Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (06/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (06/50)





Ο Παύλος θυμίζει πρώτα στους αναγνώστες του τα γενικά χαρακτηριστικά της ανθρωπίνης διαφθοράς, εδάφια 10-12. Μετά παρουσιάζει δύο ειδικές ομάδες των εκδηλώσεων αυτής της διαφθοράς, εδάφια 13-17. Τέλος, κλείνει αυτή την περιγραφή μ” ένα αποφασιστικό χαρακτηριστικό το οποίο πηγαίνει πίσω, ακριβώς στην πηγή του κακού, εδάφιο 18.






Εδάφια 10-12
«Καθώς γέγραπται ότι ουκ έστι δίκαιος ουδέ εις. Ουκ έστιν ο συνιών, ουκ έστιν ο εκζητών τον Θεόν. Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν. Ουκ έστιν ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός.»
«Καθώς είναι γραμμένον, Δεν υπάρχει δίκαιος, ούτε ένας, δεν υπάρχει κανένας συνετός, δεν υπάρχει κανένας που να ζητή τον Θεόν, όλοι παρεξέκλιναν, συγχρόνως εξηχρειώθησαν, δεν υπάρχει κανένας που να κάνει το καλόν, δεν υπάρχει ούτε ένας.»



Τούτες οι 6 προτάσεις έχουν παρθεί απ” τον ψαλμό ΙΔ1-3. Αυτή η σκιαγράφηση έχει εφαρμογή στον ηθικό χαρακτήρα του ανθρώπου, όσο αυτός παραμένει μακρυά απ” την επίδραση της Θείας ενέργειας.
Το εδάφιο 10 περιέχει την πλέον γενική δήλωση. Οι δύο όροι που ακολουθούν, στο εδάφιο 11, έχουν μια πιο ειδική έννοια. Η πρώτη αναφέρεται στην αντίληψη, στην γνώση του Δημιουργού μέσ” απ” τα έργα Του. Η δεύτερη στην θέληση, την επιθυμία για ένωση μ” αυτό το τέλειο Ον.
Το άρθρο «ο» πριν τις μετοχές («συνιών», «εκζητών») είναι σε συμφωνία με την έννοια του ψαλμού. Ο Θεός παρουσιάζεται σαν να ψάχνει να βρεί εκείνον τον έναν και μοναδικό άνθρωπο, και να μην τον βρίσκει: «Ουκ έστιν ο συνιών, ουκ έστιν ο εκζητών τον Θεόν», ούτε ένας δεν υπάρχει.
Στην περίπτωση τώρα που δεν παράγεται πραγματικό καλό (εκζήτηση του Θεού) μέσα στη καρδιά, αυτή αμέσως πέφτει κάτω απ” την κυριαρχία του κακού. «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν». «Όλοι παρεξέκλιναν, συγχρόνως εξηχρειώθησαν».
«Εξέκλιναν»: Παρεκτράπησαν σ” έναν κακό δρόμο, διότι εθελοντικά έφυγαν απ” τον καλό (εδ. 11).
«Ηχρειώθησαν»: Έγιναν ανίκανοι για το καλό.
«Ουκ έστιν ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός.»
«Δεν υπάρχει κανένας που να κάνει το καλόν, δεν υπάρχει ούτε ένας.»
Το ανθρώπινο γένος μοιάζει μ” ένα καραβάνι που έχει χάσει τον δρόμο του, και κινείται σε αντίθετη απ” την σωστή κατεύθυνση, και του οποίου τα μέλη δεν μπορούν να κάνουν τίποτα να βοηθήσουν το ένα το άλλο στην κοινή τους δυστυχία.
Στην συνέχεια αρχίζει μια δεύτερη πιο ειδική περιγραφή, εκείνη της ανθρωπίνης διαφθοράς που εκδηλώνεται στα λόγια.




