Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (50/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (50/50)





Εδάφιο 20

«Ο δε Θεός της ειρήνης συντρίψει τον Σατανάν υπό τους πόδας υμών εν τάχει. Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού μεθ” υμών.»
«Ο δε Θεός της ειρήνης θα συντρίψη γρήγορα τον Σατανάν κάτω από τα πόδια σας. Η χάρις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας.»
Από τον ορατό εχθρό που απειλεί, το μάτι του Αποστόλου στρέφεται στον αόρατο κόσμο, όπου διακρίνει, από το ένα μέρος, τον πλέον φοβερό εχθρό, που οι αντίπαλοι του πιστού εδώ στην γη δεν είναι παρά τα όργανα του, και από το άλλο, τον παντοδύναμο σύμμαχο, στην βοήθεια του οποίου η Εκκλησία μπορεί να βασίζεται σ” αυτή την μάχη.

Η σύνδεση μεταξύ των εδαφίων 19 και 20 μπορεί να βρή την εξήγηση της στα εδάφια 13-15 του Β” Κορινθίους ΙΑ, όπου ο Απόστολος εκφράζεται κατά τον ίδιο τρόπο αναφορικά με τους Ιουδαϊζοντες ταραξίες: «Τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι, που μεταμφιέζονται εις αποστόλους του Χριστού. Και δεν είναι αυτό περίεργον, διότι ο ίδιος ο Σατανάς μεταμφιέζεται εις άγγελον φωτεινόν. Δεν είναι λοιπόν μεγάλο πράγμα, εάν οι υπηρέται του μεταμφιέζονται εις υπηρέτας δικαιοσύνης, των οποίων το τέλος θα είναι σύμφωνον προς τα έργα τους».
Η έκφραση, «Θεός της ειρήνης», έχει διαλεχθεί επί τούτου για να περιγράψη τον Θεό σαν έναν ο οποίος, εάν η Εκκλησία εκπληρώση καλά το καθήκον της σ” αυτές τις περιστάσεις, θα φροντίση ν” ανατρέψη τα σχέδια των εχθρών της, και να διατηρήση την ειρήνη μεταξύ των πιστών.
Ο όρος «συντρίψη» είναι προφανώς ένας υπαινιγμός στην αρχαία υπόσχεση, Γένεση Γ15.
«Εν τάχει»: Τούτες οι λέξεις συνήθως ερμηνεύονται σαν «γρήγορα», πράγμα που θα δήλωνε, «σ” έναν χρόνο κοντινό μ” αυτόν που σας γράφω το γράμμα». Από εδώ πολλοί έχουν οδηγηθεί στην ιδέα της εγγύτητας του ερχομού του Χριστού. Η λέξη όμως «ταχύς», και τα παράγωγα της, δεν δηλώνουν την εγγύτητα του γεγονότος. Τούτη η λέξη δηλώνει την ταχύτητα με την οποία επιτελείται αυτό το γεγονός. Ο όρος με τον οποίο δηλώνεται η εγγύτητα είναι το «ευθύς». Άρα ο Παύλος εννοεί ότι η νίκη θα κερδηθή γρήγορα, άπαξ και αρχίσει η μάχη. Όταν ο πιστός μάχεται με τα όπλα του Θεού (Εφεσίους ΣΤ), η μάχη ποτέ δεν τραβά εις μάκρος.
Η νίκη θα προκύψη από δύο παράγοντες, ο ένας θείος («ο Θεός θα συντρίψη»), ο άλλος ανθρώπινος («υπό τους πόδας υμών»). Ο Θεός μεταδίδει δύναμη. Αλλά αυτή περνά μέσω του ανθρώπου που την δέχεται και την χρησιμοποιεί.
Εδάφια 21-23

«Ασπάζονται υμάς Τιμόθεος ο συνεργός μου, και Λούκιος και Ιάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου. Ασπάζομαι υμάς εγώ Τέρτιος ο γράψας την επιστολή εν Κυρίω. Ασπάζεται υμάς Γάϊος ο ξένος μου και της εκκλησίας όλης. Ασπάζεται υμάς Έραστος ο οικονόμος της πόλεως και Κούαρτος ο αδελφός.»
«Σας χαιρετούν ο Τιμόθεος, ο συνεργάτης μου, και ο Λούκιος, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος οι συμπατριώται μου. Σας χαιρετώ εν Κυρίω εγώ ο Τέρτιος, ο οποίος έγραψα την επιστολήν. Σας χαιρετά ο Γάϊος που φιλοξενεί εμέ και όλην την εκκλησίαν. Σας χαιρετά ο Έραστος, ο οικονόμος της πόλεως, και Κούαρτος ο αδελφός.»
Το εδάφιο 24 που υπάρχει στο Τ.R., όντας επανάληψη του τέλους του εδαφίου 20, δεν θα πρέπει να είναι αυθεντικό.

