Η θυσιαστική αγάπη της Άλκηστης για τον αγαπημένο της Άδμητο - Point of view

Εν τάχει

Η θυσιαστική αγάπη της Άλκηστης για τον αγαπημένο της Άδμητο

Ο Απόλλωνας και τα βοοειδή του Άδμητου από τον Cornelius van Poelenburgh (1620)



Νέος ο Άδμητος πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και στην Αργοναυτική εκστρατεία. Ύστερα από το θάνατο του πατέρα του έγινε βασιλιάς και τότε είχε στην υπηρεσία του τον Απόλλωνα, για να φυλάει τα κοπάδια του. Ερωτεύτηκε την Άλκηστη, την κόρη του Πελία, του βασιλιά της Ιωλκού, ο οποίος είχε πάρει απόφαση να παντρέψει την κόρη του με τον άντρα εκείνον που θα έζευε την ίδια μέρα το άρμα του με ένα λιοντάρι και ένα αγριογούρουνο.


Στην ελληνική μυθολογία, ο Άδμητος ήταν βασιλιάς των Φερών της Θεσσαλίας, γιος του Φέρητα και της Κλυμένης ή Περικλυμένης, και επομένως εγγονός του βασιλιά του Ορχομενού Μινύα.



Υπάρχουν αγάπες μεταξύ των ανθρώπων που ξεπερνούν τη φθαρτή μας φύση και μένουν αθάνατες. Και μπορεί τα ζευγάρια, μεταξύ των οποίων αναπτύχθηκε μια τέτοια μεγάλη αγάπη, να πήγαν στον Άδη, μα η αγάπη τους πήγε στον Όλυμπο. Τέτοιες αγάπες γίνονται παράδειγμα σ’ εμάς και αλχημικό χωνευτήρι να μετατρέψουμε τα πάθη μας σε ανώτερα αισθήματα. Το αγενές μέταλλο της ψυχής μας να το μεταστοιχειώσουμε σε χρυσάφι. Η ελληνική μυθολογία έχει να μας δώσει πολλά πρότυπα ζευγαριών. Θα αναφέρουμε το μύθο της Άλκηστης και του Άδμητου.


Η όλη ιστορία ξεκίνησε από την κόντρα του Απόλλωνα με τον πατέρα του Δία εξαιτίας του Ασκληπιού. Ο Ασκληπιός ήταν γιος του Φοίβου Απόλλωνα από την Κορωνίδα. Αφού έμαθε κοντά στον Κένταυρο Χείρωνα να γιατρεύει κάθε αρρώστια, προχώρησε τόσο πολύ την ιατρική, που ακόμη κι από του Χάρου τα δόντια γλίτωνε τους ανθρώπους. Ήταν τόσο ψυχοπονιάρης ο Ασκληπιός, που θέλησε ν’ αναστήσει ακόμη και πεθαμένους. Μα αυτή την αλαζονεία ο Δίας δεν μπορούσε να τη συγχωρήσει, γιατί παραβίαζε το σύνορα θνητών και αθάνατων θεών. 

Έτσι ξαπόστειλε ένα αστροπελέκι κι έριξε νεκρό τον γιο του Απόλλωνα. Χολώθηκε ο Φοίβος, αλλά δεν μπορούσε να τα βάλει με τον πατέρα του και βασιλιά των θεών. Για να πάρει το αίμα πίσω σημάδεψε με τις σαΐτες του τους Κύκλωπες, που στο εργαστήρι τους έφτιαχναν τ’ αστροπελέκια του βροντορίχτη Δία, και σωριάστηκαν κατάχαμα οι Βρόντης, Στερόπης και Άργης, οι τρεις Κύκλωπες τεχνουργοί των κεραυνών. Οργίστηκε τόσο ο Δίας, που ήθελε να γκρεμίσει στα Τάρταρα το γιο του. 