Εδάφια 13,14
«Τάφος ανεωγμένος ο λάρυγξ αυτών, ταις γλώσσαις αυτών εδολιούσαν, ιός ασπίδων υπό τα χείλη αυτών. Ων το στόμα αράς και πικρίας γέμει.»
«Τάφος ανοικτός είναι ο λάρυγγας τους, με την γλώσσαν τους ήσαν δόλιοι, φαρμάκι από οχιές είναι κάτω από τα χείλη τους. Το στόμα τους είναι γεμάτο κατάραν και πικρίαν».



Αυτές οι τέσσαρες προτάσεις αναφέρονται στα διάφορα όργανα της ομιλίας, και τα δείχνουν ν” ασκούν όλα τους δύναμη στο να βλάψουν, κάτω απ” την εξουσία της αμαρτίας. Ο λάρυγγας συγκρίνεται μ” έναν τάφο. «Τάφος ανοικτός είναι ο λάρυγγας τους», που θάβει ανθρώπους. Είναι αυτό που λέμε στην καθομιλουμένη, «Τον έθαψε με τα λόγια του», εννοόντας ότι του έκανε μεγάλο κακό.
Το χαρακτηριστικό που ακολουθεί αντιπαρατίθεται με το προηγούμενο: «Ταις γλώσσαις αυτών εδολιούσαν», «Με την γλώσσαν τους ήσαν δόλιοι». Εδώ πρόκειται για μια γλώσσα όλο γλύκα που σε γοητεύει σαν μελωδικό όργανο, για να σπείρει έτσι, (με δόλο), το κακό. Το «εδολιούσαν» δηλώνει την ενέργεια σαν συνεχώς επαναλαμβανομένη. Τούτα τα λόγια είναι δανεισμένα απ” τον Ψαλμό Ε9, όπου περιγράφεται η συμπεριφορά των εχθρών του Δαβίδ.
Η τρίτη πρόταση είναι παρμένη απ” τον ψαλμό ΡΜ3, που αναφέρεται στο ίδιο θέμα.»Ιός ασπίδων υπό τα χείλη αυτών». «Φαρμάκι από οχιές είναι κάτω από τα χείλη τους». Εκείνο που εννοείται εδώ είναι ότι η συκοφαντία και το ψέμμα που εκστομίζουν τα κακοήθη χείλη, είναι όπως το δηλητήριο που ρίχνει το φίδι.
Η τέταρτη (εδ. 14), περιγράφει την αμαρτία που ξεχύνεται κατά πρόσωπο από ένα στόμα γεμάτο μίσος και πικρία. «Ων το στόμα αράς και πικρίας γέμει.» «Το στόμα τους είναι γεμάτο κατάραν και πικρίαν». Τούτη η πρόταση είναι δανεισμένη απ” τον ψαλμό Ι 7.
Αυτή η εικόνα της ανθρωπίνης διαφθοράς, που εκδηλώνεται από μόνη της με λόγια, συμπληρώνεται στην συνέχεια με την περιγραφή αυτής της ίδιας διαφθοράς καθώς φανερώνεται με έργα, με πράξεις.




Εδάφια 15-18
«Οξείς οι πόδες αυτών εκχέαι αίμα, σύντριμμα και ταλαιπωρία εν ταις οδοίς αυτών, και οδόν ειρήνης ουκ έγνωσαν. Ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι των οφθαλμών αυτών»
«Τα πόδια τους τρέχουν γρήγορα για να χύσουν αίμα, καταστροφή και δυστυχία είναι στον δρόμο τους και τον δρόμον της ειρήνης δεν εγνώρισαν. Δεν υπάρχει φόβος Θεού εμπρός στα μάτια τους.»