Η Ύψωση των Ματιών προς τα Επάνω. ΙΣΤ25-27
Κλείνοντας ο Παύλος μια τέτοια Επιστολή, δεν μπορεί παρά να σηκώση ακόμα μια φορά τα μάτια προς τον ουρανό, και να επικαλεσθή γι” αυτό το έργο, την βαρύτητα του οποίου γνώριζε, και για την Εκκλησία για την οποίαν προοριζόταν, την ευλογία Αυτού ο οποίος μόνος οικοδομεί και δυναμώνει αληθινά. Το έχει κάνει αρκετές φορές στην πορεία αυτού του γραψίματος, όταν έφθανε στο συμπέρασμα κάποιας σπουδαίας ανάπτυξης. Πως θα μπορούσε να αποφύγη να το κάνη τώρα στο τέλος της Επιστολής;
Εδάφια 25-27

«Τω δε δυναμένω υμάς στηρίξαι κατά το ευαγγέλιον μου και το κήρυγμα Ιησού Χριστού, κατά αποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένου, φανερωθέντος δε νυν, δια τε γραφών προφητικών κατ” επιταγήν του αιωνίου Θεού εις υπακοήν πίστεως εις πάντα τα έθνη γνωρισθέντος, μόνω σοφώ Θεώ δια Ιησού Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.»
«Εις εκείνον δε που έχει την δύναμιν να σας στηρίξη σύμφωνα με το ευαγγέλιον μου και το κήρυγμα του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με την αποκάλυψιν του μυστηρίου δια το οποίον ετηρείτο σιγή επί πολλούς αιώνας αλλά εφανερώθηκε τώρα, και, δια προφητικών γραφών, κατ” εντολήν του αιωνίου Θεού, έγινε γνωστόν εις όλα τα έθνη, ώστε να υπακούσουν εις την πίστιν. Εις τον μόνον σοφόν Θεόν δια του Ιησού Χριστού, εις αυτόν ας είναι η δόξα αιωνίως. Αμήν.»
Ο Παύλος, στην εισαγωγή της Επιστολής, είχε εκφράσει την επιθυμία του να επισκεφθή τους χριστιανούς της Ρώμης, ώστε μέσω αυτού να πάρουν μια αύξηση δύναμης, «εις το στηριχθήναι υμάς». Αυτή η επιθυμία έχει εν μέρει ικανοποιηθεί με το γράμμα τούτο των οδηγιών που τους έγραψε. Αλλά τι μπορούν να προσφέρουν τα λόγια του ανθρώπου όταν το υπό ερώτηση θέμα είναι το να επιτύχης ένα αληθινό πνευματικό αποτέλεσμα; Δεν είναι παρά «χαλκός ηχών». Εξ αυτού η ανάγκη να υψώση το πνεύμα του σ” Εκείνον, που μπορεί να κάνη ό,τι ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να κάνη: «Τω δυναμένω». Το «δε» υπηρετεί εδώ να οδηγήσει στην μετάβαση από τον αδύναμο άνθρωπο που μόλις έγραψε τούτα τα λόγια, στον Παντοδύναμο Θεό, που μπορεί να ενεργήση.

«Στηρίξει»: Ο Παύλος μιλά για την σταθερότητα της εσωτερικής ζωής γενικά, γι” αυτήν την πνευματική σταθερότητα, η οποία αποκρούει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις, από μέσα και από έξω. Θα τους ήθελε όλους να γίνουν σαν εκείνους τους «δυνατούς» για τους οποίους μίλησε στο ΙΕ1. Αυτή η δύναμη είναι που βοηθά και στην εσωτερική απελευθέρωση της συνείδησης από τους νομικίστικους περιορισμούς.
Η μετάδοση αυτής της πνευματικής δύναμης συνδέεται από τον Απόστολο μ” έναν συγκεκριμένο κανόνα: «Κατά το ευαγγέλιον μου». Με αυτό τον όρο θέλει να δείξη τον τύπο του χριστιανικού δόγματος που του έχει αποκαλυφθεί προσωπικά (Γαλάτας Α11-16), τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του οποίου είναι, καθώς έχομε δει σ” όλη την Επιστολή, η τέλεια ελευθερία, και, σαν συνέπεια, η παγκοσμιότητα της σωτηρίας. Σωτηρία χωρίς καμμία προϋπόθεση (κάποιου έργου ή κάποιας αξίας), σωτηρία προσφερομένη χωρίς διάκριση σε όλους, αυτό είναι, με δύο λέξεις, ό,τι ο Παύλος ωνόμαζε «ευαγγέλιο του».
Να πούμε και τούτο: Η δύναμη του Θεού μπορεί να ενεργήση μόνον σε συμφωνία με την σκέψη του Θεού. Τώρα, μια και το Ευαγγέλιο του Παύλου είναι η σκέψη του Θεού, έπεται ότι, η δύναμη του Θεού μπορεί να ασκηθή στην καρδιά του ανθρώπου τόσο μόνον, όσο αυτό το Ευαγγέλιο είναι δεκτό και αντιληπτό απ” αυτή. Τέτοια είναι η έννοια της πρόθεσης «κατά».
