Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (01/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (01/50)







Τα παρόντα σχόλια βασίζονται στο βιβλίο Commentary on Romans του F. Godet.




ΕΙΣΑΓΩΓΗ





Την Επιστολή προς Ρωμαίους ο Παύλος την έγραψε στην Κόρινθο, λίγο πριν φύγει για την Ιερουσαλήμ, τον Μάρτιο του 59.





Η επιστολή απευθυνόταν στην Εκκλησία της Ρώμης, γενικώτερα ομως απευθύνεται σ” όλους εκείνους που πλησιάζουν τον Θεό με μια καρδιά, που όπως την περιγράφει ο Κύριος στην Επί του Όρους Ομιλία, «πεινά και διψά για δικαιοσύνη». Το θέμα που πραγματεύεται η Επιστολή προς Ρωμαίους είναι τούτο ακριβώς, η προσφορά της «δικαιοσύνης» του Θεού στον άνθρωπο, που προσπαθόντας να κάνει το καλό, που προσπαθόντας να πλησιάσει τον Θεό με το νόμο της δικής του δικαιοσύνης, βρίσκει τον εαυτόν του τελείως γυμνό και ανίκανο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 1

Εδάφια 1,2
«Παύλος δούλος Ιησού Χριστού, κλητός απόστολος, αφωρισμένος εις ευαγγέλιον Θεού ο προεπηγγείλατο δια των προφητών αυτού εν γραφαίς αγίαις.»
«Ο Παύλος δούλος Ιησού Χριστού, καλεσμένος απόστολος, ξεχωρισμένος δια την υπηρεσίαν του ευαγγελίου του Θεού, το οποίον είχε από πριν υποσχεθή ο Θεός δια των προφητών του εις τας αγίας γραφάς».

Σε τούτα τα εδάφια ο Παύλος συστήνει τον εαυτόν του και το έργο του στους παραλήπτες της επιστολής του.
Να τα δούμε ένα ένα.
«Παύλος, δούλος Ιησού Χριστού». Οι δούλοι, στην εποχή που ο Παύλος έγραφε την επιστολή, ήταν πρόσωπα που ανήκαν, ήσαν ιδιοκτησία κάποιου, τον οποίον και υπηρετούσαν υποχρεωτικά.
Άρα ο Παύλος που τους στέλνει αυτή την επιστολή, τους την στέλνει σαν δούλος, σαν υπηρέτης κάποιου που τον έχει επιφορτίσει μ” ένα ειδικό έργο.
Ποιό είναι το αφεντικό του Παύλου; «Δούλος Ιησού Χριστού». Ο Ιησούς Χριστός.
Στην συνέχεια, αναφέρει το ειδικό έργο που του έχει αναθέσει ο Ιησούς Χριστός: «Κλητός απόστολος, αφωρισμένος εις ευαγγέλιον Θεού». Η ειδική υπηρεσία που είχε ανατεθεί στον Παύλο ήταν αυτή του «Αποστόλου».
Ο Κύριος έχει ορίσει τις διακονίες, τις υπηρεσίες στην Εκκλησία Του, που υπηρετούν την οικοδόμηση της. Οι ποιμένες και οι δάσκαλοι π.χ. την τελειοποιούν, οι ευαγγελιστές την επεκτείνουν. Η αποστολικότητα είναι μια ειδική υπηρεσία, που ανατέθηκε μια μόνο φορά σε 13 άτομα, στους 12 μαθητές του Κυρίου και στον Παύλο.
Ποιό ήταν το ειδικό έργο των Αποστόλων; Να θεμελιώσουν την Εκκλησία. Εις τούτο βοηθήθηκαν και από τους προφήτες των πρώτων χρόνων της Εκκλησίας. Λέγει ο Λόγος του Θεού στην Εφεσίους Β20: «Έχετε οικοδομηθεί επάνω εις το θεμέλιο των αποστόλων και των προφητών, του οποίου ο Ιησούς Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος.» Ό,τι οι άλλοι εργάτες του έργου οικοδομούν, το οικοδομούν πάνω στο θεμέλιο που έβαλαν αυτοί οι 13, οι Απόστολοι. “Ο,τι κτίζεται πάνω σε άλλο θεμέλιο, δεν αναγνωρίζεται σαν γνήσιο. Αυτό ήταν και το κριτήριο π.χ. να συνταχθεί ο κανόνας των βιβλίων της Καινής Διαθήκης. Από τα πολλά συγγράματα που υπήρχαν, ξεχώρισαν σαν κατ” ευθείαν Θεία αποκάλυψη ό,τι ήταν αποστολικής προελεύσεως.
Η υπηρεσία του Αποστόλου είναι (ήταν) η πλέον υψηλή διακονία στην Εκκλησία του Χριστού. Ένας τέτοιος ήταν και ο Παύλος. Και είχε ειδική κλήση απ” τον Θεό γι” αυτή την αποστολή, γι” αυτό λέγει: «Κλητός απόστολος», δηλαδή, «καλεσμένος να είναι απόστολος». Όλοι γνωρίζομε με τι ειδικό τρόπο τον κάλεσε στην υπηρεσία Του ο Κύριος (Πράξεις Θ).
Στην επιστολή προς Εφεσίους, στο Δ11, ο Λόγος του Θεού κάνει σαφή διάκριση μεταξύ των διαφόρων διακονιών που όρισε ο Κύριος: «Και τα δώρα του ήσαν: Μερικοί να είναι απόστολοι, άλλοι προφήται, άλλοι ευαγγελισταί, άλλοι ποιμένες και διδάσκαλοι, προς τον σκοπόν να καταρτίσουν τους αγίους, δια το έργον της υπηρεσίας, δια την οικοδομήν του σώματος του Χριστού.»
Ο Παύλος λοιπόν γράφει στους Ρωμαίους με την εξουσία που του δίνει η υπηρεσία που του είχε αναθέσει ο Θεός: Ήταν «κλητός απόστολος αφωρισμένος εις ευαγγέλιον Θεού».
«Αφωρισμένος». Την εξήγηση τούτης της λέξης μπορούμε να την πάρωμε από τους Γαλάτας Α15, που συνδέεται στενά με το εδάφιο που μελετάμε: «Ότε δε ευδόκησεν ο Θεός ο αφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας δια της χάριτος αυτού» («Όταν όμως ευδόκησεν ο Θεός, ο οποίος με εξεχώρισε από την κοιλιά της μητέρας μου, και με εκάλεσε δια της χάριτος του…»).
Ο Παύλος ήταν εσωτερικά πεπεισμένος ότι είχε ξεχωρισθεί απ” την αρχή της ύπαρξης του, να είναι ο κήρυκας ενός μηνύματος χάρης απ” τον Θεό στο ανθρώπινο γένος. Σαν τέτοιος λοιπόν απευθύνεται στην Εκκλησία της Ρώμης. Όλα στην ζωή του Παύλου τα είχε φέρει έτσι ο Θεός για να τον προετοιμάσει γι” αυτό το μέγα έργο. Να προσέξωμε, δεν λέγει «προορισμένος», που θα μας οδηγούσε στην έννοια του απολύτου προορισμού, αλλά «αφωρισμένος», δηλαδή «ξεχωρισμένος».
Ένα μήνυμα είχε εμπιστευθεί λοιπόν ο Θεός στον Παύλο και στους Αποστόλους να φέρουν στους ανθρώπους, το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Και τούτο το μήνυμα δεν έπεσε ξαφνικά από τον ουρανό. Είχε προετοιμασθεί και αναγγελθεί από πολύ πριν: «Ο προεπειγγείλατο δια των προφητών αυτού εν γραφαίς αγίαις» («Το οποίον είχε από πριν υποσχεθεί ο Θεός δια των προφητών του εις τας αγίας γραφάς»). Το είχε υποσχεθεί ο Θεός και είχε φροντίσει μέσω των προφητών Του να γραφεί στην Αγία Γραφή, στο βιβλίο του Θεού, ότι κάποτε το κήρυγμα τούτο του Ευαγγελίου θα ακουγόταν στο ανθρώπινο γένος. Από δω καταλαβαίνομε τι αποφασιστικής σπουδαιότητας είναι τούτο το κήρυγμα στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Στην συνέχεια ο Παύλος δηλώνει, μ” έναν συνοπτικό τρόπο, το θέμα του αποστολικού του κηρύγματος:

Εδάφια 3,4
«Περί του υιού αυτού, του γενομένου εκ σπέρματος Δαυείδ κατά σάρκα, του ορισθέντος υιού Θεού εν δυνάμει κατά το πνεύμα της αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών, Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών».
«Περί του υιού του, ο οποίος από ανθρωπίνης πλευράς, εγεννήθηκε από το γένος του Δαυίδ, διακηρύχθηκε δε υιός του Θεού με δύναμιν κατά το πνεύμα της αγιωσύνης δια της αναστάσεως του εκ νεκρών, δηλαδή περί του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.»

