Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (16/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (16/50)





Καθώς ο Χριστός τότε, άπαξ και εισήλθε σ” αυτή την ζωή, σ” αυτή την δοξασμένη δραστηριότητα, δεν φεύγει απ” αυτή για να επιστρέψη πάλι πίσω, έτσι και ο πιστός, άπαξ και πέθανε ως προς την αμαρτία, και ζει στον Θεό εν Χριστώ, δεν μπορεί να επιστρέψει στην παλαιά του ζωή της αμαρτίας. Αυτό το συμπέρασμα εξάγεται στο εδάφιο 11.


Εδάφιο 11
«Ούτω και υμείς λογίζεσθε εαυτούς νεκρούς μεν είναι τη αμαρτία, ζώντας δε τω Θεώ εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.»
«Έτσι και σεις να θεωρήτε τους εαυτούς σας ότι είσθε νεκροί ως προς την αμαρτίαν αλλά ζωντανοί δια τον Θεόν, ενωμένοι με τον Ιησούν Χριστόν τον Κύριον μας».

Το «ούτω» δείχνει το συμπέρασμα που πρέπει να εξαχθεί απ” την συμφωνία μεταξύ της περίπτωσης των πιστών και εκείνης του Ιησού.
«Και υμείς»: Και εσείς επίσης, όπως και Αυτός.
«Λογίζεσθε»: Προφανώς είναι προστακτική έγκλιση. Ο Απόστολος θέλει να πει: «Κυττάχτε, σαν συνέπεια του τι βλέπετε πάνω στον Ίδιο τον Ιησού, στην ίδια θέση θα πρέπει να βάλετε τους εαυτούς σας, όταν θεωρείτε την περίπτωση σας. Δεν πρέπει πλέον να βλέπετε την κατάσταση σας καθώς είσαστε πρώτα από μόνοι σας, σκλάβοι δηλαδή της αμαρτίας, νεκροί ως προς τον Θεό. Τώρα έχετε να θεωρείτε τους εαυτούς σας όπως είσαστε εν Χριστώ, δηλαδή, καθώς μόλις σας εξήγησα: Νεκροί ως προς την αμαρτία, ζώντες ως προς τον Θεό».
Δίπλα και πάνω στον παλαιό άνθρωπο, ο οποίος υπάρχει ακόμα μέσα του, ο πιστός κατέχει ένα νέο «εγώ», που περιέχεται εν Χριστώ, και το οποίον ζει μέσα του. Αυτό το «εγώ» έχει διαρρήξει τις σχέσεις του με την αμαρτία, και είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένο στον Θεό. Αυτό θα έπρεπε να θεωρεί από τούδε σαν τον αληθινό του εαυτό. Τούτο και θα πρέπει προσωπικά να οικειοποιηθεί, υποκαθιστόντας συνεχώς με αυτό τον φυσικό του εαυτό, τον οποίον έχει αποκηρύξει, κρατόντας τον συνεχώς στα πόδια του σταυρού.
Αυτό είναι το Θείο μυστικό του Χριστιανικού αγιασμού, το οποίον και τον διαχωρίζει βαθειά από την απλή φυσική ηθικότητα. Η τελευταία λέγει στον άνθρωπο: Γίνε ότι θα πρέπει να είσαι. Ο προηγούμενος λέγει στον πιστό: Γίνε αυτό που ήδη είσαι (εν Χριστώ). Ο Χριστιανικός αγιασμός θέτει ετσι ένα συγκεκριμένο γεγονός στο θεμέλιο της ηθικής προσπάθειας, στο οποίον ο πιστός έχει προσφυγή και μπορεί να επιστρέψη σε κάθε στιγμή. Και αυτή είναι η αιτία που το έργο του δεν χάνεται σε άγονες προσπάθειες, και δεν τελειώνει σε απογοήτευση και απελπισία. Ο πιστός δεν αποδεσμεύεται από την αμαρτία προοδευτικά. Εν Χριστώ, διαρηγνύει τις σχέσεις μαζί της άπαξ δια παντός. Με μια αποφασιστική πράξη της θέλησης τοποθετείται στην σφαίρα της τέλειας αγιότητας. Και είναι όντας μέσα σ” αυτή την σφαίρα, που προχωρά η προοδευτική ανανέωση της προσωπικής του ζωής. Και αυτό το δεύτερο παράδοξο του Ευαγγελίου, ο αγιασμός δια πίστεως, βασίζεται στο πρώτο, στην δικαίωση δια πίστεως.
Έχοντας τώρα δείξει στον πιστό πως πρέπει να θεωρεί τον εαυτόν του δυνάμει της ένωσης του με τον Θεό, ο Απόστολος τον καλεί να μην αφήσει τούτη την καινούργια θέση να μείνει ένα απλό θέμα θεωρίας, αλλά να την εργασθεί μέσα στην καθημερινή του ζωή, και να την κάνει ζωή του την κάθε στιγμή. Κάποιος είπε, οι Χριστιανοί θα έπρεπε ν” αρχίσουν διακρίνοντας τι αυτοί πραγματικά είναι, και μετά να εργασθούν να το φανερώσουν. Αυτό είναι και το θέμα των εδαφίων 12-14.