Απ” αυτές τις τέσσερες προτάσεις οι πρώτες τρείς είναι δανεισμένες απ” τον Ησαϊα ΝΘ7,8, όπου ο προφήτης ομολογεί την διαφθορά του Ισραήλ. Τα «πόδια» σαν το όργανο του περπατήματος, συμβολίζουν την όλη συμπεριφορά του ατόμου. Ο άνθρωπος, για να κάνει το κακό, ενεργεί χωρίς να λογαριάζει τον συνάνθρωπο του, χωρίς καν φόβο που διακινδυνεύει πράγματα δικά του, και ακόμα την υγεία του. Τούτα τα λόγια αναφέρονται και στο Παροιμίες Α16. Καταπιέζει και συντρίβει («σύντριμμα») τον αδελφόν του, και ο ίδιος γεμίζει την ζωή του με ταλαιπωρία. Ο δρόμος που χαράσσεται από μια τέτοια πορεία είναι βρεγμένος με τα δάκρυα των άλλων.
Ειρήνη δεν μπορεί να υπάρχει στην καρδιά τέτοιων ανθρώπων, ούτε στο περιβάλλον τους («και τον δρόμον της ειρήνης δεν εγνώρισαν», εδ. 17).
Και αυτό το ξεχείλισμα της διαφθοράς και των βασάνων προέρχεται από ένα κενό μέσα τους, την απουσία εκείνης της αίσθησης που θα έπρεπε να είχε γεμίσει την καρδιά, «του φόβου του Θεού», («Ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι των οφθαλμών αυτών», εδ. 18).
«Φόβος Θεού» στην Παλαιά Διαθήκη είναι η έκφραση για την «ευσέβεια», για εκείνη την διάθεση στον άνθρωπο να έχει πάντα τον Θεό παρόντα στην καρδιά του, το θέλημα Του και την κρίση Του.
Οι λέξεις «απέναντι των οφθαλμών αυτών», δείχνουν ότι ανήκει στον άνθρωπο ελεύθερα να καλέσει στον νου του, ή να καταπνίξει αυτή την εσωτερική θέα του Θεού, από την οποία εξαρτάται και η ηθική του συμπεριφορά.
Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό της διαφθοράς των ανθρώπων, («Ουκ έστι φόβος Θεού απέναντι των οφθαλμών αυτών», εδ. 18), είναι δανεισμένο απ” τον ψαλμό ΛΣΤ1, όπου σημειώνεται η αντίθεση μεταξύ του πιστού και του αμαρτωλού μέσα στον Ισραήλ.
Ζωγραφίζοντας ο Απόστολος αυτή την εικόνα με τα λόγια των προφητών και των ψαλμωδών, δεν εννοεί βέβαια ότι κάθε ένα απ” αυτά τα χαρακτηριστικά είναι εξ ίσου ανεπτυγμένο σε κάθε άνθρωπο. Μερικά, ίσως και τα περισσότερα απ” αυτά, μπορεί να παραμένουν σε λανθάνουσα κατάσταση σε πολλούς ανθρώπους. Αλλά όλα υπάρχουν εν σπέρματι στην ατομιστική και σαρκική υπερηφάνεια του «εγώ», οπότε και οι πιό ασήμαντες περιστάσεις μπορεί να τα φέρουν σε ενεργό κατάσταση, όταν ο φόβος του Θεού δεν κυβερνά την καρδιά. Να λοιπόν γιατί η Θεία καταδίκη επικρέμμεται πάνω στο ανθρώπινο γένος.
Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο φθάνει ο Απόστολος, αλλά περιορίζεται να το δηλώσει μόνο για τους Ιουδαίους (εδάφια 19,20). Και τούτο γιατί αυτοί μόνον θα μπορούσαν να επιχειρήσουν να διαμαρτυρηθούν ενάντια σ” αυτό, και να βγάλουν τους εαυτούς τους έξω απ” αυτή την σκιαγράφηση της ανθρωπίνης διαφθοράς. Θα μπορούσαν ειδικά να πουν ότι πολλά απ” αυτά τα λόγια, δεν αναφέρονται απ” την Γραφή σ” αυτούς, αλλά στους Εθνικούς. Ο Παύλος προβλέπει αυτή την αντίρρηση και φροντίζει να την ανασκευάσει, ούτως ώστε τίποτα να μην μειώση την σαρωτική εφαρμογή της καταδικαστικής απόφασης, που ο Θεός αναγγέλει πάνω στην κατάσταση του ανθρωπίνου γένους.