Όμως, μπήκε στη μέση η μάνα του Λητώ, κι αγαπημένη του Δία, πέφτοντας στα γόνατα του θεοβασιλιά, κατορθώνοντας να αλαφρώσει την τιμωρία. Για να ταπεινώσει τον Απόλλωνα, τον καταδίκασε, θεός αυτός, να μπει στη δούλεψη ενός θνητού. Έτσι, ο θεός του φωτός αναγκάστηκε να υπηρετήσει τον βασιλιά Άδμητο, που κατείχε το θρόνο των θεσσαλικών Φερών. Ένα μεγάλο ενιαυτό, δηλαδή για εννιά χρόνια, άφησε την καλοπέραση στου Όλυμπου τα θεϊκά παλάτια κι έγινε υπηρέτης σε ανθρώπινο παλάτι.


Ο Ηρακλής κλέβει από τον Θάνατο την Αλκηστη και την οδηγεί στον Άδμητο από τον Γιόχαν Χέιντριχ Τισχμπέιν (γύρω στο 1780)


Ο νεφελεγερέτης Δίας φονεύοντας τον Ασκληπιό, δεν τον τιμωρεί από εκδίκηση, αλλά γιατί διέπραξε ύβρη, δηλ. ασέβεια σε ύψιστο βαθμό ανατρέποντας του θεϊκούς νόμους, που έχουν σαν σκοπό την αρμονία και την τάξη στην φύση. Το να είναι οι άνθρωποι θνητοί, έχει κάποια σκοπιμότητα, που ναι μεν είναι άγνωστη στην ανθρωπότητα, αλλά είναι γνωστή στους θεούς. Είναι έπαρση το να θέλει ο άνθρωπος να εξισωθεί με τη θεότητα σ’ αυτή τη φάση της εξέλιξης. Η νομοτέλεια δεν μπορεί να καταστρατηγηθεί ούτε από τα θεία όντα. 

Έτσι όταν ο Απόλλωνας θυμωμένος σκότωσε του Κύκλωπες, ο Δίας τον τιμώρησε, δείχνοντας την πατρική αγάπη προς τον γιο που εκδήλωσε παρεκτροπή. Η τιμωρία ήταν τέτοια, ώστε να πάρει το μάθημα της ταπεινότητας και της προσφοράς υπηρεσίας. Γι’ αυτό έθεσε τον εαυτό του, θεός αυτός, στην υπηρεσία ενός θνητού. Αλλά και ο Άδμητος φέρθηκε με σεβασμό προς τον θεό


Ο τραγικός μας ποιητής Ευριπίδης έγραψε με βάση το μύθο του Άδμητου και της Άλκηστης τη θαυμάσια τραγωδία “Άλκηστη”, όπου στην πρώτη σκηνή βάζει τον ίδιο τον Απόλλωνα να κάνει τη διήγηση, εισάγοντας τον θεατή στην υπόθεση του έργου:


«Ω! του Άδμητου παλάτι, όπου σαν δούλος
δέχτηκα να δουλέψω εγώ, κι ας ήμουν
θεός. Αιτία ο Δίας• μου ’χει θανατώσει
το γιο μου Ασκληπιό, μ’ αστροπελέκι
χτυπώντας τον κατάστηθα• οργισμένος
για τούτο εγώ, τους Κύκλωπες σκοτώνω,
τους τεχνουργούς του κεραυνού του•
τότε ο πατέρας με τιμώρησε έτσι:
μ’ ανάγκασε θνητό να υπηρετήσω.»

 ( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 1-7)


Ο βασιλιάς των Φερών είχε αρχοντιά και στον χαρακτήρα. Ήταν γεμάτος καλοσύνη και φέρθηκε πολύ καλά στον Απόλλωνα, χωρίς να του φορτώνει να κάνει βαριές δουλειές. Μόνο για βοσκό στα κοπάδια του τον χρησιμοποίησε. Εκδήλωσε, επομένως θεοσέβεια. Αυτό το εκτίμησε ο θεός, κι αφού ανάμεσα στον θεό και τον θνητό αναπτύχθηκε θερμή συμπάθεια, όποτε ο Άδμητος θα βρισκόταν σε ανάγκη, ο Απόλλωνας μα χαρά θα του παραστεκόταν. 