Εδάφιο 12
«Μη ουν βασιλευέτω η αμαρτία εν τω θνητώ ημών σώματι εις το υπακούειν αυτή εν ταις επιθυμίαις αυτού.»
«Ας μην βασιλεύει η αμαρτία εις το θνητό σας σώμα, δια να σας κάνει να υπακούετε εις τας επιθυμίας του.»

Εν Χριστώ έχουν όλα ολοκληρωθεί. Στον πιστό όμως, όλα γίνονται, και μπορούν να γίνουν, με την σύμπραξη της θέλησης του. Εξ αυτού η παραίνεση που συνδέεται με το «ουν».
Πιθανόν να νομίσθηκε, από ορισμένες προηγούμενες εκφράσεις, ότι ο Παύλος αποκλείει την ύπαρξη της αμαρτίας πλέον στον πιστό. Αλλά αυτός είναι μακρυά από του να υποστηρίζει τέτοιες υπερβολές. Η φράση ακριβώς, «μη ουν βασιλευέτω», υποθέτει ότι αυτή είναι ακόμα εκεί. Αλλά δεν θα πρέπει να είναι πλέον εκεί ως κυρίαρχος, διότι έχει χάσει το όργανο που χρησιμοποιούσε, το σώμα. Τούτο έχει γίνει πλέον εν Χριστώ, το όργανο του Θεού.
Η προστακτική «μη βασιλευέτω» συντακτικώς αναφέρεται στην αμαρτία, αλλά κατ” έννοιαν, στον ίδιο τον πιστό. Διότι είναι αυτός που έχει να φέρει αυτή την βασιλεία σ” ένα τέλος.
Η παραίνεση, καθώς τοποθετείται, σαν η συνέχεια αυτού που προηγείται, μας θυμίζει το Κολοσσαείς Γ5, «Είσασθε νεκροί (εδ. 3). Νεκρώσατε λοιπόν τα μέλη σας τα επί της γης». Είναι γιατί είμαστε νεκροί ως προς την αμαρτία εν Χριστώ, που μπορούμε να την νεκρώσωμε στους εαυτούς μας στην καθημερινή ζωή.
Η προστακτική ενεστώτα με την άρνηση «μη» («μη βασιλευέτω»), υπονοεί μια κατάσταση που υφίστατο έως τώρα, αλλά η οποία θα πρέπει να τελειώσει.
Δεν θα πρέπει, καθώς μερικοί ερμηνευτές κάνουν, να δώσωμε στο «εν» («εν τω θνητώ ημών σώματι»), την έννοια του «δια», σαν ο Απόστολος να εννοούσε ότι το σώμα ήταν το μέσον δια του οποίου η αμαρτία ασκεί την κυριαρχία της επάνω μας. Η φυσιολογική έννοια είναι: «Στο θνητό σας σώμα». Το σώμα είναι η περιοχή στην οποίαν ασκείται η κυριαρχία της αμαρτίας, υπό την έννοια ότι, άπαξ και η θέληση έχει υποδουλωθεί στην αμαρτία, της παραδίδει το σώμα το οποίον διαθέτει, και η αμαρτία το χρησιμοποιεί πλέον σαν αφέντης, κατά την αρέσκεια της.
«Θνητό»: Αυτό που είναι προορισμένο να πεθάνει. Δεν θα πρέπει το μέρος, το προορισμένο να πεθάνει, να κυβερνά την προσωπικότητα του πιστού. Η υψηλότερη ζωή που αφυπνίσθηκε μέσα του, θα πρέπει να τον διεισδύει ολοκληρωτικά, και να κυβερνά ακόμη και εκείνο το σώμα, το οποίον πρόκειται και αυτό ν” αλλάξει την φύση του.
«Εις το υπακούειν αυτή εν ταις επιθυμίαιας αυτού». Το πιο σωστό είναι το κείμενο του Αλεξανδρινού κώδικα: «Να υπακούτε τις επιθυμίες του (του σώματος)».
ΟΙ «επιθυμίες του σώματος» είναι τα ένστικτα του και οι ορμές του, τα οποία, ενεργόντας στην ψυχή, καθορίζουν μέσα της τις γεμάτες πάθος και ταραχώδεις κινήσεις της αμαρτίας.
Ο όρος «επιθυμία», από το επί + θυμός, δηλώνει την βιαιότητα με την οποία, κάτω απ” την κυριαρχία της σωματικής ορμής, η ψυχή φέρεται στα εξωτερικά αντικείμενα, στα οποία θέλει να ικανοποιήσει τους πόθους που έχουν εξαφθεί μέσα της. Αν και τότε είναι ακόμα η αμαρτία (το εγωιστικό ένστικτο της ψυχής), το οποίο βασιλεύει στο σώμα και κατευθύνει την χρήση του, συμβαίνει όμως οι ορμές αυτού του τελευταίου να γίνονται οι κύριοι της συμπεριφοράς του ατόμου. Και τούτο γιατί παρουσιάζονται στην ψυχή σαν το μέσον του να ικανοποιήσουν την διακαή της επιθυμία για απόλαυση. Έτσι βλέπομε την αρχή και το τέλος του εδαφίου να εξηγούν την βασιλεία της αμαρτίας πάνω στο σώμα, και την κυριαρχία του σώματος πάνω στο ίδιο το άτομο.