«Το κήρυγμα του Ιησού Χριστού»: Είναι το θέμα του Ευαγγελίου του Παύλου: «Και (γενικά) σύμφωνα με το κήρυγμα του οποίου ο Χριστός είναι το θέμα». Πράγματι, ο Χριστός που κηρύχθηκε από τους Δώδεκα είναι ο Ίδιος τον οποίον κηρύττει ο Παύλος. Σύγκρινε Α” Κορινθίους ΙΕ11. Είναι ο Χριστός σταυρωμένος και αναστημένος για μας. Και εάν η ιδιαίτερη αποκάλυψη που έλαβε ο Παύλος είχε σαν αποτέλεσμα της να φέρη στο φως νέες μη γνωστές πλευρές του έργου του Χριστού, δεν παύει να είναι αληθές ότι ο Χριστός που κηρύχθηκε απ” αυτόν, είναι ο ίδιος ο Χριστός του αποστολικού κηρύγματος γενικά.
«Κατά αποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένου»: Η πράξη του κηρύγματος υπόκειται σ” έναν κανόνα. Ο άνθρωπος δεν το λέγει κατά έναν ανεξάρτητο και αυθαίρετο τρόπο. Έτσι ο Παύλος είναι προσεκτικός να συμμορφώση το ευαγγελικό του κήρυγμα προς την αποκάλυψη που έχει λάβει της θείας σκέψης για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
Ο Θεός έχει συλλάβει από την αιωνιότητα ένα σχέδιο για μας (Α” Κορ. Β7). Αυτό το σχέδιο εκρατήθηκε μυστικό για αιώνες. Και όσο ο άνθρωπος δεν εισήγετο σ” αυτό, παρέμενε ένα μυστήριο, κάτι απλησίαστο στον άνθρωπο αφημένον στον εαυτόν του, σύγκρινε ΙΑ25. Αλλά τώρα αυτό το αιώνιο σχέδιο έχει αποκαλυφθεί. Αφού πραγματοποιήθηκε μέσω της εμφάνισης και του έργου του Ιησού Χριστού, έχει αποκαλυφθεί υπό του Αγίου Πνεύματος (Α” Κορινθίους Β7-12) σε κείνους που έχουν κληθεί να το κάνουν γνωστό στον κόσμο, και ειδικά στον Παύλο, όσον αφορά τους Εθνικούς (Εφεσίους Γ2 και 3).
Το περιεχόμενο αυτού του μυστηρίου είναι, ομιλόντας γενικά, η εν Χριστώ σωτηρία, αλλά πιο ειδικά στο χωρίο μας, εκείνη η σωτηρία καθώς είναι να κηρυχθή στους Εθνικούς (Γαλ. Α16) – δηλαδή, ότι δια πίστεως αυτοί γίνονται ένα σώμα εν Χριστώ με τους Ιουδαίους πιστούς (Εφ. Γ4-6).
Οι «αιώνιοι χρόνοι» είναι οι πολυάριθμοι αιώνες που έχουν περάσει μεταξύ της δημιουργίας του ανθρώπου και της εμφάνισης του Χριστού, σύγκρινε Τίτος Α2.
Εδάφιο 26

«Φανερωθέντος δε νυν, δια τε γραφών προφητικών κατ” επιταγήν του αιωνίου Θεού εις υπακοήν πίστεως εις πάντα τα έθνη γνωρισθέντος».
Μ” εκείνους τους καιρούς της σιωπής τίθεται σε αντίθεση εκείνη η εποχή κατά την οποίαν μίλησε ο Θεός. Η λέξη «νυν» εκφράζει με έμφαση αυτή την αντίθεση.

Η μετοχή «φανερωθέντος» αναφέρεται στην εσωτερική αποκάλυψη του θείου μυστηρίου υπό του Αγίου Πνεύματος, την οποία έχει λάβει ο Απόστολος, σύγκρινε τις ακριβώς όμοιες εκφράσεις, Εφεσίους Γ5.
Αυτή η πράξη της αποκάλυψης θα πρέπει να συμπληρωθή αναγκαστικά και από μία άλλη, καθώς δείχνεται από την ακόλουθη μετοχή: «γνωρισθέντος». Εκείνο που οι Απόστολοι έλαβαν δια αποκαλύψεως, δεν είναι να το κρατήσουν για τους εαυτούς τους. Έχουν κληθεί να το διακηρύξουν σε όλο τον κόσμο.
Το «γνωρισθέντος» καθορίζεται από τέσσερις όρους. Ο πρώτος αναφέρεται στην αιτία: «Η θεία εντολή». Ο δεύτερος στο μέσον: «Οι προφητικές γραφές». Ο τρίτος στον στόχο: «Εις υπακοήν πίστεως». Ο τέταρτος στον αποδέκτη: «Εις πάντα τα Έθνη».
Η «επιταγή του Θεού» ήλθε από το στόμα του Ιησού όταν του είπε: «Πήγαινε και δίδαξε όλα τα έθνη». Αυτή η εντολή δεν ήταν για την υλοποίηση μιας παροδικής ή δευτερεύουσας σκέψης. Ήτο η αναλλοίωτη και αιώνια σκέψη στην οποία υπόκεινται όλες οι υπόλοιπες, ακόμα και η απόφαση της δημιουργίας. Αυτό είναι εκείνο που το επίθετο «αιώνιο», αναφερόμενο στον Θεό, προτίθεται να μας θυμίση. Ο Θεός παραμένει υψωμένος πάνω απ” όλες τις φάσεις μέσω των οποίων περνά η εκτέλεση των σχεδίων Του.
