Μυστηριώδης φύση – Άντον Τσέχωφ - Point of view

Εν τάχει

Μυστηριώδης φύση – Άντον Τσέχωφ





ΣΕ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ της πρώτης θέσης. Πάνω στον καναπέ, ντυμένο με βελούδο μωβ, κάθεται μισοπλαγιασμένη μια νόστιμη νεαρή κυρία. Ένα κροσσωτό ριπίδι τρίζει το χέρι της που το κρατά σφιχτά, σπασμωδικά και τα ματογυάλια της πέφτουν όλο τον καιρό από την χαριτωμένη μυτούλα της. Μια καρφίτσα στο στήθος της μι ανεβαίνει και μια κατεβαίνει, σωστή βαρκούλα μέσα στα κύματα. Είναι ταραγμένη…
Αντίκρυ της κάθεται ο διοικητικός υπάλληλος της εμπιστευτικής υπηρεσίας, νεαρός αρχάριος συγγραφέας, που δημοσιεύει στις επαρχιακές εφημερίδες μικρά διηγήματα, ή όπως ο ίδιος τις λέει, «νουβέλες από τη ζωή της ανώτερης κοινωνίας…» Την κοιτάζει στο πρόσωπο, την κοιτάζει κατάματα με ύφος ανθρώπου που καταλαβαίνει. Την παρατηρεί, μελετά, συλλαμβάνει την εκκεντρική, μυστηριώδη αυτή φύση, την κατανοεί… Την ψυχή της και όλη της την ψυχολογία την έχει μπροστά του σαν μέσα στην παλάμη του.
-Ω, σας κατανοώ! λέει ο διοικητικός υπάλληλος φιλώντας το χέρι της κοντά στο βραχιόλι. Η λεπτή ευαίσθητη ψυχή σας ζητά διέξοδο από το λαβύρινθο… Μάλιστα! Πάλη τρομερή, τερατώδης, αλλά… μη χάνετε το θάρρος σας! Θα νικήσετε στο τέλος! Μάλιστα!
-Περιγράψτε με, Βολδεμάρ! λέει η νεαρή κυρία, χαμογελώντας μελαγχολικά. Είναι τόσο γεμάτη η ζωή μου, τόσο ποικιλόμορφη, με τόσες αποχρώσεις… Αλλά το κυριότερο… είμαι τυραννισμένη, σαν τις ηρωίδες του Ντοστογιέφσκυ… Δείξε στον κόσμο την ψυχή μου, Βολδεμάρ, δείξε την καημένη την ψυχή μου! Εσείς είστε ψυχολόγος. Δεν πέρασε ακόμη μια ώρα που καθόμαστε μέσα στο διαμέρισμα και μιλάμε και ήδη με νιώσατε πολύ!
-Μιλάτε! Σας ικετεύω, μιλάτε!
-Ακούστε. Γεννήθηκα από φτωχή, δημοσιοϋπαλληλική οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν καλός άνθρωπος, έξυπνος, αλλά με το πνεύμα και το περιβάλλον της εποχής… βου κομπρενέ; (καταλαβαίνετε;)· δεν τον κατηγορώ τον καημένο τον πατέρα μου. Έπινε, έπαιζε χαρτιά… δεχόταν δωροδοκίες… Και η μητέρα… Τι να πω γι’ αυτή! Η ανάγκη, η βιοπάλη για ένα κομμάτι ψωμί, η συναίσθηση της μηδαμινότητας… Αχ, μη με αναγκάζετε να τα θυμάμαι! Έπρεπε μόνη να σταδιοδρομήσω… Η τερατώδης ανατροφή του ινστιτούτου, η ανάγνωση των ανόητων μυθιστορημάτων, τα λάθη της νεότητας, ο πρώτος δειλός έρωτας… Και ο αγώνας με το περιβάλλον; Τρομερό! Και οι αμφιβολίες; Και το μαρτύριο όταν ολοένα χάνεις την εμπιστοσύνη στη ζωή, στον εαυτό σου;… Αχ, εσείς είστε συγγραφέας και μας ξέρετε εμάς τις γυναίκες. Θα αντιληφθείτε. Δυστυχώς είμαι προικισμένη με πλούσια φύση. Περίμενα την ευτυχία, και τι ευτυχία! Διψούσα ανθρωπισμό, να γίνω άνθρωπος. Μάλιστα! Να είναι κανείς άνθρωπος – σ’ αυτό έβλεπα την ευτυχία μου!