Εδάφια 19,20
«Οίδαμεν δε ότι όσα ο νόμος λέγει τοις εν τω νόμω λαλεί, ίνα παν στόμα φραγή και υπόδικος γένηται πας ο κόσμος τω Θεώ, διότι εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σαρξ ενώπιον αυτού. Δια γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας».
«Γνωρίζομεν δε ότι όσα λέγει ο νόμος, τα λέγει εις εκείνους που είναι υπό τον νόμον, δια να βουλωθή κάθε στόμα και όλος ο κόσμος να γίνη υπόδικος εις τον Θεόν, διότι κανείς άνθρωπος δεν θα δικαιωθή εμπρός του επειδή ετήρησε τον νόμον. Ο νόμος φέρει μόνον την συναίσθησιν αμαρτίας».



Με το «οίδαμεν» («γνωρίζομεν»), ο Παύλος περιγράφει κάτι το κοινά γνωστό στους αναγνώστες του. Πράγματι, όταν η Παλαιά Διαθήκη περιγράφει στους Ιουδαίους την διαφθορά των Εθνικών, δεν το κάνει για να τους ξεσηκώσει εναντίον τους, αλλά για να τους επιστήσει την προσοχή ενάντια στις ίδιες αμαρτίες, και να τους προφυλάξει από τις ίδιες κρίσεις. Και τούτο είναι μια απόδειξη ότι ο Θεός είδε στην καρδιά τους τα ίδια σπέρματα διαφθοράς, που αναπόφευκτα θα βλάσταναν, εάν δεν έμεναν πιστοί σ” Αυτόν. Έτσι, ενώ κανένα ίσως από τα αναφερθέντα λόγια να μην αναφέρεται ειδικά σ” αυτούς, όλα, παρ” όλα αυτά, ελέχθησαν γι” αυτούς.
Ο «νόμος» εδώ δηλώνει όλη την Παλαιά Διαθήκη, που ήταν απ” την αρχή της έως το τέλος της ο κανόνας για την Ισραηλιτική ζωή (σύγκρινε Ιωάννη Ι 34, Α Κορ. ΙΔ 21 κ.λ.π.).
Η διαφορά στην έννοια μεταξύ του «λέγειν» και «λαλείν» φαίνεται καθαρά σ” αυτό το εδάφιο – η πρώτη αναφέρεται στο περιεχόμενο του λόγου, ενώ η δεύτερη στο γεγονός της εκστόμισης του.
«Ίνα παν στόμα φραγή…». Δεν υπάρχει λόγος ν” αδυνατίσωμε αυτό το «ίνα» και να το κάνωμε «ώστε». Ο σκοπός όλων αυτών των δηλώσεων που δίνει η Γραφή σχετικά με την διαφθορά του φυσικού ανθρώπου, ήτο πράγματι να κλείση το στόμα κάθε ματαιοδοξίας, σαν εκείνη στην οποία παραδίδεται ένας άνθρωπος που είναι γεμάτος αυτοϊκανοποίηση.
«Παν στόμα»: Ακόμα και τα Ιουδαϊκά στόματα.
«Πας ο κόσμος»: Ιουδαίοι και Εθνικοί.
«Υπόδικος»: Είναι αυτός τον οποίον ο δικαστής έχει κηρύξει ένοχο, και ο οποίος οφείλει ικανοποίηση στον νόμο που έχει παραβεί.
«Υπόδικος…τω Θεώ»: Είναι στα χέρια της δικαιοσύνης του Θεού που όλος ο ένοχος κόσμος πέφτει.