Οι «προφητικές γραφές», που είναι το μέσον δια του οποίου έγινε γνωστό αυτό το μυστήριο, εδώ δεν είναι τα προφητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Το Ευαγγέλιο δεν κηρύχθηκε από αυτά τα βιβλία. Αντίθετα, ο Παύλος έχει δηλώσει ότι το μυστήριο είχε κρατηθεί καλυμμένο μέχρι τον «παρόντα χρόνο», μέχρι, δηλαδή, τον χρόνο που δέχτηκε ο Παύλος και οι Απόστολοι την αποκάλυψη του. Η μόνη εξήγηση αυτού του όρου μπορεί να ληφθή από το Εφεσίους Γ2-6: «Διά το σχέδιον της χάριτος του Θεού που μου δόθηκε για σας, ότι δηλαδή κατ” αποκάλυψιν μου εγνώρισε το μυστήριον, όπως σας έγραψα προηγουμένως με λίγα λόγια, εις τα οποία μπορείτε, εάν τα αναγνώσετε, να εννοήσετε πως αντιλαμβάνομαι το μυστήριον του Χριστού, το οποίον εις άλλας γενεάς δεν έγινε γνωστόν εις τους ανθρώπους, όπως αποκαλύφθηκε τώρα εις τους αγίους αποστόλους του και προφήτας δια του Πνεύματος ότι δηλαδή οι Εθνικοί είναι κληρονόμοι μαζί με εσάς και συσσωματωμένοι και συμμέτοχοι της υποσχέσεως του εν τω Χριστώ δια του ευαγγελίου». Οι Απόστολοι εδώ ονομάζονται προφήτες, τόσο όσον έχουν επιφορτισθεί να αναγγείλουν μια καινούργια αποκάλυψη. Οπότε και τα γραπτά τους δεν είναι παρά «προφητικές γραφές». Ο ίδιος ο Παύλος αισθάνεται ότι το γράμμα που μόλις έχει γράψει έχει αυτόν τον χαρακτήρα, και ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των μέσων που ο Θεός χρησιμοποιεί για να κάνη γνωστή την νέα αποκάλυψη. Είναι λοιπόν γι” αυτό ακριβώς το γράμμα, καθώς επίσης και για τ” άλλα γράμματα που έχουν βγεί από την πέννα του, ή από εκείνη των άλλων Αποστόλων, που μιλά στο χωρίο μας. Ο Παύλος πράγματι εννοεί, «δια προφητικών γραφών». Είναι μια νέα σειρά θεοπνεύστων γραφών που έρχονται να συμπληρώσουν την συλλογή των αρχαίων και καλά γνωστών βιβλίων, όπως ακριβώς η καινούργια αποκάλυψη είναι η συμπλήρωση της παλαιάς.
Ο στόχος δηλώνεται με τις λέξεις «εις υπακοήν πίστεως», μια έκφραση η οποία επαναπαράγει την σκέψη του Α5, και η έννοια της οποίας είναι, καθώς αποδείξαμε εκεί, η υπακοή στον Θεό που συνίσταται στην ίδια την πίστη.
Τέλος, εκείνοι στους οποίους απευθύνεται αυτή η αποκάλυψη: «Εις πάντα τα έθνη», μια έκφραση όμοια μ” εκείνη του Α5: «Εν πάσι τοις έθνεσιν». Ο Παύλος έτσι τελειώνει εκεί απ” όπου είχε αρχίσει: Στην αποστολικότητα του προς τους Εθνικούς, η οποία έπεται μιας νέας και τελικής αποκάλυψης των σχεδίων του Θεού.
Εδάφιο 27

«Μόνω σοφώ Θεώ δια Ιησού Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.»
Η δοτική «τω δυναμένω», στο εδάφιο 25, δεν έχει ακόμα βρει το ρήμα από το οποίο εξαρτάται. Είναι προφανώς η ίδια δοτική η οποία, μετά την μεγάλη ανάπτυξη που περιέχεται στα εδάφια 25 και 26, επανεμφανίζεται στις λέξεις, «μόνω σοφώ Θεώ». Η ιδέα της δύναμης του Θεού στο εδάφιο 25 συνεδέετο φυσιολογικά μ” εκείνη του «στηρίξαι». Έτσι και εδώ, η ιδέα της θείας σοφίας συνδέεται μ” εκείνη του θείου σχεδίου και της πραγματοποίησης του, που εκτίθεται στα εδάφια 25 και 26. Αλλά από ποιό ρήμα εξαρτώνται αυτές οι δύο δοτικές, των εδαφίων 25 και 27; Θα το καταλάβωμε, αν παραφράσωμε την σκέψη του Παύλου κάπως έτσι: «Προσβλέπω μαζί με όλους σας σ” Αυτόν που μπορεί να σας στηρίξη…στον μόνο σοφό Θεό, μέσω του Ιησού Χριστού, στον οποίον ανήκει η δόξα!».

«Διά Ιησού Χριστού»: Είναι μέσω του Ιησού Χριστού που ο Απόστολος απευθύνει την ικεσία του, όπως είναι μέσω του Ιησού Χριστού που θα έλθη κάτω στους Ρωμαίους η βοήθεια του μόνου δυνατού και μόνου σοφού Θεού.