Ποιό είναι λοιπόν το θέμα του του Ευαγγελίου που κηρύττει ο Παύλος; Είναι, «Ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, που ήλθε σαν άνθρωπος στον κόσμο».
«Περί του υιού αυτού» λοιπόν, «του γενομένου εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκα». «Κατά σάρκα», δηλαδή σαν άνθρωπος, ο Υιός του Θεού ήλθε στην ανθρώπινη οικογένεια απ” την γενηά του Δαυίδ, απ” τους απογόνους αυτού του βασιληά.
Τι κληρονόμησε από κεί; Δύο πράγματα. Το πρώτο είναι αυτό που φέρουν κληρονομικά οι άνθρωποι σαν γεννιώνται: Σώμα, ψυχή και πνεύμα. Ο άνθρωπος, μας λέγει ο Λόγος του Θεού, αποτελείται από αυτά τα τρία, διαβάζομε για παράδειγμα στην Α. Θεσσαλονικείς Ε23, «Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης είθε να σας αγιάση ολοκλήρως. Και να διατηρηθή ολόκληρον το πνεύμα σας, και η ψυχή, και το σώμα, αμέπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού».
Το δεύτερο που κληρονόμησε ήταν ο Ιουδαϊκός χαρακτήρας, και ειδικώτερα ο βασιλικός Ιουδαϊκός χαρακτήρας, που έρεε στην Δαυιδική βασιλική γενηά. Απ” αυτή τη γενιά καταγόταν και ο Ιωσήφ και η Μαρία.
Ο Κύριος μας εδώ στη γη ήταν και στην εμφάνιση, αλλά και στην γενικώτερη συγκρότηση της ανθρωπίνης Του υπόστασης Ιουδαίος. Έμοιαζε π.χ. στην μορφή σαν Ιουδαίος, και όχι σαν κάποιος από του βόρειους λαούς, είχε τις Ιουδαϊκές κλίσεις και επιθυμίες, τα Ιουδαϊκά όνειρα απασχολούσαν τη σκέψη Του. Όλα αυτά κληρονομικά.
Ο Ιωάννης στον πρόλογο του, στο εδάφιο 12, λέγει ακριβώς τα ίδια με την φράση, «Και ο λόγος σαρξ εγένετο».
«Σαρξ εγένετο» απ” την Μαρία μόνον, με θαυματουργική γέννηση δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος. Δεν μεσολάβησε ανδρικό σπέρμα, και έτσι δεν κληρονόμησε την αμαρτία σαν τους άλλους απογόνους του Αδάμ. Τούτη ήταν και η μόνη Του διαφορά από όλους εμάς.
Αυτά όσον αφορά την ανθρωπίνη φύση Του. Ο Ιησούς δεν έπαυε όμως πάντα να είναι ο Υιός του Θεού. Λέγει ο Παύλος στην συνέχεια: «Του ορισθέντος υιού Θεού εν δυνάμει κατά το πνεύμα της αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών.» «Ορισθέντος» σημαίνει «καθιερωθέντος», «αναγνωρισθέντος». Πάντα ήταν, όπως είπαμε, ο Υιός του Θεού. Απλά ο Θεός μετά την ενσάρκωσή Του Τον απεκατέστησε, με την ανθρωπίνη φύση Του τώρα, στην αρχική Του θέση.
Τούτη η σκέψη του Παύλου ταιριάζει μ” εκείνη της προσευχής του Κυρίου την παραμονή του θανάτου Του: «Πατέρα, δόξασε με με την δόξα που είχα μαζί σου πριν γείνη ο κόσμος» (Ιωάννης ΙΖ5). Ο Ιησούς πάντα ήταν ο «Υιός». Στην βάπτιση Του, μέσω της αποκάλυψης του Πατέρα, ανέκτησε την συνείδηση της θέσης Του σαν Υιός. Απ” την ανάσταση Του και μετά άρχισε ν” αποκαθίσταται, σαν άνθρωπος όμως τώρα, πάλιν σ” αυτή την θέση.
Πόσο λεπτά είναι εκλεγμένες οι δύο λέξεις, «γενομένου» κατά σάρκα, και «ορισθέντος» υιού Θεού !
Εδώ λοιπόν στην γη δεν έπαυσε να είναι ο Υιός του Θεού. Αλλά φορούσε αυτό το ταπεινό ανθρώπινο ένδυμα. Το ερώτημα είναι τώρα, πως αναγνωρίσθηκε ότι όντως ήταν αυτός, ο υιός του Θεού; Αναγνωρίσθηκε, όπως μας λέγει ο Παύλος: «Εν δυνάμει», δηλαδή μ” έναν δυνατό, εκπληκτικό, θριαμβευτικό τρόπο, μ” έναν τρόπο στον οποίον εφανερώθηκε εντυπωσιακά η δύναμη του Θεού. Ο ίδιος λέγει στο Ρωμαίους ΣΤ4: «Ο Χριστός ανεστήθη απ” τους νεκρούς δια της δόξης του Πατρός». Σ” όλη Του την ζωή, στα θαύματα Του, και πιό πολύ στην ανάσταση Του, η δόξα και η δύναμη του Θεού φανερωνόταν να ενεργεί εντυπωσιακά επάνω Του. Όλα αυτά έδειχναν ότι πίσω απ” αυτό το πρόσωπο ενεργούσε ο Θεός, ότι υπήρχε μια στενή σχέση, μια σχέση υιού προς πατέρα μεταξύ αυτού του προσώπου και του Θεού. Τούτο το πρόσωπο απευθυνόμενο στον Θεό σαν πατέρα Του ζητούσε, και ο Θεός αμέσως Του απαντούσε, ενεργόντας θαυμαστά πράγματα μέσω Αυτού.
«Του ορισθέντος υιού Θεού εν δυνάμει κατά το πνεύμα της αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών». Ήταν το μεγαλύτερο θαύμα που εργάσθηκε ο Θεός επάνω Του, η ανάσταση Του από τους νεκρούς. Τούτο το θαύμα όχι μόνον Τον απέδειξε σαν Υιό του Θεού, αλλά και Τον ύψωσε πάλι σ” αυτή τη θέση, που είχε αφήσει για να γίνει «υιός του Δαβίδ», άνθρωπος δηλαδή.
Να σταθούμε λίγο στην ανάσταση Του, και να μελετήσουμε τι σημαίνει τούτη η φράση, «κατά πνεύμα αγιωσύνης εξ αναστάσεως νεκρών».
Ο Ιησούς Χριστός στην ανθρώπινη ζωή εισήλθε με μια απλή γέννηση. Αλλά από κει και μετά άνοιγε συνεχώς τον εαυτόν Του στην επίδραση του Αγίου Πνεύματος, και η ανθρώπινη φύση Του ελάμβανε, αναλογικά καθώς αναπτυσσόταν, την σφραγίδα της απόλυτης αφιέρωσης στο θέλημα του Θεού – δηλαδή της αγιότητας. Σαν «υιός Δαβίδ», σαν άνθρωπος δηλαδή, άφησε το πνεύμα της αγιοσύνης, της απόλυτης δηλαδή αφιέρωσης στον Θεό, να βασιλεύση επάνω Του. Το χαρακτηριστικό αυτής της μοναδικής ανθρώπινης ζωής ήταν τούτο, ήταν μια ζωή που θυσίαζε καθημερινά όλες τις νόμιμες ανθρώπινες επιθυμίες, προκειμένου να κάνει το θέλημα του Θεού, όπου τούτο φυσικά το απαιτούσε. Είναι ακριβώς αυτό που αναφέρει το Εβραίους Θ14: «Ο οποίος, δια του αιωνίου Πνεύματος, πρόσφερε τον εαυτόν του άμωμον θυσίαν εις τον Θεόν».
Αποτέλεσμα τώρα της απόλυτης αγιότητας Του, που όπως είπαμε ήταν καρπός της διείσδυσης της πνοής του Αγίου Πνεύματος σ” όλη Του την ύπαρξη, ήταν να μην γευθεί αποσύνθεση στον θάνατο Του. Εκεί πραγματοποιήθηκε σ” Αυτόν αυτό που αναφέρει ο Ψαλμωδός στον Ψαλμό ΙΣΤ 10: «Δεν θ” αφήσεις τον όσιον σου να ίδη διαφθοράν». Η τέλεια αγιότης αποκλείει την φυσική διάλυση. Η φυσική απόρροια, η κατάληξη μιας τέτοιας ζωής, είναι λοιπόν η ανάσταση. Αυτό είναι εκείνο που εκφράζει η πρόθεση «κατά»: «Εξ αναστάσεως νεκρών κατά το πνεύμα της αγιωσύνης.» Αναστήθηκε γιατί έζησε μια απόλυτα άγια ζωή. Η φθορά και ο θάνατος είναι μόνον αποτέλεσμα της αμαρτίας.
Άρα το εδάφιο μπορούμε να το αποδώσωμε κάπως έτσι: «Αυτός διακηρύχθηκε Υιός Θεού μ” έναν εντυπωσιακό, μ” έναν δυνατό τρόπο (εν δυνάμει) δια της αναστάσεως του απ” τους νεκρούς, σύμφωνα με το πνεύμα της αγιοσύνης, στο οποίο άνοιξε απόλυτα τον εαυτόν του, και το οποίο είχε βασιλεύσει μέσα του, σ” όλη του την ύπαρξη, και στο σώμα του.»
Στο Ρωμαίους Η11 ο Απόστολος εφαρμόζει τον ίδιο νόμο, την ίδια αρχή, και στην ανάσταση των πιστών όταν λέγει, «Εάν το Πνεύμα Εκείνου, ο οποίος ανέστησε τον Ιησούν εκ νεκρών, κατοική μέσα σας, τότε, εκείνος που ανέστησε τον Ιησούν εκ νεκρών, θα δώση ζωήν και εις τα θνητά σας σώματα δια του Πνεύματος του που κατοικεί μέσα σας». Άνθρωπος στον οποίον δεν κατοικεί μέσα το Πνεύμα, ας μη περιμένει και ανάσταση (προς ζωήν, εννοείται). Και το Πνεύμα θα φύγει από μέσα μας όταν συνεχώς Το λυπούμε, και επιμένουμε να μη Το αφήνουμε να μας διοικήσει. Δεν είναι παρά μόνον δια του Πνεύματος που μπορούμε να θανατώνουμε τις πράξεις του σώματος, και έτσι να ζήσουμε, όπως λέγει στο Ρωμαίους Η13. Αμαρτία και ανάσταση προς ζωή, δεν πηγαίνει. «Εάν ζήτε κατά σάρκα, μέλλετε να αποθάνετε», μας λέγει στο Ρωμαίους Η12.
Συνοψίζομε τα παραπάνω:
Ο Κύριος σαν ήλθε εδώ στην γη γεννήθηκε Ιουδαίος, και ειδικώτερα μέλος της γενιάς του Δαβίδ. Ζώντας την ζωή της απόλυτης αφιέρωσης στον Θεό, εμπνεόμενος, δηλαδή, σ” όλη Του την δραστηριότητα από το πνεύμα της αγιωσύνης, πέτυχε την ανάσταση Του, μπήκε δηλαδή σε μια υψηλότερη μορφή ύπαρξης. Και έπρεπε να μπει εκεί, για να είναι σε θέση να επιτελέση το έργο που περιγράφεται στο εδάφιο που ακολουθεί αμέσως.
Η ανάσταση Του λοιπόν Τον εισήγαγε στην ένδοξη κατάσταση του «Υιού», και Τον διεκήρυξε σαν τέτοιον.
Ο Ιησούς άφησε στον τάφο την ειδική σχέση που είχε με το Ιουδαϊκό Έθνος, και ειδικώτερα με την οικογένεια του Δαβίδ. Εκεί ελευθερώθηκε από αυτά τα περιτυλίγματα, δεσμά θα λέγαμε, που είχε ταπεινά φορέσει κατά την διάρκεια της γηίνης Του ζωής. Στο Ρωμαίους ΙΕ8 μας λέγει χαρακτηριστικά, είχε γίνει «διάκονος της περιτομής», υπηρέτης δηλαδή των Ιουδαίων. Με την ανάσταση Του, μια θαυμαστή μεταμόρφωση και απελευθέρωση έλαβαν χώρα στο πρόσωπο Του. Έχοντας τώρα την θεία κατάσταση, μπορούσε από δω και στο εξής να εισέλθει σε σύνδεση με όλο το ανθρώπινο γένος, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει όσο ενεργούσε σαν «Υιός Δαβίδ». Να θυμηθούμε τα λόγια Του στο Ματθαίο ΙΕ24: «Δεν είμαι σταλμένος παρά εις τα πρόβατα τα χαμένα της γενεάς του Ισραήλ», και δεν μπορούσε να πάει παραπέρα. Να θυμηθούμε και την σκηνή με τους Έλληνες, τότε στον Ναό. Πόσο θα ήθελε ν” αγκαλιάση και αυτούς, αλλά έτσι όπως ήταν τότε δεν μπορούσε. Για να περάσει λοιπόν από την κατάσταση του «υιού του Δαβίδ» σε κείνη του «Υιού του Θεού», υπήρχε ανάγκη να πεθάνει και ν” αναστηθεί.
Πριν περάσει τώρα στο θέμα της κλήσης των Εθνών, που είναι ο άμεσος καρπός αυτής της μεταμόρφωσης στο πρόσωπο του Χριστού, την οποίαν μεταμόρφωση την εργάσθηκε η ανάσταση Του, ο Παύλος συνοψίζει σε τρείς όρους την ανάλυση του προσώπου που μόλις ανέφερε: «Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών».
«Ιησούς» είναι το προσωπικό όνομα, που δηλώνει αυτό το ιστορικό πρόσωπο, αυτό που πήρε τούτες τις δύο μορφές ύπαρξης.
«Χριστός», Μεσσίας στα Εβραϊκά, είναι τίτλος που δηλώνει την αποστολή Του, «Χρισμένος» απ” τον Θεό Σωτήρας και Κύριος των πάντων.
«Κύριος», δηλώνει την θέση Του: Ο αντιπρόσωπος της Θείας κυριαρχίας. Λέγει στην Φιλιππησίους Β9-11: «Δια τούτο και ο Θεός τον υπερύψωσε και του εχάρισε όνομα το ανώτερον από κάθε άλλο όνομα, ώστε, εις το όνομα του Ιησού, να κάμψη κάθε γόνυ των επουρανίων και των επιγείων και των καταχθονίων, και κάθε γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος εις δόξαν του Θεού Πατρός.» Όταν ο Παύλος λέγει «Κύριος ημών», σκέπτεται όλους εκείνους που δια πίστεως έχουν δεχθεί την κυριαρχία του Ιησού επάνω τους.
Γιατί άραγε ο Παύλος να γράφει εδώ, στην αρχή της επιστολής του, τούτες τις διευκρινίσεις για το πρόσωπο του Κυρίου (αυτές που αναφέρονται στα εδάφια 3 και 4) ; Θα το καταλάβωμε αν μεταφερθούμε στην τότε εποχή, και φέρουμε στον νου τα εξής:
Ο Παύλος, γράφοντας στους Ρωμαίους, απευθυνόταν σε Εθνικούς πιστούς, όχι Ιουδαίους. Όντας εδώ στην γη, ο Κύριος, και φορώντας την φόρμα της Ιουδαϊκής εθνικότητας ήταν, όπως είπαμε, δεσμευμένος απ” τις θεοκρατικές υποχρεώσεις τούτου του λαού, και δεν μπορούσε να έλθει σε σχέση, σε κοινωνία με τα Έθνη. Ήταν κάτι απαγορευμένο για έναν Ιουδαίο. Nα θυμηθούμε την αντίδραση που συνάντησε ο Πέτρος σαν πλησίασε τον εθνικό Κορνήλιο, να του φέρη το μήνυμα του Ευαγγελίου. Γι” αυτό και ο Κύριος είχε περιορισθεί να μαζέψει μόνον τα πρόβατα τα χαμένα απ” τον οίκο Ισραήλ. Με το θάνατο όμως και την ανάσταση Του ελευθερώθηκε απ” τους Ιουδαϊκούς δεσμούς, και έχοντας τώρα πάρει τις θείες ιδιότητες του Υιού του Θεού, μπορεί να επικοινωνήσει χωρίς περιορισμούς πλέον με τα Έθνη, μέσω ενός αποστολικού έργου θεμελιωμένου ειδικά γι” αυτούς. Και είναι απ” αυτή την νέα Του θέση που έχει αποστείλει τον Παύλο στα Έθνη, και από δω ο Παύλος ορμώμενος τους γράφει.