Εδάφιο 13
«Μηδέ παριστάνετε τα μέλη υμών όπλα αδικίας τη αμαρτία, αλλά παραστήσατε εαυτούς τω Θεώ ως εκ νεκρών ζώντας και τα μέλη υμών όπλα δικαιοσύνης τω Θεώ.»
«Ούτε να έχετε τα μέλη σας εις την διάθεσιν της αμαρτίας, σαν όργανα δια το κακόν, αλλά να προσφέρετε τους εαυτούς σας εις τον Θεόν, σαν άνθρωποι που ανέζησαν εκ νεκρών, και τα μέλη σας εις αυτόν, σαν όργανα δια να κάνουν το καλό.»

Μετά που μίλησε γενικά για το σώμα, ο Απόστολος, στο εδάφιο 13α, αναφέρει ειδικά τα «μέλη». Τα μέλη του σώματος αντιστοιχούν στις διάφορες επιθυμίες, εδάφιο 12, και είναι τα ιδιαίτερα όργανα της ικανοποίησης τους.
Ο όρος «όπλα» μπορεί ν” αποδοθεί σαν «όπλα», ή σαν «όργανα». Το «όργανα» ταιριάζει πιο πολύ εδώ, καθώς δεν γίνεται αναφορά σε πόλεμο, αλλά στην ικανοποίηση επιθυμιών.
Η προστακτική ενεστώτα «παριστάνετε», όπως και το «βασιλευέτω» του εδαφίου 12, δηλώνει την συνέχιση μιας πραγματικής κατάστασης. Με την άρνηση «μη» δηλώνει: Σταματήστε να παραδίνετε τα μέλη σας … όπως έχετε κάνει μέχρι τώρα. Το ρήμα «παριστάνω» δηλώνει: Το παρουσιάζω για να το θέσω στην διάθεση κάποιου.
Η λέξη «αδικία» περιλαμβάνει εδώ όλες τις πράξεις που είναι αντίθετες στην ηθική υποχρέωση γενικά.
Τα εδάφια 12 και 13α έχουν εκθέσει την ιδέα του αγιασμού του σώματος από μια αρνητική άποψη. Το 13β την εκθέτει από θετική άποψη.
Ο Απόστολος χρησιμοποιεί εδώ τον αόριστο «παραστήσατε» αντί του ενεστώτα «παριστάνετε», εδάφιο 13α. Καθώς ο αόριστος δηλώνει ακριβώς το πέρασμα σε δράση, η προστακτική αορίστου καλεί με δύναμη το άτομο να επιτελέση, χωρίς καθυστέρηση, την πράξη που δείχνεται από το ρήμα. Η διαφορά μεταξύ αυτής της προστακτικής αορίστου και των προστακτικών ενεστώτα που προηγούνται, είναι λοιπόν αυτή: Οι τελευταίες ήταν μια παραίνεση να μην συνεχίσουν στην παλαιά κατάσταση. Η προηγουμένη συνιστά μια άμεση μετάβαση στην νέα κατάσταση. Αυτή η αλλαγή θα πρέπει να εμπηρεάσει όχι μόνον το σώμα, αλλά και την όλη προσωπικότητα: «Παραστήσατε εαυτούς». Η αφιέρωση του σώματος και των μελών περιλαμβάνεται σε κείνη του προσώπου.
«Ως»: Ως όντες πράγματι.
«Εκ νεκρών ζώντας». Το «νεκροί» αναφέρεται στον πνευματικό θάνατο, στο οποίον ακόμα βρίσκεται ο αμαρτωλός, σύγκρινε Εφεσίους Β1 και 5. Ο Απόστολος, φαίνεται να θέτει σε αντίθεση την παλαιά κατάσταση της αποξένωσης απ” τον Θεό, στην οποίαν ήσαν προηγουμένως οι Ρωμαίοι, με την παρούσα τους κατάσταση ζωής εν Θεώ.
Ο όρος «δικαιοσύνη», σε αντίθεση στο «αδικία», μπορεί να δηλώνει εδώ μόνον ηθική δικαιοσύνη, την εκπλήρωση όλων των ανθρωπίνων υποχρεώσεων.
«Όπλα δικαιοσύνης τω Θεώ»: Όπλα δικαιοσύνης για τον Θεό. Όλα εκείνα τα έργα δικαιοσύνης τα οποία ο Θεός δεν θα μπορούσε να εκτελέση ο Ίδιος εδώ κάτω χωρίς συνεχείς θαυματουργικές παρεμβάσεις, τα εκτελεί δια των πιστών Του, οι οποίοι με διακαή επιθυμία Του προσφέρουν τα σώματα τους, και τα μέλη τους ειδικά, σαν όργανα γι” αυτόν τον σκοπό.

Εδάφιο 14
«Aμαρτία γαρ υμών ου κυριεύσει. Ου γαρ εστε υπό νόμον, αλλά υπό χάριν.»
«Διότι η αμαρτία δεν θα σας εξουσιάζη, αφού δεν είσθε κάτω από τον νόμον αλλά κάτω από την χάριν του Θεού.»