Το ρήμα λοιπόν που εννοείται στην τελευταία πρόταση είναι το «εστί», «ω εστί η δόξα εις τους αιώνας»: Η δόξα ανήκει σ” Αυτόν ολοκληρωτικά σ” όλη την αιωνιότητα, διότι Αυτός είναι που έκανε το κάθε τι σ” αυτό το έργο της σωτηρίας, που εξετέθη στο γράμμα που μόλις ετελείωσε.
Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ
Από θεολογικής άποψης, η Επιστολή προς Ρωμαίους είναι η πρώτη δυναμική προσπάθεια της ανθρωπίνης σκέψης να αγκαλιάση, σε μια επισκόπηση, την θεία σωτηρία που πραγματοποιήθηκε εν Ιησού Χριστώ, και να την συνοψίση σε λίγα θεμελιώδη σημεία που συνδέονται μεταξύ τους με τον στενώτερο δυνατό λογικό και ηθικό δεσμό. Δεν είναι μόνο η πρώτη Δογματική, που από τότε είναι η βάση όλων των άλλων, αλλά επίσης και η πρώτη Χριστιανική Ηθική. Διότι, καθώς έχομε δει, το πρακτικό της μέρος δεν είναι λιγώτερο συστηματικά διατυπωμένο απ” ότι το δογματικό της.

Το σχέδιο και των δύο είναι τέλεια λογικό. Η σωτηρία στην αντικειμενικότητα της εν Χριστώ, και έτσι όπως την οικειοποιείσαι ελεύθερα δια πίστεως. Σωτηρία που πραγματοποιείται στο άτομο δια του αγιασμού, το έργο του Αγίου Πνεύματος. Σωτηρία ειργασμένη σ” όλη την ανθρωπότητα μέσω των μεγάλων γεγονότων της ιστορίας, το σχέδιο της οποίας έχει χαράξει το δάκτυλο του Θεού – αυτό είναι το περιεχόμενο του δογματικού μέρους.
Η ζωή του σωθέντος πιστού, που εξηγείται πρώτα στην εσωτερική της αρχή: Αφιέρωση στον Θεό δια της θυσίας του σώματος. Αυτή η ζωή αποκαλύπτοντας τον εαυτόν της σε δύο σφαίρες, στην θρησκευτική και την πολιτική, στην πρώτη με ταπείνωση και αγάπη, στην δεύτερη με υποταγή και δικαιοσύνη. Αυτή η ζωή κινουμένη τελικά προς τον ένδοξο της στόχο: Την συνάντηση με Αυτόν που θα επιστρέψη, και ο Οποίος πρόκειται να εντυπώση πάνω της την σφραγίδα της τελειότητας – αυτό είναι το περιεχόμενο του πρακτικού μέρους της Επιστολής. Αμφιβάλλομε εάν η ακρίβεια αυτής της πρωταρχικής αντίληψης του έργου του Χριστού έχει ποτέ ξεπερασθεί.
Η Απολογητική επίσης βρίσκει σ” αυτή την Επιστολή τα πλέον πολύτιμα υλικά. Είκοσι εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του Κυρίου μας, ο Χριστιανισμός έχει διασχίσει ηπείρους και θάλασσες, και έχει δημιουργήσει μια καινούργια κοινωνία στην Ρώμη. Τι δύναμη επέκτασης και ανανέωσης!
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά τον ερχομό στη γη του Ιησού, η ζωή Του εθεωρείτο σαν εκείνη του δευτέρου Αδάμ, σαν η εμφάνιση ενός νέου προσωπικού κέντρου του ανθρωπίνου γένους, σαν η αρχή μιας παγκόσμιας επανόρθωσης. Οι σύγχρονοι του Ιησού ζούσαν ακόμα, και ο θάνατος Του ήταν, στα μάτια της Εκκλησίας, η εξιλεωτική θυσία που προσεφέρθη για όλο το ανθρώπινο γένος, η ανωτάτη αποκάλυψη, ταυτόχρονα, της δικαιοσύνης του Θεού και του ελέους Του.
Το γεγονός της ανάστασης Του δεν ήταν μόνο αποδεκτό και πιστευτό χωρίς αντίρηση, αλλά εθεωρείτο σαν η αποκάλυψη μιας δικαίωσης, που είχε αποφασισθεί προς χάριν του κάθε αμαρτωλού. Μόλις που είχε πάψει να φαίνεται ο Ιησούς, και το μάτι της πίστης αμέσως Τον ακολούθησε στον αόρατο κόσμο, και Τον αντίκρυζε εκεί σαν τον Κύριο ο οποίος, απ” το μέσον της δόξας Του, εγέμιζε τα πάντα, από τον ουρανό έως αυτό το μέρος των νεκρών (κεφάλαιο ΙΔ). Η προσμονή του ερχομού Του ήταν η ψυχή της συλλογικής και της ατομικής ζωής όλων των πιστών. Τα γεγονότα της ανθρωπίνης Του ζωής ήταν ακόμα παρόντα στον νου όλων, και ήδη από την Ιερουσαλήμ έως την Ρώμη, η Εκκλησία Τον ανεγνώριζε σαν ένα ον του οποίου το όνομα μπορούσαν να το επικαλούνται σαν εκείνο του Ιδίου του Θεού (Ρωμαίους Ι12), και στο οποίον μπορούσε ν” αποδοθή ο τίτλος του Θεού χωρίς αυτό να είναι βλασφημία (Θ5). Τι εντύπωση, πράγματι, θα πρέπει να είχε παραχθεί απ” αυτή την δημόσια δραστηριότητα των δύο ή τριών ετών! Και τι θα πρέπει να ήταν Αυτός, ο οποίος σ” ένα τόσο σύντομο χρόνο είχε χαράξει ένα τόσο βαθύ σημάδι στις συνειδήσεις των ανθρώπων!
