής μορφής.


Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι λογικά επιχειρήματα μπορούν ανενδοίαστα να κατασκευαστούν, για να στηρίξουν εννοιολογικά το οικοδόμημα της αυτοεκτίμησης. Αν και – όπως προαναφέραμε- ο κάθε άνθρωπος αντλεί το δικαίωμα να αισθάνεται άξιος και μόνο από το γεγονός ότι είναι ‘πρόσωπο’, εντούτοις σε μια ανάλγητη και αμείλικτη κοινωνία, αυτό δεν είναι αρκετό. Χρειάζεται ένα ακόμη προσωπείο, για να εξαπατηθεί το άκαμπτο υπερεγώ, να καταπραυνθούν τα απαιτητικά ένστικτα και να ενδυναμωθεί το εγώ.

Αναφερόμαστε στους ευρηματικούς, μη νευρωσικούς τρόπους, με τους οποίους ο εαυτός παρακάμπτει τον εαυτό του, εξισορροπεί τις αντίρροπες δυνάμεις και επεξεργάζεται τα εξωτερικά δεδομένα, δηλαδή την αλλοιωμένη αυτοεικόνα.

 Η αλλοίωση μπορεί να προέρχεται από το οικογενειακό περιβάλλον και από μια μητέρα- τροφό, η οποία πάντοτε μεγένθυνε την αξία του αγαπημένου της παιδιού ή από την αίσθηση της απόρριψής της, που πυροδότησε τις άμυνες ή καθήλωσε την εξέλιξη της αυτοεκτίμησης. Ο ναρκισσισμός γίνεται ακόμα πιο έκδηλος, εάν συσχετιστεί και με το είδος των πρώτων ενισχύσεων, τη θέση του παιδιού στην οικογενειακή ιεραρχία και τις σχέσεις των γονέων, όπως αυτές βιώνονται από το παιδί, τα κίνητρα για μάθηση και επιτυχία.


  • Η αλλοίωση αυτή εμπλουτίζεται αργότερα από εικόνες αυταξίας, οι οποίες μπορεί να μην είναι πραγματικές, αλλά αποπροσανατολίζουν τα εσωτερικά κριτήρια αξιολόγησης και ελέγχουν τους αυτοπροσδιορισμούς. Τα προσωπεία αυτά εξελίσσονται κατά τη διάρκεια του βίου, ανάλογα με την εκάστοτε λειτουργικότητά τους:
  • Η όμορφη γυναίκα, που βλέπει φρίττοντας την ομορφιά της να γίνεται παρανάλωμα του χρόνου μπορεί εύκολα να μεταβληθεί και να αυτοχαρακτηρίζεται ως στοργική μητέρα, αγωνιστική φεμινίστρια ή ‘συνειδητοποιημένη’ προσήλυτο της τέχνης.
  • Ο φοιτητής, που δέχτηκε επί τόσα χρόνια την γονεική καταπίεση, είναι δυνατόν να μεταμορφωθεί σε έναν απροσμάχητο πολέμιο της εξουσίας, πλην όμως και σε ακούραστο καταναλωτή των προιόντων της και ο χρεωκοπημένος επιχειρηματίας σε έναν βαθυστόχαστο στωικό φιλόσοφο του περιθωρίου.
  • Ο σεβάσμιος καθηγητής, που προικίστηκε αφειδώς με ανεξάντλητες σεξουαλικές ορέξεις, εύκολα μπορεί να χρηστεί τείχος ακλώνητο ενάντια στις επιθέσεις τις ακολασίας και ο πολιτικός με ανυποληψία, που θα ζήλευαν και οι παροικούντες στα σόδωμα, σε εργατοπατέρα και προστάτη των περήφανου λαού.
  • Ο δευτερότοκος εισαγγελέας, που ανέκαθεν ζούσε στη σκιά του αδελφού του, εξαπολύει μύδρους κατά των ‘κακών’, εξαντλεί τα περιθώρια της αυστηρότητας κατά των διαθετόντων πενιχρό βαλάντιο, όντας μάλιστα στο απυρόβλητο λόγω της ανεξέλεγκτης και ανεξάρτητης δικαστικής αυθαιρεσίας, που κληροδότησε η ολιγαρχική δημοκρατία μας, σε αντίθεση με την ελεγκτική μητέρα του, που πάντοτε επέκρινε τις αταξίες του και τον συνέκρινε με τα αδέλφια του.

Αργότερα, εάν οι απαιτήσεις του παρόντος διαπομπεύσουν τις αυτοεικόνες και διακωμωδήσουν την παλιά αίγλη τους, η μυθοπλασία θα συνεχιστεί και θα ονομαστεί συγκαταβατικά ‘ωρίμανση’.


Ακόμα πιο εξωπραγματική είναι η αυτοεκτίμηση όσων χρησιμοποιούν τα μέσα ως σκοπό και τους τρόπους ως επιδιώξεις ζωής. Αληθινή ανάγκη είναι η αποδοχή, αλλά τα χρήματα είναι ένας μη εργώδης τρόπος να εξασφαλιστεί. Η αγάπη το αίτημα, αλλά η εξουσία το υποκατάστατό της. Ο ερωτισμός το ζητούμενο, αλλά η επίδειξη πρόχειρη εναλλακτική.


Η αυτοεκτίμηση βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις ανάγκες και τροποποιείται από αυτές. 

 Ο χειρότερος της εχθρός είναι η αυτογνωσία, επειδή ξεσκεπάζει τις ιδιότητες και αποκαλύπτει την ουσία, καταποντίζει τις πλάνες και αναδεικνύει την αξία, συγχωρεί, χωρίς να εξιλεώνει και ευαγγελίζεται την βαθύτερη εκ των έσω αλλαγή.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ευστράτιου Παπάνη 
 Η Αυτοεκτίμηση – Θεωρία και Αξιολόγηση

via

Pages