Εδάφια 5,6
«Δι” ου ελάβομεν χάριν και αποστολήν εις υπακοήν πίστεως εν πάσι τοις έθνεσιν υπέρ του ονόματος αυτού, εν οις εστέ και υμείς κλητοί Ιησού Χριστού».
«Δια του οποίου ελάβομε χάριν και αποστολήν, να κηρύξωμεν υπακοήν εις την πίστιν εις όλα τα Έθνη χάριν του ονόματος του, μεταξύ των οποίων είσθε και σεις καλεσμένοι του Ιησού Χριστού».

«Δι” ου ελάβομεν χάριν και αποστολήν». Είναι απ” την ουράνια Του δόξα, και απ” την κατάσταση Του σαν Υιός του Θεού, που ο Χριστός εθεμελίωσε την νέα αποστολικότητα προς τα Έθνη, έργο στο οποίον εκάλεσε και τον Παύλο. Γράφοντας στους Γαλάτας, στο Α1, ο ίδιος λέγει: «Παύλος, απόστολος εντεταλμένος όχι από ανθρώπους ούτε δι” ανθρώπου, αλλά δια του Ιησού Χριστού και του Θεού Πατρός…»
Δύο πράγματα είχε λάβει ο Παύλος απ” τον Χριστόν, «χάριν και αποστολήν». Με την χάρη κέρδισε την προσωπική του σωτηρία. Του δόθηκε όμως και μια αποστολή. Ποιά; Να κηρύξει την «υπακοή πίστεως».
«Υπακοήν πίστεως» σημαίνει, «Υπακοή που συνίσταται σ” αυτήν την ιδία την πίστη». Δια της πίστης ο άνθρωπος εκτελεί μια πράξη υπακοής στην Θεία αποκάλυψη, που ζητά απ” αυτόν υποταγή και συνεργασία. Γι” αυτό και η άρνηση της πίστης καλείται στο Ι 3 «ουχ υπετάγησαν» (δεν έδωσαν την υπακοή στην οποίαν οδηγεί η πίστη). Η πίστη στην ουσία της είναι μια πράξη υπακοής.
Και ποιός είναι ο χώρος όπου έχει κληθεί να εκτελέσει τούτη την αποστολή του ο Παύλος; «Εν πάσι τοις Έθνεσιν». Εδώ εννοεί όλους τους μη Ιουδαίους.
Και που θα κατευθύνεται η «υπακοή πίστεως» την οποίαν ο Παύλος έχει σαν αποστολή να κηρύξη «εν πάσιν τοις Έθνεσιν»; Που θα κατευθύνει την πίστη των ανθρώπων, ποιό αντικείμενο έχει σαν αποστολή να την καλέσει ν” αγκαλιάσει; «Υπέρ του ονόματος αυτού». Αυτό το όνομα τους καλεί να πιστέψουν.
Ο Παύλος δεν ξεχνά ότι αυτός είναι ο ύψιστος στόχος της αποστολικότητας του, να υψώσει την δόξα εκείνου του ονόματος επεκτείνοντας την σφαίρα ενεργείας Του, και αυξάνοντας τον αριθμό εκείνων που θα Τον δεχθούν σαν προσωπικό τους Σωτήρα και Κύριο.
Τούτα τα λόγια του ακούγονται σαν μια ηχώ του μηνύματος που του έστειλε ο Ιησούς μέσω του Ανανία, τότε στην Δαμασκό, «Αυτός είναι όργανον εκλογής μου, δια να φέρει το όνομα μου ενώπιον Εθνών και βασιλέων και των Ισραηλιτών» (Πρ. Θ15).
Μεγαλειώδες το έργο που είχε ανατεθεί στον Παύλο. Μέχρι τώρα το όνομα του Θεού, το Βασίλειο του Θεού, έμενε κλεισμένο μέσα στο Ιουδαϊκό περικάλυμμα. Ήταν η ώρα που έσπαγε αυτό το κάλυμμα, για ν” απλώσει η δόξα του ονόματος Του, και η Βασιλεία Του να φθάσει έως τα πέρατα της γης. Εδώ ο Παύλος στάθηκε το κύριο όργανο του Θεού, απόστολος στα Έθνη. Γι” αυτό ειδικά το έργο τον κάλεσε ο Θεός.
Όσο για τους Ρωμαίους:
«Εν οις εστέ και υμείς κλητοί Ιησού Χριστού». Ανάμεσα στους άλλους Εθνικούς περιλαμβάνονται και οι Ρωμαίοι, άρα μια και είναι απ” τους Εθνικούς, ανήκουν στον αποστολικό αγρό του Παύλου, γι” αυτό και τους γράφει. Όπως τώρα ο Παύλος είναι «κλητός απόστολος του Ιησού Χριστού» (εδ. 1), έτσι και οι Ρωμαίοι είναι «κλητοί», καλεσμένοι στην πίστη απ” τον Ιησού Χριστό. Ο Ίδιος που ενήργησε και έκανε τον Παύλο απόστολο γι” αυτούς, ο Ίδιος ενήργησε να κληθούν και αυτοί στην πίστη.
Να πούμε δυό λόγια γι” αυτό το «κλητοί Ιησού Χριστού», για την «κλήση», το κάλεσμα του Ιησού Χριστού στον άνθρωπο. Τούτη η κλήση γίνεται με μια εξωτερική πρόσκληση δια του κηρύγματος, και με μια ταυτόχρονη εσωτερική έλξη δια του Αγίου Πνεύματος. Τούτη η διπλή κλήση ποτέ δεν είναι εκβιαστική, είναι απλώς μια έλξη, και πάντα η προσκόλληση στην πίστη παραμένει μια πράξη ελευθερίας του ατόμου. Eιδικά γι” αυτή την εσωτερική έλξη να θυμηθούμε αυτά που αναφέρει στο Ιωάννη ΣΤ44: «Κανένας δεν μπορεί να έλθη σε μένα, εάν δεν τον ελκύση ο Πατέρας που με έστειλε…Είναι γραμμένον στους προφήτες, «Και όλοι θα είναι διδακτοί του Θεού».
Με αυτό το «κλητοί» που αναφέρει ο Παύλος για τους Ρωμαίους υπονοείται ότι τούτοι ήσαν ήδη μέλη της Εκκλησίας του Χριστού.
Από ιστορικής άποψης να προσθέσωμε ότι η πλειονότης της Εκκλησίας της Ρώμης απετελείτο, στις μέρες του Παύλου, από Εθνικούς. Άρα τούτη η Εκκλησία έπεφτε στην περιοχή του.

Εδάφιο 7
«Πάσι τοις ούσιν εν Ρώμη αγαπητοίς Θεού, κλητοίς αγίοις. Χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού».
«Γράφω σε όλους που βρίσκονται εις την Ρώμην, τους αγαπητούς του Θεού, τους καλεσμένους αγίους. Χάρις να είναι σε σας και ειρήνη από τον Θεόν τον Πατέρα μας και τον Κύριον Ιησούν Χριστόν».