Δεν είναι η Θεολογία μόνον, αλλά και η ανθρωπίνη σκέψη γενικά, που καθώς έρχεται σ” επαφή μ” αυτό το γραπτό του Παύλου, πίνει από νέες πηγές. Στα δύο πρώτα κεφάλαια, η Φιλοσοφία της θρησκείας μπορεί να μάθη αυτές τις δύο αποφασιστικές αλήθειες: Το πως παρουσιάσθηκε ο πολυθεϊσμός, και την ανθρωπίνη υπευθυνότητα για την εμφάνιση του.
Μελετόντας το κεφάλαιο ΣΤ η Ψυχολογία βρίσκει τον εαυτόν της κατά πρόσωπο με τον τρομερό νόμο σε συνέπεια του οποίου ο άνθρωπος, σε κάθε στιγμή, μεταβιβάζει κάτι από την ελευθερία του της εκλογής, δια της εθελοντικής υπακοής του στο καλό ή στο κακό, στο οποίο παραδίδεται, και το οποίο δεν θ” αποτύχη από τούδε να τον κυβερνά ακόμα πιο ολοκληρωτικά.
Το κεφάλαιο Ζ προμηθεύει την ίδια επιστήμη με μια ασύγκριτη ανάλυση της κατάστασης της ανθρωπίνης ψυχής που δημιουργήθηκε για το καλό, αλλά είναι όμως ακόμα σκλάβα του κακού.
Το κεφάλαιο Η παραδίδει στην Φιλοσοφία της φύσης την μεγάλη ιδέα μιας μελλοντικής ανανέωσης του σύμπαντος, που θα προέλθη απ” την ηθική και την φυσική αναγέννηση της ανθρωπότητας.
Στο κεφάλαιο ΙΑ χαράσονται οι μεγάλες γραμμές της Φιλοσοφίας της ιστορίας, και το κεφάλαιο ΙΓ δεν είναι λιγώτερο σίγουρος οδηγός για την Φιλοσοφία του νόμου, στην έρευνα της θεμελιώδους της ιδέας, εκείνης της πολιτείας. Σ” όλα αυτά τα σημεία, στα οποία η ανθρωπίνη σκέψη εργάζεται προς όλες τις κατευθύνσεις, η σκέψη του Παύλου πηγαίνει κατ” ευθείαν στον στόχο. Ολόκληρη η περιοχή της αλήθειας φαίνεται ν” απλώνεται χωρίς κάλυμμα εμπρός του, ενώ εκείνη του λάθους φαίνεται να του είναι κλεισμένη απ” όλες τις πλευρές.
Αλλά το ουσιώδες σημείο, όταν ζητιέται να εκτιμηθή η σπουδαιότητα ενός τέτοιου γραπτού, είναι το πλήρες φως που ρίχνει στον δρόμο σωτηρίας που έχει ανοιχθεί στον αμαρτωλό άνθρωπο. Ο Απόστολος γνωρίζει την ανησυχία που βασανίζει τα βάθη της ανθρωπίνης καρδιάς, και η οποία την κρατά μακρυά από τον Θεό, και φυλακισμένη στο κακό. Και καταλαβαίνει ότι είναι μέσα σε κείνα τα βάθη της συνείδησης, όπου αντηχεί η ηχώ της θείας καταδίκης, που μια σωτήρια μεταμόρφωση πρέπει πρώτα απ” όλα να λάβη χώρα. Εξ αυτού, το πρώτο δώρο της χάρης που το Ευαγγέλιο προσφέρει στον άνθρωπο είναι, σύμφωνα μ” αυτόν, το δώρο της δικαίωσης του, χωρίς καμμία άλλη προϋπόθεση, έξω από εκείνη που κάθε άνθρωπος μπορεί να εκπληρώση – την πίστη. Άπαξ και γίνη αυτή η πρώτη πράξη, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος από την ενοχή του σε σχέση με τον Θεό. Κανένα σύννεφο πλέον δεν ταράσσει τις σχέσεις του μ” Αυτόν. Η ειρήνη παίρνει την θέση της εσωτερικής ανησυχίας. Και σ” αυτή την κατάσταση της εσωτερικής ηρεμίας, εκεί μπορεί να σπαρθή ο σπόρος της δικαιοσύνης, ο αγιασμός. Ο άνθρωπος που συμφιλιώθηκε είναι ανοικτός στην κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Όπως φυσιολογικά αυτός ο επισκέπτης πρέπει ν” αποσυρθή από μια καταδικασμένη καρδιά, έτσι αναγκαστικά έρχεται να κατοικήση στον άνθρωπο, τον οποίον τίποτα πλέον δεν χωρίζει από τον Θεό. Και πραγματοποιεί μέσα του την ζωή και τον θάνατο του Χριστού, στο μέτρο που αυτή η ζωή και αυτός ο θάνατος έχουν συλληφθεί απ” την πίστη του.