Όταν οι άνθρωποι σέβονται τις θείες οντότητες, αυτές στην ανάγκη τους τους παραστέκουν. Γρήγορα έφτασε η στιγμή για να ξεπληρώσει ο Θεός στο θνητό την καλοσύνη, που του έδειξε. Ο Πελίας, βασιλιάς της Ιωλκού και θείος του Άδμητου είχε μια πανέμορφη θυγατέρα, την Άλκηστη, που αγαπούσε ο Άδμητος. Διακήρυξε ο Πελίας πως όποιος τη θυγατέρα του ήθελε για γυναίκα, για να δείξει την αξιοσύνη του έπρεπα να πάει να του ζητήσει πάνω σε άρμα, όπου θα είχε ζεμένο ένα λιοντάρι κι ένα κάπρο. 

Ο Απόλλωνας για να δείξει την ευγνωμοσύνη του στον Άδμητο, του έζεψε τα άγρια θηρία, που ’σερναν το άρμα καλύτερα κι από άτια ήμερα. Μόλις ο Πελίας είδε το θέαμα, θαύμασε τον ανιψιό και με χαρά του έδωσε την Άλκηστη για γυναίκα.


Με γιορτές και φαγοπότια, σε μεγαλειώδη πανηγυρικό γάμο, με την παρουσία και του Απόλλωνα ένωσαν τις τύχες τους ο βασιλιάς των Φερών με τη βασιλοκόρη από την Ιωλκό. Πάνω στη χαρά της γιορτής, ο Άδμητος ξέχασε να κάνει ευχαριστήρια θυσία στην Άρτεμη. Έτσι, όταν άνοιξαν τη νυφική κάμαρα το βράδυ, μετά του γάμου τη γιορτή, ξαφνιάστηκαν και ρίγος τους διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά βλέποντας το κρεβάτι, όπου με λαχτάρα πήγαιναν για του έρωτα να νιώσουν τη χαρά, να είναι γεμάτο φίδια. Πάλι ο Φοίβος μεσολάβησε να κατευνάσει τη χολωμένη αδελφή.


Όταν γεννήθηκε ο Άδμητος, οι Μοίρες τον μοίραναν να πεθάνει νέος. Ο Απόλλωνας, που αγαπούσε τον βασιλιά αφέντη του, κι εκεί θέλησε να παρέμβει. Βρήκε, λοιπόν τις υφάντρες του πεπρωμένου, κι αφού τις μέθυσε, τις έπεισε ν’ αλλάξουν το πεπρωμένο και ν’ αναβάλλουν τον θάνατο του Άδμητου, ώστε να τον πάρει ο Θάνατος στα βαθιά του γηρατειά, αρκεί να δεχόταν κάποιος άλλος να πεθάνει στη θέση του.


Ο Ευριπίδης στην εισαγωγή της τραγωδίας του, μέσα από την αφήγηση του Απόλλωνα μας πληροφορεί:


« Στη χώρα ως ήρθα τούτη, για το ξένο
βοσκούσα τα γελάδια κι ως τα τώρα
προστάτευα το σπιτικό του. Σ’ άντρα
δίκιο στάθηκα δίκιος και του Φέρη
το τέκνο από το θάνατο έχω σώσει,
τις Μοίρες ξεγελώντας• εδεχτήκαν
ο Άδμητος το Χάρο να ξεφύγει
τώρα, αν αντάλλαγμα θα του δώσει κάποιον
άλλο νεκρό για τους θεούς του Άδη.»

 ( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 8-14 )



Ο Άδμητος θρηνεί την Άλκηστη από τον Johann Heinrich Tischbein (περίπου το 1780)



Ξέροντας τι του έμελλε ο νεαρός βασιλιάς, μετά του γάμου τη χαρά, ζήτησε να βρει αντικαταστάτη. Μάταιος ο κόπος του, γιατί κανένας γνωστός του δε δεχόταν, ακόμη και οι γερογονιοί του, να πάνε στου Άδη τα σκοτάδια πριν να έρθει η ώρα τους. Και σαν πλησίαζε η μέρα (*1), που έπρεπε ν’ αφήσει του ήλιου το φως, για να κατέβει στου Πλούτωνα το ζοφερό βασίλειο, τον κυρίευε περισσότερο η μαύρη απελπισιά. 