«Αγαπητούς του Θεού». Σύμφωνα με το Ιωάννη Γ16 («Έτσι ο Θεός αγάπησε …») όλοι οι άνθρωποι αγαπιώνται απ” τον Θεό. Διαφέρει όμως η αγάπη του Θεού για τον αμαρτωλό, απ” αυτή για τον πιστό. Για τον αμαρτωλό η αγάπη του Θεού είναι οίκτος, ευσπλαγχνία, αυτό που νοιώθει κάποιος στην θέα ενός βαθειά δυστυχισμένου. Τούτη η αγάπη όμως για τον αμαρτωλό που συμφιλιώθηκε μαζί Του, για τον πιστό, γίνεται μια βαθειά αγάπη, σαν εκείνη του πατέρα προς το παιδί.
Εδώ είναι και το πρώτο κοινό σημείο του Αποστόλου με τους αναγνώστες του, είναι όλοι τους αντικείμενα της ιδίας αγάπης. Αυτός ο δεσμός δυναμώνει και από έναν άλλον: Είναι το κοινό εσωτερικό έργο μέσα σε όλους, που έχει εκπηγάσει απ” αυτή την αγάπη, είναι η αφιέρωση τους στον Θεό, η αγιότης: «Κλητοίς αγίοις».
«Κλητοίς αγίοις». Εκείνο που εννοεί εδώ ο Παύλος είναι ότι αυτοί είναι άγιοι, ξεχωρισμένοι, δηλαδή, για τον Θεό, και ο λόγος που κατέχουν αυτόν τον τίτλο εμπρός στον Θεό, είναι διότι ο Χριστός τους έχει τιμήσει με την κλήση Του. Καλόντας τους, άλλους τους έσυρε έξω απ” τα μολύσματα της ειδωλολατρείας, άλλους τους έσυρε έξω απ” τον Ιουδαϊσμό, απ” την εξωτερική αφιέρωση (αγιότητα) του παλαιού λαού του Θεού, στην πνευματική αφιέρωση του νέου λαού Του.
Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη η αφιέρωση στον Θεό ερχόταν κληρονομικά, την στιγμή που ο Ιουδαίος έκανε το εξωτερικό σημάδι της περιτομής. Σύμφωνα με την νέα οικονομία όμως, αφιέρωση είναι πρώτα απ” όλα η αφιέρωση της θέλησης, και έτσι όλης της ζωής. Περνά από μέσα προς τα έξω, και όχι από έξω προς τα μέσα. Αυτή είναι η πραγματική αφιέρωση, η πραγματική αγιότητα.
Δύο πράγματα εύχεται ο Παύλος στους αναγνώστες της επιστολής του: «Χάρις να είναι σε σας και ειρήνη από τον Θεόν τον Πατέρα μας και τον Κύριον Ιησούν Χριστόν».
«Χάρις», δηλώνει την αγάπη του Θεού που αποκαλύπτεται με την μορφή της συγνώμης προς τον αμαρτωλό.
«Ειρήνη», είναι το αίσθημα της βαθειάς ηρεμίας και εσωτερικής ησυχίας που μεταδίδεται στην καρδιά, όταν τούτη συμφιλιωθεί με τον Θεό.
Θα μπορούσε να πει κάποιος, αφού πιο πάνω ανεγνώρισε ο Παύλος ότι οι πιστοί αναγνώστες της επιστολής του είναι «αγαπητοί του Θεού», η χάρη και η ειρήνη δεν θα είναι επάνω τους; Γιατί το εύχεται επιπρόσθετα εδώ; Ναι, τις είχαν, αλλά ό,τι έχει ο πιστός θα πρέπει να διατηρείται και να αυξάνεται καθημερινά με νέες πράξεις πίστης και με την προσευχή. Είναι αυτό που είπε ο Κύριος, «Όποιος έχει θα του δοθεί…»
Και από που ο Παύλος ζητά ν” αποκομίσει τούτες τις δύο ευλογίες για τους πιστούς της Ρώμης; Από τον Θεό σαν «Πατέρα», και από τον Ιησού Χριστό σαν «Κύριο», σαν κεφαλή της Εκκλησίας. Στην Αποκάλυψη ο Λόγος του Θεού λέγει ότι η σωτηρία εκπηγάζει από τον θρόνο του Θεού και του Aρνίου. Να προσέξωμε, δεν λέγει εδώ ο Παύλος, «Από τον Θεό Πατέρα μέσω του Ιησού Χριστού», σαν να είχε κατά νουν μια πηγή και ένα κανάλι. Στον νου του έχει δύο πηγές. Η αγάπη του Θεού και η αγάπη του Χριστού είναι δύο διακεκριμένες μεταξύ τους αγάπες. Η μία είναι η αγάπη ενός Πατέρα, η άλλη είναι η αγάπη ενός Αδελφού. Ο Χριστός έχει δική του αγάπη (χάρη) (Ρωμαίους Ε15), δική Του θέληση (Ιωάννης Ε21), και ανεξάρτητη πηγή ζωής μέσα Του (Ιωάννης Ε26).
Εδώ ο Παύλος τελειώνει την προσφώνηση στους αναγνώστες της επιστολής του. Στην συνέχεια, στα εδάφια 8-15, τους γράφει για το από μακρού ενδιαφέρον του για τους Χριστιανούς της Ρώμης:

Εδάφιο 8
«Πρώτον μεν ευχαριστώ τω Θεώ μου δια Ιησού Χριστού υπέρ πάντων υμών, ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τω κόσμω».
«Εν πρώτοις ευχαριστώ τον Θεόν μου δια του Ιησού Χριστού για όλους σας, διότι η πίστις σας διαλαλείται εις όλον τον κόσμον».

Ο Απόστολος γνωρίζει ότι δεν υπάρχει πιο γνήσια απόδειξη ειλικρινούς αγάπης απ” την προσευχή για τον άλλον. Έτσι τοποθετεί την προσευχή γι” αυτούς πρώτη.
«Ευχαριστώ τον Θεόν μου». Δεν λέγει «τον Θεόν», αλλά τον «Θεόν μου». Σε κείνο το «μου» συνοψίζει όλες τις προσωπικές του εμπειρίες της πατρικής βοήθειας του Θεού, στις διάφορες περιστάσεις της ζωής του, και ειδικά σε κείνες του έργου του. Είναι μια προσωπική αποκάλυψη που κάνει ο Θεός ειδικά σε κάθε παιδί Του, γι” αυτό και κάθε παιδί Του Τον ονομάζει με πλήρη συναίσθηση «ο Θεός μου», «ο Πατέρας μου». Eίναι σαν τον ήλιο, που είναι για όλους, αλλά και ο καθένας μπορεί να τον έχει προσωπικά. Να θυμηθούμε απ” την Παλαιά Διαθήκη την φράση «Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ, του Ιακώβ».
Να σημειώσωμε ότι την ευχαριστία του ο Παύλος την παρουσιάζει στον Θεό Πατέρα μέσω του Ιησού Χριστού («δια Ιησού Χριστού») σαν κεφαλή της Εκκλησίας, και ειδικώτερα δική του.
Και δεν κρύβει την χαρά του γι” αυτούς. Ποιά είναι η αιτία της χαράς του; Είναι «ότι η πίστις τους διαλαλείται εις όλον τον κόσμον.» Δεν είναι μόνον το ότι πιστεύουν, αλλά και το ότι η πίστη τους ακούγεται παντού, πολλοί κάτοικοι της Ρώμης έχουν έλθει στον Χριστό, και αυτό ανοίγει δρόμο για το Ευαγγέλιο και σε άλλες χώρες. Μη ξεχνάμε, η Ρώμη τότε ήταν η πρωτεύουσα του κόσμου, το σταυροδρόμι των λαών.

Εδάφια 9,10
«Μάρτυς γαρ μου εστίν ο Θεός, ω λατρεύω εν τω πνεύματι μου εν τω ευαγγελίω του υιού αυτού, ως αδιαλείπτως μνείαν υμών ποιούμαι, πάντοτε επί των προσευχών μου δεόμενος ει πως ήδη ποτέ ευοδωθήσομαι εν τω θελήματι του Θεού ελθείν προς υμάς.»
«Μάρτυς μου είναι ο Θεός, τον οποίον υπηρετώ με το πνεύμα μου εις το ευαγγέλιον του Υιού του, ότι σας ενθυμούμαι χωρίς διακοπήν, και πάντοτε παρακαλώ εις τας προσευχάς μου, μήπως, με το θέλημα του Θεού, θα έχω την ευτυχίαν επί τέλους να έλθω σε σας.»

«Ω λατρεύω εν τω πνεύματι μου εν τω ευαγγελίω του υιού αυτού.» Το πνεύμα είναι το όργανο δια του οποίου η ψυχή επικοινωνεί με τον Θείο κόσμο. Σύμφωνα με το Α” Θεσσαλονικείς Ε23 είναι ένα απ” τα τρία στοιχεία της ανθρωπίνης υπόστασης. Το πνεύμα του ανθρώπου ζωοποιείται σαν διεισδυθεί από το Πνεύμα του Θεού (όπως το ηλεκτρικό ρεύμα ενεργοποιεί τις ηλεκτρικές συσκευές).
Εκείνο που λέγει εδώ ο Παύλος είναι ότι μέσα στο πνεύμα του, στο πιο βαθύ μέρος της ύπαρξης του, λατρεύει, υπηρετεί τον Θεό στο θέμα του Ευαγγελίου. Είναι το έργο που κάνει στα γόνατα, στην προσευχή, για την πρόοδο του Ευαγγελίου. Τούτο είναι μια συνεχής λατρεία προς τον Θεόν.
Συγκεκριμένο αίτημα της προσευχής του: «Μήπως με το θέλημα του Θεού, ευοδωθώ να έλθω προς εσάς». Να μου φέρει δηλαδή ο Θεός ευνοϊκές περιστάσεις να έλθω προς εσάς. Σκοπός του; Το εξηγεί παρακάτω, η πρόοδος του Ευαγγελίου μεταξύ τους.
Από όσα διαβάζουμε μέχρι εδώ, και από όσα θα δούμε στη συνέχεια, ο Παύλος ζούσε για έναν σκοπό, για το έργο που του είχε εμπιστευθεί ο Θεός. Ο εαυτός του και οι προσωπικές του ανάγκες έχουν εξαφανισθεί τελείως από την σκέψη του και την προσευχή του, και αν κάπου αναφαίνονται, είναι μόνο για να εξυπηρετηθεί το έργο του.
Συνεχίζει γράφοντας στους Ρωμαίους:

Εδάφια 11,12
«Επιποθώ γαρ ιδείν υμάς, ίνα τι μεταδώ χάρισμα υμίν πνευματικόν εις το στηριχθήναι υμάς, τούτο δε εστι συμπαρακληθήναι εν υμίν δια της εν αλλήλοις πίστεως υμών τε και εμού.»
«Διότι έχω ζωηράν επιθυμίαν να σας ιδώ, δια να σας μεταδώσω χάρισμα πνευματικόν, ώστε να στηριχθήτε, δηλαδή (για να μιλήσω καλλίτερα) να ενθαρρυνθούμε μαζί, όταν θα είμαι μεταξύ σας, δια της αμοιβαίας πίστεως, της δικής σας και της δικής μου».