Τέλος, σ” αυτόν που περιπατεί σε τούτον τον δρόμο, εκεί τον περιμένει κάπου στο μέλλον ένα νέο δώρο, η ανανέωση του σώματος του και η κληρονομιά της δόξας, μέσω της πλήρους του μεταμόρφωσης στην ομοιότητα του δοξασμένου Χριστού.
Τι πιο καθαρό, τι πιο απλό, τι ταυτόχρονα πιο πραγματικά θείο και ανθρώπινο, απ” αυτή την σειρά σωτηρίας που χαράσσεται απ” τον Απόστολο! Και τι σφραγίδα δεν έχει εντυπώσει η εμπειρία των αιώνων σ” αυτή την ανάπτυξη που περιέχεται στα πρώτα οκτώ κεφάλαια της Επιστολής μας! Ας προσπαθήσει κάποιος που επιθυμεί να δη ένα τέτοιο έργο να ολοκληρώνεται μέσα του, ή μέσα σε άλλους – απελευθέρωση απ” την ενοχή και νίκη πάνω στην αμαρτία – να το κάνη κατά κάποιον άλλο τρόπο. Θα αποτύχη οικτρά!
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΥΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Παραμένει όμως για μας μια τελευταία ερώτηση που πρέπει να εξετασθή: Είναι η σύλληψη του τρόπου σωτηρίας που ο Παύλος εκθέτει στην Επιστολή προς Ρωμαίους, μια δημιουργία της πλατειάς του αντίληψης, ή μια αποκάλυψη της σκέψης του Θεού πάνω σ” αυτό το θέμα; Αυτή η ερώτηση, βέβαια, μπορεί να υποτιμηθή. Μπορεί να λεχθή ότι ένας ορισμένος θείος φωτισμός δεν εξαιρεί την άσκηση της αντίληψης, και εκείνος ο εσωτερικός στοχασμός είναι ένα μέσο του να πάρης την βοήθεια από επάνω. Γι” αυτό δεν υπάρχει αμφιβολλία. Μας δίνει λοιπόν ο Παύλος εδώ μια άποψη στην οποία έχει υψωθεί με την άσκηση του νου του, ή, αντιθέτως, μας δίνει την σκέψη του Θεού που του έχει μεταδοθεί με μια κατ” ευθείαν ενέργεια του Πνεύματος, με σκοπό να τον εισάγει, και μέσω αυτού τον κόσμο, στο αιώνιο σχέδιο της θείας σωτηρίας; Στην δεύτερη αυτή περίπτωση έχομε έναν μάρτυρα που μιλά, στην πρώτη, μια μεγαλοφυία που διαλογίζεται.
Εάν είναι αυτή η τελευταία περίπτωση, έχουμε εμπρός μας μια υψηλή σκέψη, αλλά μια σκέψη που κάποια μέρα μπορεί ενδεχομένως να ξεπερασθή από κάποια άλλη υψηλότερη. Στην προηγουμένη περίπτωση, είναι η σκέψη του Θεού επανασκεπτομένη και αναγγελμένη από τον άνθρωπο σε μια δεδομένη στιγμή, όχι για να τελειοποιηθή στο μέλλον, αλλά για να την οικειοποιηθή, όπως είναι, η κάθε ψυχή που επιθυμεί την σωτηρία. Στην πρώτη περίπτωση, η Επιστολή του Παύλου παίρνει τον θαυμασμό μας. Στην δεύτερη την πίστη μας. Είναι καθαρό ότι η διαφορά είναι μεγάλη, και η ερώτηση που ετέθη στην αρχή βασική.
Δεν γνωρίζομε καμμία κατηγορηματική απάντηση σ” αυτή την ερώτηση παρά μόνον εκείνη που η ίδια η συνείδηση του Παύλου δίδει σ” αυτή. Με τα πρώτα λόγια της Επιστολής του, τοποθετεί το περιεχόμενο αυτού του γράμματος κάτω από την εγγύηση του Χριστού, που τον κάλεσε για το έργο Του, εκείνου του Χριστού ο οποίος, γεννημένος σαν υιός του Δαβίδ, έχει με την ανάσταση Του ανακτήσει την ουσιαστική Του θέση σαν ο Υιός του Θεού, μέσω της οποίας αγκαλιάζει στην σωτηρία Του όχι μόνον τους Ιουδαίους, αλλά και όλον τον Εθνικό κόσμο. Η αποστολικότητα του Παύλου είναι έργο αυτού του παγκοσμίου Κυρίου, και τα γραπτά του ο καρπός της αποστολικότητας του.