Να προσέξουμε, η έννοια εδώ δεν είναι «ας μη σας κυριεύσει», κάτι σαν παραίνεση. Εδώ πρόκειται για ένα μελλοντικό γεγονός, που έχει γίνει σίγουρο στον πιστό σαν μια ένδοξη υπόσχεση: «Αυτό που μόλις σας έχω ζητήσει, να πεθάνετε ως προς την αμαρτία, και ν” αφιερώσετε τους εαυτούς σας στον Θεό, είσαστε σε θέση να το κανετε σίγουρα. Διότι είναι αδύνατον στην αμαρτία να κρατήσει πλέον την θέση της μέσα σας. Δεν είναι πλέον σε θέση να βασιλεύση επάνω σας».
Αυτό δικαιολογεί και την προτροπή που δόθηκε στο εδάφιο 12, «Ας μη βασιλεύη η αμαρτία…». Το εδάφιο 14 είναι η μετάβαση απ” αυτή τη προτροπή στην επομένη ανάπτυξη, η οποία ασχολείται με την απελευθέρωση του πιστού.
Η υπόσχεση που περιέχεται στην πρώτη πρόταση («αμαρτία γαρ υμών ου κυριεύσει), δικαιολογείται στην δεύτερη. Η συμφιλίωση με τον Θεό, η κατάσταση της χάρης μέσα στην οποία βρίσκεται ο πιστός, η κατοχή του Πνεύματος Του, μεταδίδουν στην ψυχή μια νικηφόρα δύναμη, τελείως άγνωστη στην κατάσταση που είναι κάτω από τον νόμο. Εκεί, σ” αυτή την τελευταία, βασιλεύει το αίσθημα της αμαρτίας, ο φόβος της καταδίκης, και το δουλικό πνεύμα, καταστάσεις αντίθετες προς την εσωτερική αφιέρωση. Να γιατί η αμαρτία μπορεί να κατανικηθεί στο καθεστώς της χάρης, ενώ βασιλεύει αναπόφευκτα στο καθεστώς του νόμου.
Ο Απόστολος δεν έχει βάλει άρθρο πριν την λέξη «νόμον», διότι, παρ” όλο που εδώ κατά βάσιν σκέφτεται τον Μωσαϊκό νόμο, είναι σαν «νόμο», γενικά, που αυτός επιθυμεί να τον δηλώσει εδώ, και όχι σαν «Μωσαϊκό νόμο». Εκείνα που λέγει εδώ έχουν εφαρμογή σε κάθε θέσπιση που έχει τον χαρακτήρα μιας εξωτερικής εντολής.
Αλλά γιατί χρησιμοποιεί την πρόθεση «υπό» και όχι την «εν», η οποία φαίνεται να ταιριάζει καλλίτερα σε μια ιδέα σαν εκείνη της κατάστασης χάρης; Είναι λοιπόν και η χάρη ένας ζυγός, όπως ο νόμος; Σε άλλες συνδέσεις ο Παύλος θα είχε χρησιμοποιήσει σίγουρα την πρόθεση «εν» με την λέξη «χάρις». Αλλά εδώ, η ιδέα του όλου χωρίου που πρόκειται ν” ακολουθήση, είναι ακριβώς εκείνη της αποφασιστικής καθοδήγησης που η χάρη ασκεί πάνω στον πιστό να τον υποτάξη στην δικαιοσύνη, με μια εξουσία, όχι λιγώτερο αυταρχική, και ακόμα, περισσότερο αποτελεσματική απ” ότι ο νόμος (εδ. 15-23). Και είναι τούτη ακριβώς η ιδέα που εκφράζεται και συνοψίζεται απ” την πρόθεση «υπό».