Ο Απόστολος είχε λάβει από τον Θεό πλούτο χαρισμάτων (π.χ. είχε θείες αποκαλύψεις). Αισθανόταν βαθειά την ανάγκη να τα μεταδώσει και σε άλλους, και ειδικά σε μια Εκκλησία τόσο μεγάλη σαν και αυτή της Ρώμης, για να τους βοηθήσει στην πνευματική τους πρόοδο.
«Χάρισμα» είναι μια συγκεκριμένη αποκάλυψη χάρης. Το επίθετο «πνευματικό» δηλώνει την φύση και την πηγή του χαρίσματος που αυτός ελπίζει να μεταδώσει στους πιστούς της Ρώμης. Ο Απόστολος ελπίζει ότι μ” αυτή τους την κοινωνία θα λάβουν μια αύξηση της Θείας δύναμης μέσα τους.
Και με πόση ταπείνωση, δεν λέγει «να σας στηρίξω», αλλά κατ” ευθείαν στο αποτέλεσμα, «εις το στηριχθήναι υμάς». Είναι ο Θεός που θα τους στηρίξει, όχι αυτός.
Το «στηριχθήναι» σημαίνει να βοηθήσεις κάποιον να περπατά σταθερά στον δρόμο που ήδη είναι.
Να προσέξωμε στην συνέχεια πόσο στ” αλήθεια ταπεινός είναι ο Παύλος, και ταυτόχρονα πόσο λεπτός στους τρόπους του: «Ώστε να στηριχθήτε, δηλαδή να ενθαρρυνθούμε μαζί (συμπαρακληθήναι)». Ούτε στιγμή δεν αφήνει να νομισθεί ότι αυτός μόνον θα δώσει, γι” αυτό σπεύδει να συμπληρώσει ότι και αυτός θα ωφεληθεί απ” αυτούς, και αυτός θα πάρει από την κοινωνία τους, και αυτός θα στηριχθεί. Το «Εις το στηριχθήναι υμάς, τούτο δε εστί συμπαρακληθήναι εν υμίν», θα μπορούσαμε λοιπόν να το αποδώσωμε κάπως έτσι: «Με τον σκοπό ώστε σεις να ενθαρρυνθείτε. Και για να μιλήσω πιο σωστά, να ενθαρρυνθώ και εγώ μαζί σας.»
Γι” αυτούς χρησιμοποιεί το «στηριχθήναι», για τον εαυτόν του το «συμπαρακληθήναι». Ποιά θα ήταν η παρηγοριά, η στήριξη του Παύλου; Θα του έφευγε κάποιο αίσθημα απογοήτευσης, και ίσως φόβου για το έργο του, σαν τους έβλεπε, σαν έβλεπε την πρόοδο του Ευαγγελίου ανάμεσα τους. Και πράγματι, διαβάζομε στο Πράξεις ΚΗ15, όταν μετά το ναυάγιο έφθασε στην Ρώμη, και κατέβηκαν οι αδελφοί να τον προϋπαντήσουν, «όταν ο Παύλος τους είδε ευχαρίστησε τον Θεόν και έλαβε θάρρος». Δυνάμωσε όταν βρέθηκε αναμεταξύ τους, με μόνον την παρουσία τους.
Γενικά στον εργάτη του Θεού, η δυνάμωση των άλλων με το έργο του, φέρει και την δική του δυνάμωση. Πάντα παίρνεις το μερίδιο σου απ” την δύναμη που μεταδίδεις.
Και πως θα ενισχυθεί ο ένας με τον άλλον; «Δια της αμοιβαίας πίστεως, της δικής σας, και της δικής μου». Είναι η κοινή τους πίστη που θα τους δυναμώσει. Σαν διηγηθούν ο ένας στον άλλον τα θαυμάσια που έκανε ο Θεός σε απάντηση της πίστης τους.
Αλλά δεν είναι μόνον ότι θέλει να μεταδώσει νέα δύναμη στους Χριστιανούς της Ρώμης ενισχύοντας και την δική του. Θέλει επίσης να βοηθήσει και στην αύξηση της Εκκλησίας της. Δεν έρχεται μόνον σαν χριστιανός επισκέπτης, έρχεται και σαν Απόστολος. Αυτό εξηγεί στην συνέχεια, στα εδάφια 13-15.

Εδάφια 13-14
«Ου θέλω δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι πολλάκις προεθέμην ελθείν προς υμάς, και εκωλύθην άχρι του δεύρο, ίνα τινά καρπόν σχω και εν υμίν καθώς και εν τοις λοιποίς Έθνεσιν. Έλλησι τε και βαρβάροις, σοφοίς τε και ανοήτοις οφειλέτης ειμί».
«Δεν θέλω να αγνοήτε αδελφοί, ότι πολλές φορές είχα την πρόθεσιν να έλθω σε σας, αλλά μέχρι σήμερα εμποδίσθηκα, δια να έχω κάποιον καρπόν και μεταξύ σας καθώς και μεταξύ των λοιπών Εθνικών. Εις τους Έλληνας και τους μη Έλληνας, εις τους σοφούς και τους αμορφώτους είμαι χρεώστης».

Ήδη ο Παύλος ήταν 20 χρόνια Απόστολος όταν έγραφε την επιστολή. Και όλους τους θεωρεί χρεώστες του. Τους οφείλει την ζωή του, το πρόσωπο του, λόγω της χάρης που του δόθηκε, και του αξιώματος που έχει λάβει (Εδάφιο 5). Κάθε χάρισμα που μας δίνει ο Θεός επιθέτει αυτομάτως επάνω μας και μια υποχρέωση, ένα χρέος προς τους άλλους, να τους υπηρετήσουμε μ” αυτό. Γι” αυτόν τον σκοπό άλλωστε μας το έδωσε.

Εδάφιον 15
«Ούτω το κατ” εμέ πρόθυμον και υμίν τοις εν Ρώμη ευαγγελίσασθαι».
«Γι” αυτό, όσον εξαρτάται από εμέ, είμαι πρόθυμος να κηρύξω το Ευαγγέλιον και σε σας που βρίσκεσθε εις την Ρώμην».

Στην θέα του είναι όλη η πόλη, όχι η Εκκλησία μόνον, γιατί εκεί δεν χρειάζεται ευαγγελισμός.

Εδάφιο 16
«Ου γαρ επαισχύνομαι το Ευαγγέλιον του Χριστού. Δύναμις γαρ Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι».
«Διότι δεν εντρέπομαι το Ευαγγέλιον του Χριστού. Είναι δύναμις του Θεού προς σωτηρίαν δια κάθε άνθρωπον που πιστεύει, δια τον Ιουδαίον πρώτα και επίσης δια τον Έλληνα».