Μόνο η αγαπημένη του, η Άλκηστη, αν και είχε πολύ μικρά τα δυο τους τα παιδιά, κι ήταν ακόμα πολύ νέα, δέχτηκε να πάρει τη θέση του, από την πολύ αγάπη της γι’ αυτόν.


Ο Ευριπίδης μας μεταφέρει την απελπισία, από την προσμονή του θανάτου, στο διάλογο του χορού με τη δούλα της Άλκηστης:


« ΧΟΡΟΣ: Να ξέρει πως πεθαίνει δοξασμένη,
πολύ πιο πάνω απ’ όσες ζουν στον κόσμο.


ΔΟΥΛΑ: Και πώς δεν είναι; Αντίρρηση ποιος έχει;
Τι παραπάνω η τέλεια γυναίκα
πρέπει να κάνει; Πώς να δείξει τάχα
πως προτιμά το θάνατο για χάρη
του άντρα της ; Τα ξέρει η πόλη ετούτα•
όσα έχει κάνει μέσα στο παλάτι,
μόλις τα μάθεις θα θαυμάσεις. Όταν
κατάλαβε πως η μοιρόγραφη ήρθε
μέρα, νερό από το ποτάμι πήρε
κι έλουσε το λευκό κορμί της, βγάζει
μέσα απ’ τις κέδρινες κασέλες ρούχα,
στολίδια και στολίζεται όπως πρέπει•
κατόπι στάθηκε μπρος της Εστίας
το βωμό και προσευχήθηκε έτσι. « Πάω,
Κυρά, στον κάτω κόσμο• σου προσπέφτω
και σου ζητώ μια τελευταία χάρη•
τα ορφανά προστάτεψε παιδιά μου•
στο γιο μου δώσε μια καλή γυναίκα
κι ευγενικό στη θυγατέρα μου άντρα.
Να μη χαθούνε πρώιμα τα παιδιά μου,
καθώς πεθαίνω εγώ που τα ’χω κάνει,
μα ολάκερη να ζήσουν τη ζωή τους
στην πατρική τους γη ευτυχισμένα ».
Έπειτα πήγε στους βωμούς που υπήρχαν
στου Άδμητου το σπίτι, προσευχήθη,
και με μυρτιά τους στόλισε βλαστάρια,
δίχως ν’ αναστενάζει και να κλαίει•
το κακό που της έρχονταν καθόλου
δεν άλλαξε την όμορφη θωριά της.
Στου νυφικού θαλάμου το κρεβάτι
πέφτει μετά και λέει αυτά θρηνώντας.
« Κρεβάτι μου, που εδώ σ’ αυτόν τον άντρα
την παρθενιά μου χάρισα και τώρα
γι’ αυτόν πεθαίνω, χαίρε• όμως εσένα
δε σε μισώ• μονάχα εμέ αφανίζεις•
δε λογάριασα ποτέ μου να προδώσω
τον άντρα μου κι εσένα, γι’ αυτό σβήνω.» 

( Ευριπίδης, “Άκληστις”, 150-181)



H δούλα, δίκαια αναρωτιέται, τι μπορεί να κάνει παραπάνω η τέλεια γυναίκα, απ’ αυτό που έκανε η Άλκηστη; Υπάρχει μεγαλύτερη αυταπάρνηση και μεγαλύτερη θυσία από το να προσφέρεις την πολύτιμη ζωή σου, για να μη πεθάνει ο σύντροφός σου; « Ποτέ μου δε λογάριασα να προδώσω τον άντρα μου, και γι’ αυτό πεθαίνω », λέει η Άλκηστη. Και δέεται στους θεούς να έχουν καλή τύχη και τα δυο της παιδιά. Δεν κάνει διάκριση. Και τα δυο τα αγαπάει εξ ίσου.