Το «πας ο κόσμος» είναι τόσο αληθές που και η μόνη δυνατή εξαίρεση, εκείνη του Ιουδαϊκού κόσμου, δεν μένει έξω (εδ. 20). Αυτός ο λαός, πράγματι, θα μπορούσε να είχε επικαλεσθεί ένα πλήθος τελετουργικών και ηθικών έργων, εκτελεσμένων επί καθημερινής βάσης, σε υπακοή στον Θείο νόμο. Δεν συνιστούν τέτοια έργα στην περίπτωση τους μια ειδική αξία και δικαίωμα στην χάρη του Θεού; Ο Απόστολος απορρίπτει και μια τέτοια αξίωση: «Διότι εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σαρξ ενώπιον αυτού».
«Ου…πάσα σαρξ»: Κανένα ανθρώπινο δημιούργημα (ιδέ σχόλια στο Α3).
«Έργα νόμου». Τούτη η φράση είναι ένας από τους σπουδαιότερους όρους του λεξιλογίου του Παύλου. Εκφράζει μια απ” τις θεμελιώδεις ιδέες της εμπειρίας του, και της άποψης του για την χριστιανική αλήθεια. Τούτη η φράση συνοψίζει το πρώτο μέρος της ζωής του. Μπορεί να γίνει αντιληπτή κατά δύο τρόπους. Ένα «έργο νόμου» μπορεί να σημαίνει: Ένα έργο συμμορφωμένο ακριβώς προς τον νόμο, σε όλα που ο νόμος επιτάσσει. Μπορεί όμως και να σημαίνει: Ένα τέτοιο έργο που ο άνθρωπος μπορεί να επιτελέσει κάτω από το σύστημα του νόμου, και με τα μέσα μόνον που είναι διαθέσιμα σ” αυτό το σύστημα. Ο Παύλος φαίνεται να χρησιμοποιεί εδώ τούτη την φράση σ” αυτή την δεύτερη της έννοια, να εννοεί, δηλαδή, έργα τέτοια που ο άνθρωπος μπορεί να κάνει, όταν δεν έχει άλλη βοήθεια παρά μόνον τον νόμο – δηλαδή, στην πραγματικότητα, με την δική του δύναμη.
Ο νόμος είναι τέλειος από μόνος του. Αλλά δεν προμηθεύει στον πεσμένο άνθρωπο τα μέσα να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του. Ο Παύλος εξηγείται αρκετά καθαρά πάνω σ” αυτό στο Γαλάτας Γ21: «Εάν εδίδετο νόμος, ο οποίος να μπορούσε να ζωοποιήσει, τότε πραγματικά θα προήρχετο εκ του νόμου η δικαίωσις». Με άλλα λόγια, ο νόμος δεν σε κάνει κοινωνό με το Πνεύμα του Θεού, και μέσω Αυτού με την ζωή της αγάπης, που είναι η εκπλήρωση του νόμου (Ρωμ. ΙΓ10). Έργα ειργασμένα σ” αυτή την κατάσταση, παρ” όλη την εξωτερική τους συμμόρφωση με το γράμμα του νόμου, δεν είναι και η πραγματική του εκπλήρωση. Παρ” όλο που είναι σε συμφωνία με το νομικό θέσπισμα, τους λείπει η ηθική προδιάθεση που θα τους έδινε αξία στα μάτια του Θεού. Ο άνθρωπος τα κάνει γιατί του επιβάλλονται, όχι γιατί τον ξεσηκώνει μια πρόθυμη καρδιά. Ο ίδιος ο Παύλος, έως τον χρόνο της μεταστροφής του, εστέναζε πάνω στην θλιβερή αντίθεση που έβλεπε στα έργα του, αντίθεση μεταξύ της εμφάνισης τους και της πραγματικότητας που κρυβόταν πίσω απ” αυτά. Σύγκρινε και την αντίθεση μεταξύ των καταστάσεων που τις ονομάζει «παλαιότητα γράμματος», και «καινότητα πνεύματος», (Ζ6). Δίνει επίσης την εκτίμηση του για τα έργα του νόμου όταν, μετά που λέγει για τον εαυτόν του, πριν την μεταστροφή του, Φιλιππ. Γ6: «Ως προς την δικαιοσύνην του νόμου άμεμπτος», προσθέτει, εδ. 7: «Αλλά αυτά που μου ήσαν κέρδη (όλη αυτή η από ανθρωπίνης άποψης άμεπτη δικαιοσύνη) αυτά τα έχω θεωρήσει ζημία για χάρη του Χριστού».