Οι μακρυές καθυστερήσεις που είχαν εμποδίσει την επίσκεψη του Αποστόλου εις την Ρώμην δεν προήλθαν, όπως μπορεί να νομισθεί, από κάποια ενδόμυχη ανησυχία ή φόβο του, ότι ίσως δεν θα μπορούσε να σταθεί σαν κήρυκας του λόγου σ” αυτό το μέρος. Στο περιεχόμενο ακριβώς του Ευαγγελίου υπάρχει ένα μεγαλείο και μια δύναμη, που υψώνουν τον άνθρωπο που είναι επιφορτισμένος με το κήρυγμα του, πάνω από τέτοιου είδους συναισθήματα.
Μπορεί, πράγματι, να είναι γεμάτος φόβο και τρόμο σαν αρχίζει να παραδίδει ένα τέτοιο μήνυμα, όπως γράφει και στην Α. Κορινθίους Β3. Αλλά είναι ακριβώς το ίδιο το μήνυμα που σαν ακούγεται τον σηκώνει και του δίνει τόλμη, οπουδήποτε και αν ακούγεται. Είναι η φύση του μηνύματος τέτοια.
Και γιατί ο Απόστολος δεν εντρέπεται ένα τέτοιο κήρυγμα; Διότι το Ευαγγέλιον «είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν δια κάθε άνθρωπον που πιστεύει», είναι το ισχυρό χέρι του Θεού που σώζει τον κόσμο απ” την απώλεια. Το ανθρώπινο γένος είναι πράγματι στον βυθό μιας αβύσσου. Το κήρυγμα του Ευαγγελίου είναι η δύναμη από πάνω που τον βγάζει έξω. Ο κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη σωτηρίας, και το Ευαγγέλιο είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να τον σώσει. Δεν είναι λοιπόν καθόλου ντροπή να είσαι το όργανο μιας τέτοιας δύναμης.
Το Ευαγγέλιο είναι «δύναμη» γιατί μπορεί να κάνει κάτι, δεν είναι απλά λόγια που δεν φέρνουν αποτέλεσμα, φιλοσοφίες, θεωρείες. Και είναι «δύναμη Θεού» γιατί μπορεί να κάνει τα πάντα, όλα όσα υπόσχεται.
«Είναι δύναμις Θεού προς σωτηρίαν». Σωτηρία είναι η κεντρική λέξη του Ευαγγελίου. Είναι η πρωταρχική ανάγκη του κάθε ανθρώπου. Ο κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη να σωθεί. Η ψυχή του έχει άμεση ανάγκη να ελευθερωθεί από ένα κακό, απ” τον αιώνιο όλεθρο στον οποίον οδηγείται. Δεν είναι όμως μόνο αυτό η σωτηρία του. Σαν σωθεί, παίρνει και μια ευλογία. Ποιά είναι αυτή; Η αιώνια ζωή σε κοινωνία με τον Θεό. Η απελευθέρωση από την αιώνια απώλεια, και η συμμετοχή στην αιώνια ζωή, σε κοινωνία με τον Θεό, να τι είναι η σωτηρία για τον άνθρωπο, να τι προσφέρει σ” αυτόν το Ευαγγέλιο.
Και τούτη τη σωτηρία το Ευαγγέλιο μπορεί να την εργασθεί σε κάθε άνθρωπο, φτάνει να εκπληρώνεται μια προϋπόθεση εκ μέρους του. Ποιά είναι αυτή; Είναι η πίστη του ανθρώπου: «Δια κάθε άνθρωπον που πιστεύει».
Να το προσέξουμε αυτό: Η λύτρωση που προσφέρει το Ευαγγέλιο είναι παγκόσμια, «δια κάθε άνθρωπο», σε όποια φυλή, σε όποιο θρήσκευμα και αν ανήκει αυτός, ό,τι και να έχει κάνει. Φτάνει να τηρείται η προϋπόθεση: Να «πιστεύει». Θαυμάζουμε την σοφία του Θεού. Οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση έβαζε, η σωτηρία θα έπαυε να είναι παγκόσμια, κάποιους θα εξαιρούσε. Αν έβαζε π.χ. το μέγεθος της προσφοράς και των καλών έργων, θα ευνοούσε τους πλουσίους, και θα εξαιρούσε τους πτωχούς, που δεν έχουν την δυνατότητα να προσφέρουν. Εάν έβαζε την γνώση ή κάποια προσωπική αξία, θα εξαιρούσε τους αμόρφωτους, ή όλους εκείνους που στερούνται τούτης της αξίας. Σαν μόνη προϋπόθεση έβαλε την πίστη του ανθρώπου, ν” απλώσει δηλαδή τούτος το χέρι της καρδιάς, και να πάρει το δώρο που του προσφέρει ο Θεός. Να δεχθεί την σωτηρία, έτσι όπως του προσφέρεται με το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Τέτοια είναι ακριβώς η πίστη για την οποία μας μιλά εδώ ο Λόγος του Θεού. Και τούτη την πίστη μπορεί να την έχει ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε ένας μπορεί ν” απλώσει το χέρι για να πάρει το δώρο. Και το χέρι ο άνθρωπος μπορεί να το απλώσει ελεύθερα, αν αυτός το θέλει. Τίποτα δεν τον αναγκάζει. Η πίστη σαν προϋπόθεση για την σωτηρία, είναι και η μόνη που σέβεται την προσωπική ελευθερία του ανθρώπου. Όποια άλλη προϋπόθεση και αν έβαζε, θα είχε, έστω και στο ελάχιστο, το στοιχείο του εξαναγκασμού μέσα της.
Να λοιπόν τα δύο χαρακτηριστικά της εν Χριστώ σωτηρίας που προσφέρει το Ευαγγέλιο: α) Είναι παγκόσμια. β) Σέβεται απόλυτα την προσωπική ελευθερία του ανθρώπου: «Δια κάθε άνθρωπο που πιστεύει».
Ας το ξαναπούμε τούτο: Η πίστη, έτσι όπως την ζητά εδώ ο Λόγος του Θεού, είναι κάτι το εξαιρετικά απλό, και έτσι που να μην μειώνεται στο ελάχιστο το ελεύθερον της σωτηρίας. Ο Θεός λέγει, «Σου δίνω». Η καρδιά απαντά, «Το δέχομαι». Τέτοια είναι η πίστη. Είναι μια πράξη αποδοχής, ενεργητικής όμως αποδοχής. Δεν προσφέρει τίποτα, απλά παίρνει ό,τι ο Θεός δίνει. Είναι το «χέρι της καρδιάς». Και, όπως είπαμε, ο καθένας μπορεί να το απλώση.
Αν όμως εξετάσεις την πράξη της πίστης στο βάθος της, θα δεις ότι συμμετέχει το όλον της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ο νους, η αντίληψη διακρίνει την ευλογία που προσφέρεται μέσα στην Θεία υπόσχεση. Η θέληση υψώνεται κατόπιν της, και η εμπιστοσύνη της καρδιάς παραδίδεται στην υπόσχεση, και έτσι εξασφαλίζεται η ευλογία που προσφέρει ο Θεός.
«Δια κάθε άνθρωπο που πιστεύει, δια τον Ιουδαίον πρώτα και επίσης δια τον Έλληνα». Λέγοντας «Έλληνα», ο Παύλος εννοεί όλο τον Εθνικό, τον ειδωλολατρικό κόσμο. Στην εποχή του ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε δύο αντίπαλες θρησκευτικές κοινωνίες, τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς. Ο Θεός από παλαιά είχε μαζέψει έναν λαό, ήταν όλοι αυτοί που καταγόταν απ” τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. Τώρα όμως μαζεύεται ένας καινούργιος λαός. Είναι όλοι εκείνοι που προχωρούν στην προσωπική πράξη της πίστης, αδιάφορα σε ποιό έθνος ανήκουν. Η διάκριση του κόσμου σε Ιουδαίους και Εθνικούς (ειδωλολάτρες), τώρα καταργείται.
«Δια τον Ιουδαίον πρώτα». Το «πρώτα» δεν δηλώνει κάποια προτίμηση στους Ιουδαίους, αλλά την προτεραιότητα στον χρόνο που ανήκε στον Ισραήλ σαν συνέπεια της όλης ιστορίας του.
Ήταν ένα δικαίωμα που το είχε αναγνωρίσει ο Θεός κάνοντας τον Ιησού να γεννηθεί στο μέσον αυτού του λαού. Και ο Ίδιος ο Ιησούς το είχε σεβαστεί, περιορίζοντας τον εαυτόν Του, κατά την διάρκεια της γηίνης Του ζωής, να μαζέψει πρώτα τα χαμένα πρόβατα του οίκου Ισραήλ. Και τους Αποστόλους Του στην συνέχεια τους διέταξε ν” αρχίσουν τον ευαγγελισμό του κόσμου απ” την Ιερουσαλήμ και την Ιουδαία, Πράξεις Α8. Ο Πέτρος και οι 11 παρέμειναν αυστηρά πιστοί σ” αυτό, καθώς αποδεικνύεται απ” το πρώτο μέρος των Πράξεων, κεφάλαια 2-12. Και ο Παύλος είχε υποταγεί σ” αυτό, αρχίζοντας το κήρυγμα του Ευαγγελίου απ” την συναγωγή, σε κάθε εθνική πόλη που πήγαινε.
Και πράγματι, τούτο το δικαίωμα της χρονικής προτεραιότητας βασιζόταν στον προορισμό του Ισραήλ να γίνει ο απόστολος των Εθνών, ανάμεσα στα οποία ζούσε. Ήταν για τους Ιουδαίους πιστούς να μεταστρέψουν τον κόσμο. Γι” αυτό χρειαζόταν να είναι οι πρώτοι που θα ευαγγελισθούν.
Στην συνέχεια, ο Απόστολος θα μας εξηγήσει γιατί το Ευαγγέλιο μπορεί πράγματι να είναι η «σωτηρία του κόσμου» που προσφέρεται σε όλους που πιστεύουν. Αυτό είναι το θέμα του εδαφίου 17. Το Ευαγγέλιον είναι σωτηρία διότι προσφέρει την δικαίωση εκ μέρους του Θεού.

Εδάφιον 17
«Δικαιοσύνη γαρ Θεού εν αυτώ αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς γέγραπται, «ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται».
«Διότι εις αυτό φανερώνεται δικαίωσις εκ μέρους του Θεού, από πίστιν εις πίστιν, όπως είναι γραμμένον: «Εκείνος που δικαιώνεται δια της πίστεως θα ζήσει».