Στη συνέχεια τώρα, όπως το δεύτερο μέρος του τμήματος, εδάφια 15-23, είναι η ανάπτυξη του θέματος που περιέχεται στις λέξεις «υπό χάριν», το τρίτο, Ζ1-6, καθώς θα δούμε, είναι η ανάπτυξη του θέματος που περιέχεται στις λέξεις «όχι πλέον υπό νόμον». Και η λογική σύνδεση των τριών τμημάτων είναι επομένως αυτή: Μετά που ο Απόστολος κατέδειξε στο πρώτο ότι η πίστη στον Χριστό, σταυρωμένον και αναστημένον, περιέχει μέσα της την αρχή μιας βασιλείας αγιότητας (εδ. 1-14), αποδεικνύει στην συνέχεια ότι αυτή η αρχή δεν είναι λιγώτερο δυνατή, απ” ότι ένας νόμος, να καθυποτάξη τον άνθρωπο σ” αυτή την ίδια (εδ. 15-23), και ότι, σε συνέπεια αυτής της ηθικής καθυπόταξης, ο πιστός μπορεί απο τούδε, χωρίς κίνδυνο, να αποκηρύξει τον ζυγό του νόμου (Ζ1-6).
Η Δύναμη της Νέας Αρχής Αγιασμού να Έλευθερώνει από την Αμαρτία. ΣΤ15-23.
Η νέα αρχή έχει μόλις αναπτυχθεί. Ο Παύλος την έχει βρει μέσα στο αντικείμενο της δικαιώνουσας πίστης. Αλλά θα μπορούσε μια αρχή τόσο πνευματική, μακρυά από κάθε εξωτερικό και συγκεκριμένο κανόνα, να καταλάβη την θέληση με δύναμη αρκετή να την κυβερνήση ολοκληρωτικά; Σ” αυτή την φυσιολογική αντίρρηση, που αναφέρεται στο εδάφιο 15, ο Παύλος απαντά ως ακολούθως: Δια της αποδοχής της χάρης, ένας καινούργιος κύριος έχει υποκαταστήσει τον παλαιό, την αμαρτία (εδ. 16-19). Και ο πιστός αισθάνεται τον εαυτόν του υποχρεωμένο να υπηρετήση αυτόν τον καινούργιο κύριο με την μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα, διότι αυτός ανταμείβει τους υπηρέτας του δίδοντας τους ζωή, ενώ ο προηγούμενος πληρώνει τους δικούς του δίδοντας τους θάνατο (εδ. 20-23). Έτσι αποδεικνύεται ότι η νέα αρχή είναι ντυμένη με επαρκή, παρ” όλο καθαρά εσωτερική εξουσία, για να κυβερνήσει ολόκληρη την ζωή του πιστού.