Απ” αυτό που λέγει εδώ ο Παύλος, συνεπάγεται ότι ο άνθρωπος δεν θα έπρεπε ποτέ να επιχειρήσει να θέσει κανένα έργο, οιονδήποτε και αν είναι, μεταξύ του Θεού και του ιδίου, σαν να του δίνει το δικαίωμα για σωτηρία. Γιατί αν μεν αυτό το έργο είναι ειργασμένο πριν την μεταστροφή του, προερχόμενο απ” την φυσική του ικανότητα, του λείπει το πνεύμα της αληθινής αγάπης, το οποίον μόνον θα το καθιστούσε «καλό» στα μάτια του Θεού. Αν δε έγινε μετά την αναγέννηση του, και είναι αληθινά καλό («έργον αγαθόν», Εφ. Β10), τούτο δεν είναι παρά καρπός του Πνεύματος, και δεν μπορεί να καταλογισθεί υπέρ του ανθρώπου.
Με μια μικρή πρόταση τώρα, («Δια γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας», «Ο νόμος φέρει μόνον την συναίσθησιν αμαρτίας», εδ. 20β), ο Απόστολος δικαιολογεί την αρχή που έθεσε στο εδάφιο 20α: Ο νόμος εδόθηκε στον αμαρτωλό άνθρωπο όχι για να του προμηθεύσει το μέσον για την δικαίωση του, αλλά για να τον βοηθήσει να διακρίνει την αμαρτία που βασιλεύει επάνω του. Τούτη η σκέψη απλώς αναφέρεται εδώ. Θα αναπτυχθεί αργότερα. Πράγματι ο Παύλος σ” όλο αυτό το κομμάτι θεωρεί την αμαρτία μόνον σαν «ενοχή» που σχηματίζει την βάση της καταδίκης. Μόνο μετά το κεφάλαιο Ζ θα την θεωρήση σαν «δύναμη», στην σχέση της με τον νόμο, και τότε θ” αναπτύξει την σκέψη με την οποία κλείνει τούτο το τμήμα (εδ. 20β).
Κλείνοντας τούτο το μέρος να πούμε και αυτό: Ο Ιουδαϊσμός ζούσε και ακόμα ζει κάτω από μια μεγάλη ψευδαίσθηση, δηλαδή, ότι είναι καλεσμένος να σώσει τον Εθνικό κόσμο, μεταδίδοντας του το νομικό σύστημα που έλαβε μέσω του Μωϋσή. «Μεταδώστε τον νόμο», λέγει ο Παύλος, «και θα έχετε δώσει στον κόσμο όχι το μέσον να καθαρισθεί, αλλά το μέσον να δει καλλίτερα την πραγματική του διαφθορά». Και αυτά για μας είναι πλέον κοινοτοπίες, τετριμμένα πράγματα. Αλλά έγιναν τέτοια μέσω αυτής της επιστολής. Κατά τον χρόνον που γραφόταν η επιστολή, αυτές οι «κοινοτοπίες» υψωνόταν στον ορίζοντα σαν Θείες ακτίνες, που επρόκειτο να φέρουν μια καινούργια ημέρα κάτω στον κόσμο.

Pages