-Θαυμάσια γυναίκα! ψελλίζει ο συγγραφέας φιλώντας κοντά στο βραχιόλι. Δε φιλώ εσάς, θεϊκή κόρη, τον πόνο τον ανθρώπινο φιλώ! Θυμάστε τον Ρασκόλνικωφ; Έτσι κι εκείνος φιλούσε.
-Π. Βολδεμάρ! Ήθελα θόρυβο και δόξα και αίγλη, όπως το θέλει -ας αφήσω τις μετριοφροσύνες- κάθε εξαιρετική φύση. Διψούσα κάτι το εξαιρετικό… πάνω από τα γυναικεία! Και να! Να… στο δρόμο μου βρέθηκε ένας πλούσιος γέρο-στρατηγός… Αντιληφθείτε με, Βολδεμάρ. Αυτό ήταν αυτοθυσία, αυταπάρνηση! Δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Έκανα πλούσια την οικογένειά μου, άρχισαν τα ταξίδια, τις φιλανθρωπίες… Αλλά πώς υπόφερα, πόσο μου ήταν αβάσταχτο το μαρτύριο, πόσο πρόστυχα και ταπεινά τ’ αγκαλιάσματα εκείνου του γέρου, αν και πρέπει να πούμε του στραβού το δίκιο, όταν ήταν νέος πολέμησε πολύ γενναία. Πέρασα στιγμές… τρομερές στιγμές! Αλλά με ενίσχυσε η σκέψη πως ο γέρος θα πέθαινε από μέρα σε μέρα, πως θα ζήσω όπως θέλω, θα πάρω τον άνθρωπο που αγαπώ, θα είμαι ευτυχής… Κι έχω εγώ, Βολδεμάρ, έναν εξαιρετικό άνθρωπο! Ο θεός ξέρει!
Η νεαρή κυρία ζωηρά κουνάει το ριπίδι. Το πρόσωπό της παίρνει κλαψιάρικη έκφραση.
-Αλλά να, πέθανε ο γέρος… Μου άφησε κάποια περιουσία, είμαι ελεύθερο πουλάκι. Τώρα πια μπορώ να ζήσω ευτυχισμένη… Δεν είναι αλήθεια, Βολδεμάρ; Η ευτυχία χτυπά την πόρτα μου. Δεν έχω παρά να ανοίξω και να μπει μέσα, αλλά… όχι! Βολδεμάρ, ακουστέ με, σας εξορκίζω! Τώρα ακριβώς είναι η στιγμή να πάρω τον άνθρωπο που αγαπώ, να γίνω φίλη του, βοηθός του, να γίνω φορέας των ιδεωδών του, να γίνω ευτυχισμένη… να ξαποστάσω… Αλλά τι πρόστυχη, τι τιποτένια και ανόητη είναι η ζωή σ’ αυτόν τον κόσμο! Τι πρόστυχα που είναι όλα, Βολδεμάρ! Είμαι δυστυχής, δυστυχής, δυστυχής! Πάλι εμπόδιο στέκει στη ζωή μου! Πάλι το νιώθω, πως η ευτυχία μου βρίσκεται μακριά, μακριά! Αχ, πόσα βάσανα, αν ξέρατε! Πόσα βάσανα!


-Αλλά τι συμβαίνει; Τι εμπόδιο στάθηκε στο δρόμο σας; Σας ικετεύω, πέστε μου! Ποιο είναι το εμπόδιο;
-Ένας άλλος πλούσιος γέρος…


Το κροσσωτό ριπίδι κρύβει το όμορφο μικρό πρόσωπο. Ο συγγραφέας στηρίζει το βαθυστόχαστο κεφάλι του πάνω στην πυγμή του, αναστενάζει και με ύφος ειδήμονα ψυχολόγου βυθίζεται σε σκέψεις. Η ατμομηχανή σφυρίζει και κοκκινίζουν από το ηλιοβασίλεμα τα μπερντεδάκια του παράθυρου…


Ο Βάνκας και άλλες ιστορίες 
via

Pages