Εδάφιο 15
«Τι ουν; Αμαρτήσομεν ότι ουκ εσμέν υπό νόμον, αλλ” υπό χάριν; Μη γένοιτο».
«Τι λοιπόν; Θα αμαρτήσωμεν επειδή δεν είμεθα κάτω από τον νόμον αλλά κάτω από την χάριν; Μη γένοιτο.»

Η ερώτηση του εδαφίου 15 δεν είναι μια επανάληψη εκείνης του εδαφίου 1. Η συζήτηση έχει προχωρήσει. Η αρχή της αγιότητας, που υπάρχει μέσα στην σωτηρία δια χάριτος, έχει καταδειχθεί. Ο Απόστολος μόνον αναρωτιέται, εάν αυτή θα έχει την δύναμη που χρειάζεται να κυβερνήση τον άνθρωπο, χωρίς την βοήθεια του νόμου. Αυτό είναι το σημείο στο οποίο η ερώτηση «τι ουν» ξαναρχίζει την συζήτηση. Έτσι εξηγείται η διαφορά στην παρουσίαση μεταξύ της ερώτησης του εδαφίου 1 και εκείνης του εδαφίου 15. Στην προηγουμένη ο Παύλος ερώτησε, «θα συνεχίσωμε στην αμαρτία;». Εδώ απλώς λέγει, «Αμαρτήσωμεν;».
Το «αμαρτήσομεν» του Τ. R. θα πρέπει ν” απορριφθεί. Ο αόριστος «αμαρτήσωμεν» δεν δηλώνει, καθώς θα έκανε ο ενεστώτας, την μόνιμη κατάσταση, αλλά την μεμονωμένη πράξη, πράγμα που ταιριάζει απόλυτα με την όλη ανάπτυξη εδώ. Η ερώτηση δεν είναι πλέον, όπως στο εδάφιο 1, εάν ο πιστός που δικαιώθηκε θα είναι σε θέση να συνεχίση την ζωή της αμαρτίας, την οποία άλλοτε ζούσε (η απάντηση εδώ έχει δοθεί στα εδάφια 1-14). Το υπό ερώτηση θέμα εδώ είναι, εάν η νέα κυριαρχία επάνω του (αυτή της χάρης), θα είναι αρκετά δυνατή ν” αποδιώξει την αμαρτία σε κάθε ειδική περίπτωση. Εξ αυτού η μορφή «αμαρτήσωμε;» (θα διαπράξωμε μια πράξη αμαρτίας; Θα μπορούσαμε να ενεργήσωμε έτσι εθελοντικά σε μια μεμονωμένη περίπτωση;). Και στην πραγματικότητα, ο πιστός, συχνά θα πιάσει τον εαυτόν του να θεωρεί με μια ειδική επιείκεια κάποια αμαρτία, σαν κάτι το επιτρεπτό, δεδομένης της ελεύθερης παροχής συγνώμης.
Ο Απόστολος δεν λέγει τώρα πλέον, «Η χάρη να περισεύση» («θα επιμένωμεν στην αμαρτία για να περισεύση η χάρη»), λέξεις που θα μπορούσαν να προέλθουν μόνον από μια καρδιά ακόμα ξένη στην εμπειρία της πίστης, αλλά λέγει, «Διότι είσθε υπό χάριν». Υπάρχει ένα τόσο λεπτό, ανεπαίσθητο στο να το καταλάβης δηλητήριο, που μπαίνει ύπουλα στην καρδιά και του πιο καλλίτερου Χριστιανού. Είναι ο πειρασμός να λέγη: Ας αμαρτήσωμε, όχι ώστε η χάρη να περισεύση, αλλά διότι αυτή περισεύει.
Τα εδάφια 16-19 στην συνέχεια, περιγράφουν την νέα υποταγή (στην δικαιοσύνη), δια της οποίας η χάρη εκτοπίζει την παλαιά υποταγή (στην αμαρτία).

Pages