Σ” αυτά τα πρώτα λόγια της Επιστολής θα πρέπει να προστεθούν τα τελευταία, ΙΣΤ25: «Κατά το ευαγγέλιον μου και το κήρυγμα του Ιησού Χριστού, κατά αποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένου, φανερωθέντος δε νυν». Η ευαγγελική σκέψη που ο Απόστολος αναπτύσσει είναι λοιπόν, σύμφωνα μ” αυτόν, η αιώνια σκέψη του Θεού, που την είχε κρατήσει μυστική απ” την Δημιουργία, και η οποία, μετά τον ερχομό του Ιησού Χριστού, απεκαλύφθη σ” αυτόν – σ” αυτόν, τον Παύλο – με την αποστολή να την κάνει γνωστή στους Εθνικούς. Και εξ αυτού είναι που μπορεί να την ονομάζει, πολύ σωστά, «το ευαγγέλιον του». Τέτοια είναι η εσωτερική πεποίθηση του Αποστόλου.
Κάπως παρόμοια εκφράζεται στο Γαλάτας Α11,12: «Σας κάνω γνωστόν, αδελφοί, ότι το ευαγγέλιον, το οποίον εκηρύχθηκε από εμέ, δεν είναι ανθρώπινον, διότι ούτε το επήρα ούτε το εδιδάχθηκα από ανθρώπους αλλά δι” αποκαλύψεως Ιησού Χριστού.» Και εξ αυτού είναι επίσης που γράφει στους Θεσσαλονικείς (Πρώτη Επιστολή, Δ8): «Όποιος περιφρονεί αυτά δεν περιφρονεί άνθρωπον αλλά τον Θεόν», και στους Εφεσσίους (Γ2-4): «Ότι δηλαδή κατ” αποκάλυψιν μου εγνώρισε το μυστήριον, όπως σας έγραψα προηγουμένως με λίγα λόγια, εις τα οποία μπορείτε, εάν τα αναγνώσετε, να εννοήσετε πως αντιλαμβάνομαι το μυστήριον του Χριστού».
Όταν του εμφανίσθηκε στον δρόμο προς την Δαμασκό, ο Χριστός έκανε τον Σαούλ έναν απόστολο. Με την αποκάλυψη δε που του έδωσε στην συνέχεια, του παραχώρησε την προίκα την αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολικότητας του.
Τελειώνοντας να πούμε για ένα χαρακτηριστικό πολύ κτυπητό στο γράψιμο του: Είναι η τέλεια ηρεμία με την οποία φαίνεται να χειρίζεται την αλήθεια. Δεν την ψάχνει, την έχει. Είναι επίσης προφανές ότι ο Απόστολος ο ίδιος αντλεί την ζωή του από την πίστη που κηρύττει. Έχει πίστη στην πίστη του, τέτοια πίστη, που κάποιος δεν μπορεί να έχη στην σκέψη του, δια τον πολύ απλό λόγο ότι αυτή η πίστη δεν είναι δική του ανακάλυψη, αλλά δώρο του Θεού.
Και ας μην ξεχνάμε ότι η εμπειρία των αιώνων έχει μιλήσει. Έχει θέσει την σφραγίδα της στην πεποίθηση που ο Απόστολος έφερε μέσα του, ότι με το Ευαγγέλιο του έδινε στον κόσμο, όχι την δική του σκέψη, αλλά εκείνη του Θεού. Η ιστορία δείχνει ότι μια αληθινά δυνατή και υγιής Χριστιανοσύνη δεν έχει ποτέ αναπτυχθεί, παρά στον δρόμο της σωτηρίας που χαράχθηκε από τον Παύλο. Που μπορούμε να βρούμε έναν αμαρτωλό που να έχη βρει πλήρη ανάπαυση στην συνείδηση του σε σχέση προς τον Θεό, ακολουθόντας διαφορετικό τρόπο από εκείνον της αποδοχής του δώρου της ελεύθερης δικαίωσης; Έναν αμαρτωλό να έχη κτυπήσει αποφασιστικά την κυριαρχία της αμαρτίας πάνω στην καρδιά του και το σώμα του, με άλλον τρόπο, απ” ότι με εκείνον του πνεύματος της ζωής που χορηγείται εν Χριστώ Ιησού στον αμαρτωλό που δικαιώθηκε υπ” Αυτού;
Η Καινή Διαθήκη περιέχει δύο γραπτά που συμπληρώνουν θαυμαστά το ένα το άλλο, την Επιστολή προς Ρωμαίους και το τέταρτο Ευαγγέλιο. Το ένα παρουσιάζει στην θέα μας το αντικείμενο της πίστης στο μεγαλείο του και στην τέλεια του ομορφιά. Παρουσιάζει την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό που πραγματοποιήθηκε σε Έναν, για να πραγματοποιηθή στην συνέχεια, μέσω Αυτού, σε όλους. Το άλλο μας εισάγει στο μέσον που θα μας οδηγήσει να κατανοήσωμε την σωτηρία που πραγματοποιήθηκε σ” Αυτόν τον έναν για όλους, και του να την οικειοποιηθούμε: Τούτο το μέσον είναι η πράξη της πίστης. Εκεί, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, το ιδανικό πραγματοποιημένο σαν πάνω σε ουράνια κορυφή. Εδώ, στην Επιστολή προς Ρωμαίους, το δύσκολο μονοπάτι δια του οποίου ο αμαρτωλός μπορεί να το φθάση. Ας κρατά συνεχώς η Εκκλησία τον Χριστό του Ιωάννη μέσω της πίστης του Παύλου – και θα διασωθή, όχι από διωγμούς, αλλά από έναν πιο τρομερό εχθρό, τον θάνατο.

Pages