Ο Παύλος εξηγεί εδώ πως εργάζεται, πως ενεργεί αυτή «η δύναμη προς σωτηρία» που σώζει τον πιστεύοντα: Τον δικαιώνει. Αυτή είναι η θεμελιώδης ιδέα όλης της επιστολής.
Τι να εννοεί άραγε λέγοντας «Δικαιοσύνη Θεού», που μας αποκαλύπτεται στο Ευαγγέλιο; Μήπως την γνωστή ιδιότητα του Θείου χαρακτήρα; Όχι, γιατί αυτή δεν χρειάστηκε να την αποκαλύψει το Ευαγγέλιο. Ήταν και από πριν καθαρά αποκεκαλυμμένη από τον νόμο. Άρα για άλλη δικαιοσύνη μιλά εδώ ο Παύλος. Τα λόγια της προφητείας που αναφέρει αμέσως μετά, «Ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται», δείχνουν ότι αυτή η «δικαιοσύνη» που αποκαλύπτεται «εν αυτώ», στο Ευαγγέλιο δηλαδή, είναι μια κατάσταση του ανθρώπου, και όχι ένα χαρακτηριστικό του Θεού. Να θυμηθούμε αυτό που είπε στα πλήθη ο Κύριος στην Επί του Όρους Ομιλία: «Εάν δεν περισεύσει η δικαιοσύνη σας απ” αυτή των γραμματέων και Φαρισαίων, δεν θα εισέλθετε στην βασιλεία των ουρανών».
Σε τι να συνίσταται, ποιά να είναι αυτή η κατάσταση;
Ο όρος «δικαιοσύνη», όταν αναφέρεται στον άνθρωπο, όπως εδώ, κατά γράμμα δηλώνει την ηθική θέση στην οποία βρίσκεται ένας άνθρωπος, όταν έχει εκπληρώσει στην εντέλεια όλες του τις υποχρεώσεις. Τότε λέμε, «αυτός είναι δίκαιος».
Εδώ όμως μας μιλά ποιό ειδικά για «δικαιοσύνη Θεού, που αποκαλύπτεται στο Ευαγγέλιο». Ποιά να είναι αυτή; Αυτή είναι η σχέση προς τον Θεόν στην οποίαν ένας άνθρωπος θα τοποθετιόταν φυσιολογικά με την δικαιοσύνη του, εάν καθ” υπόθεσιν ήταν δίκαιος, εάν εκτελούσε όλο τον νόμο. Τούτο όμως δεν μπορεί ο άνθρωπος να το κάνει. Τελικά τούτη τη θέση του τη δίνει ο Θεός, όπως θα δούμε στη συνέχεια, μόνο και μόνο λόγω της πίστης του, γιατί απλώνει το χέρι της πίστης και την παίρνει.
Το ρήμα «δικαιώνω» σημαίνει, δηλώνω, διακηρύττω κάποιον δίκαιο (Ιδέ Ρωμ. Β13, Γ4, Γ20, Α. Κορ. Δ4, Λουκ. Ζ29,35, ΙΣΤ15). Ποτέ δεν σημαίνει «κάνω κάποιον δίκαιο» με «εσωτερική μετάδοση δικαιοσύνης». Λέμε, «ο Θεός με δικαίωσε», και σημαίνει, ο Θεός με θεωρεί δίκαιο, με διακηρύττει δίκαιο, λέγει: «Αυτός είναι δίκαιος απέναντι μου», «είναι εντάξει απέναντι μου», άσχετα τι πραγματικά είμαι εγώ.
Όταν ο Θεός αναγνωρίζει, διακηρύττει κάποιον «δίκαιον» ενώπιον Του του απονέμει δύο χάρες: Θεωρεί και μεταχειρίζεται από δω και πέρα αυτόν τον άνθρωπο, α) Σαν να μην είχε ποτέ διαπράξει κανένα κακό, και β) Σαν να είχε εκτελέσει κάθε καλό που ο Θεός θα μπορούσε να περιμένει απ” αυτόν.
Όταν στη Γραφή μιλάμε για την «δικαίωση” του ανθρώπου, ή για την «δικαιοσύνη» του, εννοούμε τούτη την απόφαση του Θεού που θέτει τον άνθρωπο σ” αυτή την προνομιακή σχέση μαζί Του. Δυνάμει αυτής της απόφασης, ο άνθρωπος έχει από τούδε την δικαιοσύνη του Θεού με το μέρος του, και όχι εναντίον του.
Τούτη η «δικαιοσύνη» είναι κάτι που «αποκαλύπτεται», δηλαδή προσφέρεται στον άνθρωπο δια του Ευαγγελίου, απλώνει δηλαδή αυτός το χέρι της πίστης, την παίρνει, και την κάνει δική του. Δεν είναι κάτι που «μεταδίδεται» εσωτερικά δια της δωρεάς του Πνεύματος. Δεν είναι το Άγιο Πνεύμα που θα κάνει τον άνθρωπο δίκαιο. Την δικαιοσύνη ο Θεός την προσφέρει στον άνθρωπο με το κήρυγμα του Ευαγγελίου, και αυτός μπορεί να τη κάνει δική του μέσα σε μια στιγμή, με την πίστη του, έτσι όπως εγώ απλώνω το χέρι και παίρνω την φέτα ψωμί που μου δίνεις. Και για να πάμε στη συνέχεια, στον άνθρωπο που πήρε μ” αυτόν τον τρόπο την δικαιοσύνη του, ο Θεός, βάσει υπόσχεσης Του, θα του στείλει αμέσως το Πνεύμα, και Αυτό θ” αρχίσει να μεταδίδει τη ζωή του Χριστού μέσα του.
Η «δικαίωση» είναι η προϋπόθεση της εισόδου στην κατάσταση της σωτηρίας εδώ κάτω. Η μετάδοση της ζωής του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος είναι η προϋπόθεση της εισόδου στην κατάσταση της δόξας εκεί πάνω. Και η σειρά είναι πάντα αυτή: Πρώτα θ” απομακρυνθεί η καταδίκη, και μετά θα έλθει η πνευματική ζωή μέσα μας. Πρώτα θα συμφιλιωθούμε με τον Θεό, πρώτα ο Θεός θα μας διακηρύξει δίκαιους απέναντι Του, και μετά θα μας αναγεννήσει. Πρώτα ο Θεός διακηρύττει τον άνθρωπο «δίκαιο», και μετά τον κάνει τέτοιο. Ποτέ δεν μπορεί να γίνει το αντίθετο. Όπως φαίνεται καθαρά εδώ, και θα το δούμε ακόμα ποιό καθαρά στη συνέχεια, στο θέμα της δικαίωσης, όλα εξαρτιόνται από την προσφορά του Θεού, και τίποτα απ” την προσπάθεια του ανθρώπου.
Στο Δ3 ο Παύλος δικαιολογεί τούτο το δόγμα «της δικαιοσύνης του Θεού εκ πίστεως εις πίστιν» με τα λόγια του Μωυσή, «Επίστευσε δε Αβραάμ τω Θεώ, και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην», δηλαδή του λογαριάστηκε σαν το ισοδύναμο μιας δίκαιης και άμεμπτης ζωής, μόνο και μόνο γιατί πίστεψε, και ας ήταν αυτός που ήταν.
Το εδάφιο 17 είναι από τα βασικώτερα της Γραφής. Ας το μελετήσωμε λέξη προς λέξη:
«Δικαιοσύνη γαρ Θεού εν αυτώ αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν, καθώς γέγραπται, «ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται».
«Δικαιοσύνη Θεού»: Είναι η μια δικαίωση για τον άνθρωπο, που έχει τον Θεό σαν πρωτεργάτη. Ο Θεός την ετοιμάζει και την προσφέρει. Στο Φιλιππησίους Γ9 το λέγει πιο καθαρά: «Η δικαίωση που έρχεται από τον Θεό». Το αντίθετο θα ήταν η «δικαιοσύνη ανθρώπου», μια δικαίωση, δηλαδή, που την επεξεργάζεται μόνος του ο άνθρωπος, με τα έργα του, με την αξία του.
Τώρα, μια δικαιοσύνη που την ετοιμάζει και την προσφέρει ο Θεός, σίγουρα ανταποκρίνεται στην ουσία Του, και δεν μπορεί παρά να είναι αποδεκτή απ” Αυτόν, είναι έτσι όπως την θέλει Αυτός.
Τούτη η δικαιοσύνη «αποκαλύπτεται», δηλαδή, ενώ μέχρι τώρα ήταν κρυμμένη, τώρα έρχεται στο φως. Ποιός την φέρνει στο φως; Από που, με τι μέσον αποκαλύπτεται; «Εν αυτώ», δηλαδή εις το Ευαγγέλιο, εις το Ευαγγελικό κήρυγμα. Είναι μ” αυτό το κήρυγμα που η «δικαιοσύνη του Θεού», η δικαιοσύνη που έφτειαξε ο Θεός, να το πούμε έτσι, και την προσφέρει στον καθένα, αποκαλύπτεται καθημερινά στον κόσμο.
Η συνέχεια τώρα: «Δικαιοσύνη γαρ Θεού εν αυτώ αποκαλύπτεται εκ πίστεως εις πίστιν». «Εκ πίστεως εις πίστιν». Τι να σημαίνει αυτό;
Πρώτα το «εκ πίστεως»: Η «δικαιοσύνη του Θεού αποκαλύπτεται» μέσω του κηρύγματος του Ευαγγελίου ως προκύπτουσα «εκ πίστεως», κατά την έννοια ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ίδια η πίστη που λογαριάζεται στον άνθρωπο σαν δικαιοσύνη. Πιο απλά: Όποιος πιστεύει, δικαιώνεται απο τον Θεό. Αυτό σημαίνει το «εκ πίστεως».
Το «εις την πίστιν» τώρα; Αυτό σημαίνει ότι, το «όργανον» δια του οποίου το κάθε άτομο μπορεί προσωπικά να οικειοποιηθεί, να κάνη δική του μια τέτοια δικαίωση, είναι παρομοίως η πίστη.
Με απλά λόγια, εκείνο που θέλει να πει με τούτη την έκφραση («εκ πίστεως εις πίστιν») είναι ότι, σ” αυτή την «δικαιοσύνη», η πίστη είναι το παν, απολύτως το παν. Στην ουσία τούτη η «δικαιοσύνη» είναι η ίδια η πίστη. Και ο καθένας την οικειοποιείται, την κάνει δική του, δια πίστεως.
Την ίδια έκφραση την συναντάμε, κάπως διαφορετικά διατυπωμένη, αλλά με το ίδιο ακριβώς νόημα, και σε άλλα εδάφια, π.χ. «Δικαίωσις εκ μέρους του Θεού δια πίστεως εις τον Ιησούν Χριστόν δι” όλους και εις όλους που πιστεύουν» (Ρωμ. Γ22). «Δια να δοθή εις τους πιστεύοντας η υπόσχεσις βάσει της πίστεως εις τον Ιησούν Χριστόν» (Γαλ. Γ22). Και στο Φιλιππησίους Γ9: «Έχοντας δικαίωσιν προερχομένην όχι από την τήρησιν του νόμου, αλλά εκείνη που δίδεται δια της πίστεως εις τον Χριστόν, την δικαίωσιν που έρχεται από τον Θεόν βάσει της πίστεως.»
Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε, να μην θεωρήσουμε ότι η πίστη που παίρνει την δικαίωση έχει κάποια αξία, και ότι η δικαίωση της δίδεται σαν αμοιβή. Εκείνο που δικαιώνει είναι μόνον το αντικείμενο της πίστης, ο Ιησούς Χριστός και το έργο Του. Η πίστη απλώς φέρνει τούτο το αντικείμενο στην κατοχή του ανθρώπου. Με την πίστη μου, απλά, κάνω δικό μου εκείνο που αγωνίστηκε και πέτυχε ο Ιησούς Χριστός. Είναι το χέρι που παίρνει το δώρο. Και το δώρο δεν είναι αμοιβή, επειδή άπλωσες το χέρι. Δεν είσαι υποχρεωμένος απέναντι στον ζητιάνο επειδή απλώνει το χέρι. Το απλωμένο του χέρι δεν είναι κάποια προσφορά που σου κάνει, την οποία και θα πρέπει ν” αμείψεις. Θέλεις και του δίνεις, και αυτός δεν θα πάρει ποτέ το δώρο σου, παρά μόνον σαν απλώσει το χέρι.
Τούτη η δικαιοσύνη που ο Θεός αποκαλύπτει, και προσφέρει στον άνθρωπο μέσω του Ευαγγελίου, λογαριάζοντας γι” αυτό τον σκοπό μόνον την πίστη του, και τίποτα άλλο, και την οποία ο άνθρωπος την παίρνει με την πίστη του (μου το αποκάλυψε ο Θεός, μου το προσφέρει, το παίρνω, τούτη τη στιγμή γίνεται δικό μου, τόσο απλά, χωρίς τίποτα άλλο), είναι μια από τις βασικώτερες αλήθειες του Ευαγγελίου. Και ο Απόστολος είναι τόσο πεπεισμένος για την ενότητα που υπάρχει μεταξύ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ώστε δεν μπορεί να δηλώσει μια απ” τις μεγάλες αλήθειες του Ευαγγελίου, χωρίς ν” αναφέρει ένα εδάφιο απ” την Παλαιά Διαθήκη προς υποστήριξη της. Είναι ένα εδάφιο απ” τον Αββακούμ, το Β4, που έχει προφανώς παίξει έναν σπουδαίο ρόλο και στην δική του ζωή. Το αναφέρει και στο Γαλάτας Γ11: «Ο δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται».
Ο προφήτης Αββακούμ αντιπαραθέτει σε τούτο το εδάφιο καθέναν που υπερηφανεύεται βασιζόμενος στην δική του δύναμη, με τον ταπεινόν Ισραηλίτη που θέτει την εμπιστοσύνη του στον Θεό μόνον. Ο πρώτος, όπως αναφέρει ο προφήτης θ” αφανισθεί. O δεύτερος, ο οποίος μόνος είναι δίκαιος στα μάτια του Θεού, θα ζήσει. Σαν πίστη εδώ εννοεί την πίστη του ανθρώπου στον Θεόν του.
«Ο δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται»: Για να ζήσεις, για να κερδίσεις τη ζωή, θα πρέπει να ενωθείς με τη πηγή της ζωής, με τον Θεό. Τούτο δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο σαν τακτοποιηθείς απέναντι Του, σαν «δικαιωθείς», για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο της Γραφής. Και ο άνθρωπος δικαιώνεται, όπως είδαμε προηγουμένως, με μόνο τη πίστη του. Να γιατί, «Ο δίκαιος θα ζήσει δια πίστεως», δια της οποίας και έχει γίνει δίκαιος.
Μέσα στη λέξη «ζήσεται», «θα ζήσει», περιλαμβάνονται δύο ευλογίες: α) Απελευθέρωση απ” τον αιώνιο θάνατο, και β) Κατοχή της αιώνιας ζωής. Είναι ακριβώς η ιδέα της «σωτηρίας» του εδαφίου 16.
Στην συνέχεια, έως το κεφάλαιο 5, ο Παύλος αναπτύσσει το θέμα της «δικαιοσύνης δια πίστεως». Τούτο τo κομμάτι μπορούμε να το χωρίσωμε σε τρείς μεγάλες ενότητες: Κεφάλαια Α18-Γ20, η περιγραφή της παγκόσμιας καταδίκης. Κεφάλαια Γ21-Ε11, η περιγραφή της παγκόσμιας δικαίωσης. Εδάφια Ε12-21, η μεγάλη αντίθεση μεταξύ του Αδάμ και του Χριστού.
Καθώς θα δούμε σε ότι ακολουθεί, ο Απόστολος, πριν αρχίσει να εκθέτει το μέγα θέμα «της δικαίωσης δια πίστεως», προετοιμάζει τον δρόμο γι” αυτό, αποκαλύπτοντας στην ανθρώπινη ζωή τις αιτίες γι” αυτόν τον τόσο ασυνήθη, και κατά τον ανθρώπινο νουν «αφύσικο» τρόπο σωτηρίας. Εάν το Ευαγγέλιο αποκαλύπτει την «δικαιοσύνη του Θεού», είναι διότι εκεί μέσα υπάρχει και μια άλλη αποκάλυψη, η αποκάλυψη της «οργής του Θεού», η οποία, εάν δεν προσφερόταν η «δικαιοσύνη του Θεού», θα αφάνιζε όλο το ανθρώπινο γένος.

Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΕΘΝΗ. Ρωμαίους Α18-32.

Εδάφιο 18
«Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ” ουρανου επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων».
«Διότι η οργή του Θεού φανερώνεται από τον ουρανόν εναντίον κάθε ασεβείας και κακίας ανθρώπων, οι οποίοι δια της κακίας των καταπνίγουν την αλήθειαν».

Συνηθίζει ο Παύλος, όταν ξεκινά ένα καινούργιο θέμα, στο πρώτο εδάφιο να περιλαμβάνει ανακεφαλαιωτικά όλες τις ιδέες που αναπτύσσονται στην συνέχεια. Η μελέτη λοιπόν τούτου του εδαφίου, θα είναι μια πρώτη ανάλυση όλου του τμήματος που ακολουθεί.
«Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού». «Γαρ», «διότι»: Υπάρχει μια αποκάλυψη δικαίωσης μέσα στο Ευαγγέλιο, «διότι» υπάρχει μέσα σ” αυτό και μια αποκάλυψη οργής πάνω σ” όλον τον κόσμο. Και τούτη η «δικαίωση» («σωτηρία», εδ. 16) είναι αναγκαία για να σώσει τον κόσμο απ” τις συνέπειες αυτής της οργής.
«Οργή Θεού». Οργίζεται ο άγιος Θεός απέναντι μας; Ναι. Αλλά από την ιδέα της «οργής», όταν αναφέρεται στον Θεό, θα πρέπει βεβαίως να εξαιρέσωμε όλα εκείνα τα στοιχεία που μολύνουν την ανθρώπινη οργή, την προσωπική πικρία για παράδειγμα, και την ηθική αναστάτωση, που δίνουν στις εκδηλώσεις τούτης της οργής τον χαρακτήρα της εκδίκησης. Στον Θεό όταν οργίζεται, δεν υπάρχει μέσα Του η διάθεση προς εκδίκηση για ατομιστικούς λόγους, όπως υπάρχει σε μας.
Στον Θεό, που είναι το ίδιο το καλό, η οργή εμφανίζεται σαν η άγια αποδοκιμασία του κακού, και η σταθερή απόφαση να το καταστρέψει. Ο Θεός οργίζεται απέναντι στο κακό, και δεν μπορεί να το ανεχθεί. Εμείς συνήθως οργιζόμαστε όταν κάτι βλάπτει το άτομο μας, τα συμφέροντα μας. Εδώ γίνεται συνήθως ένα λάθος. Λένε ότι ο Θεός οργίζεται μόνον απέναντι στο κακό σαν πράξη, και όχι απέναντι στον άνθρωπο που το κάνει, αυτόν τον αγαπά, τις πράξεις του μισεί. Κατά τη Γραφή όμως αυτή η αντίληψη είναι λάθος. Στο μέτρο που ο άνθρωπος σταματά ν” αντιτίθεται στο κακό, και εθελοντικά ταυτίζεται μαζί του, τότε γίνεται και αυτός ο ίδιος το αντικείμενο της οργής του Θεού, και υφίσταται όλες τις συνέπειες της. Αυτό, δηλαδή, που λένε, ότι ο Θεός μισεί την αμαρτία, αλλά αγαπά τον αμαρτωλό, είναι σωστό μέχρι μόνον έναν βαθμό.
Και η οργή του Θεού αποκαλύπτεται «απ” ουρανού». Ο «ουρανός» εδώ δηλώνει την αόρατη κατοικία του Θεού, την έδρα της τέλειας τάξης, απ” όπου εκπηγάζει κάθε φανέρωση δικαιοσύνης πάνω στην γη, κάθε νικηφόρα πάλη του καλού ενάντια στο κακό.
Ο ορατός ουρανός, το κανονικό της κίνησης των άστρων, η καθαρή λάμψη τους που μοιάζει με ζωή, όλο αυτό το μεγαλειώδες θέαμα, έχει πάντα συνδεθεί στην συνείδηση του ανθρώπου με την αισθητή παρουσία της Θείας τάξης. Είναι υπό την επήρεια αυτής της αίσθησης, που ο άσωτος υιός κραυγάζει, «Πατέρα αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιον σου».
«Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ” ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων». Τι να εννοεί ο Παύλος λέγοντας «ασέβεια», και τι λέγοντας «αδικία»;
Όπως θα δούμε στη συνέχεια, με την λέξη «ασέβεια» δηλώνει όλες τις κακίες στην θρησκευτική σφαίρα, για παράδειγμα, την άρνηση λατρείας και ευχαριστίας στον Θεό. Και με την λέξη «αδικία», όλες εκείνες που ανήκουν στην ηθική περιοχή, και ειδικώτερα, όπως θα μας εξηγήσει στο εδάφιο 28, την άρνηση του ανθρώπου να γνωρίσει το ηθικό καλό, που προέρχεται από τον Θεό.
Και ένα άλλο να παρατηρήσωμε: Ο Απόστολος δεν λέγει «ανθρώπων» αόριστα, αλλά ειδικά, «ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων», «ανθρώπων που καταπνίγουν την αλήθεια δια της αδικίας». Εναντίον αυτών αποκαλύπτεται «οργή Θεού». Ποιοί να είναι αυτοί; Όπως θα δούμε στη συνέχεια, όλος ο ειδωλολατρικός κόσμος.
Το Ευαγγέλιο, λοιπόν, μας αποκαλύπτει ότι υπάρχει οργή Θεού επάνω σε κάθε ασέβεια και κακία των ανθρώπων, και ειδικά ενάντια «Των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων», ενάντια εκείνων που άδικα, παράνομα, καταπνίγουν την αλήθεια που τους έχει εμπιστευθεί ο Θεός.
Μια πρώτη ερώτηση είναι εδώ, ποιά είναι αυτή η «αλήθεια» που, σαν την πήραν απ” τον Θεό, την κατέπνιξαν; Τα εδάφια 19 και 20 αποδεικνύουν ότι είναι η γνώση του προσώπου και του χαρακτήρα του Θεού που μεταδόθηκε στην συνείδηση του ανθρώπου. Τούτη την αλήθεια, σαν την έλαβε ο άνθρωπος, την εμπόδισε να διαχυθεί στον νου του σαν φως να τον φωτίσει, και στην συμπεριφορά του να την καθοδηγήσει σαν άγια εξουσία και δίκαιος κανόνας.
Και τούτο, λέγει, το έκαναν «Εν αδικία», (επίρρημα), «άδικα», «άνομα». Και πράγματι είναι άδικο, παράνομο, διαστροφή, το να παραλύσεις την επίδραση της αλήθειας στην καρδιά και στην ζωή κάποιου.
Εναντίον αυτών των ανθρώπων, που κατέπνιξαν την αλήθεια που τους έχει δώσει ο Θεός, δηλαδή, εναντίον της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων, «Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ” ουρανού».
Τι είδους αποκαλύψεις της οργής του Θεού να εννοεί εδώ ο Παύλος; Μήπως εννοεί την κρίση της συνείδησης μέσα στον άνθρωπο; Όχι, γιατί μιλά για ένα φανερό γεγονός, ορατό σε όλους. Άλλοι θεώρησαν ότι είναι το ίδιο το κήρυγμα του Ευαγγελίου που αποκαλύπτει τούτη την οργή του Θεού, είναι απλά η ενημέρωση μας ότι ο Θεός είναι οργισμένος εναντίον μας. Άλλοι ότι αναφέρεται στο ξέσπασμα της οργής του Θεού στην τελική κρίση. Τούτο όμως δεν συμβιβάζεται με τον ενεστώτα «αποκαλύπτεται» – τώρα αποκαλύπτεται, όχι «θα αποκαλυφθεί».
“Αλλοι, σαν «οργή Θεού που αποκαλύπτεται απ” ουρανού», θεωρούν το πλήθος των δεινών που συνεχώς συνθλίβουν την αμαρτωλή ανθρωπότητα. Αλλά η συνέχεια της ανάπτυξης του θέματος δεν βοηθά ούτε αυτή την εξήγηση.
Ποιά είναι ακριβώς αυτή η οργή, που ήδη είναι αποκαλυμμένη, φανερή, πάνω στους ανθρώπους, θα μας την πει ο Παύλος αμέσως στην συνέχεια.
Στο εδάφιο 24 για παράδειγμα, μας αναφέρει μια Θεία τιμωρία, που είναι τώρα πάνω στους ανθρώπους, απόδειξη της οργής του Θεού εναντίον τους. Ποιά είναι αυτή; Τους παρέδωσε, μας αναφέρει, στη δύναμη των ακαθάρτων τους πόθων. Το ίδιο μας ξανααναφέρει στο εδάφιο 26, και για μια τρίτη φορά στο εδάφιο 28: «Τους παρέδωσε ο Θεός εις ανάξιον νουν», σε ανόητο νου. Θα τα δούμε όμως στη σειρά, σαν φθάσουμε εκεί.
Να δούμε τώρα αναλυτικά, ποιά είναι η αλήθεια που απεκάλυψε ο Θεός στον άνθρωπο, και αυτός την κατέπνιξε.

Pages