Η βασίλισσα ήταν πολύ καλή και συμπεριφερόταν με καλοσύνη στους υπηρέτες και στους δούλους της. Ο Ευριπίδης μας αναφέρει, σχετικά:


«………………Θρηνούσαν
τα τέκνα της κρατώντας τη απ’ τα ρούχα•
τα ’παιρνε αυτή στην αγκαλιά της, πότε
φιλούσε το ένα πότε τ’ άλλο, ως ήταν
γραμμένη του θανάτου. Κλαίγαν όλοι
μες στο παλάτι οι δούλοι από τη θλίψη
για την κυρά τους. Το δεξί της χέρι
έδινε κείνη στον καθένα και κανένας
δε βρέθη τόσο τιποτένιος που έτσι
στο « έχε γειά » της να μην απαντήσει.»
Δεν συμπεριφέρθηκε βάναυσα. 

Τις φρόντισε και γι’ αυτό κι αγαπούσαν την κυρά τους.


Διαβάζουμε στη συνέχεια στην τραγωδία:


« ΑΛΚ.: Άδμητε, βλέπεις την κατάστασή μου•
πριν ξεψυχήσω, αυτά που ’χω στο νου μου
θέλω ν’ ακούσεις. Τη ζωή μου δίνω,
τιμώντας σε, για να χαίρεσαι του ήλιου
το φέγγος• θα μπορούσα να ξεφύγω
το θάνατο και ταίρι μου να πάρω
μέσα στη Θεσσαλία όποιον ποθούσα
και σε παλάτι πλούσιο να μείνω,
βασιλικό. Δε θέλησα να ζήσω
μακριά σου και με τέκνα ορφανεμένα
ούτε λυπήθηκα τη νιότη που έχω
και τις χαρές της. Σε πρόδωσαν όμως
η μάνα κι ο γονιός σου, ενώ μπορούσαν,
μια κι είχαν την κατάλληλη ηλικία,
να σώσουν το παιδί τους, δοξασμένα πεθαίνοντας.» 

( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 280-292)


H άτυχη μάνα θέλησε να διασφαλίσει τα παιδιά της, γι’ αυτό έβαλε τον άντρα της να υποσχεθεί, πως δεν θα έπαιρνε άλλη γυναίκα, που θα ήταν μητριά για τα αγαπημένα της αγγελούδια:


« Θα ζούσαμε κι οι δυο τα υπόλοιπά μας
χρόνια κι εσύ δε θα ’χες απομείνει
δίχως γυναίκα να θρηνείς και τέκνα
δε θα ’χες ορφανά. Μα τούτα
κάποιος θεός τα έφερε έτσι. Ας είναι• τώρα
τι χάρη μου χρωστάς μη λησμονήσεις•
θα σου ζητήσω κάτι που δεν είναι
αντάξιό της- τίποτα δε στέκει
πιο πάνω απ’ τη ζωή- μα δίκιο
θα το παραδεχτείς• τα τέκνα τούτα
καθώς εγώ αγαπάς, αν έχεις σκέψη
φρόνιμη• να τα κάνεις του σπιτιού μας
αφέντες, μητριά να μην τους βάλεις
που σαν εμέ καλή δε θα ’ναι κι έτσι
χέρι κακίας πάνω της θ’ απλώσει.
Μην κάνεις κάτι τέτοιο, στο ζητάω.
Η μητριά είναι εχθρός στα ξένα τέκνα
και πιο σκληρή από όχεντρα….» 

( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 295-310)


Σ’ αυτή την παράκληση, ο Άδμητος, με πλήρη συναίσθηση, απάντησε:


« Αυτά θα γίνουν, ναι, και μη φοβάσαι•
γυναίκα μου ήσουν όσο ζούσες, θα ’σαι
μοναδική μου γυναίκα όταν σβήσεις•
καμιά στη Θεσσαλία άντρα δικό της
δε θα με πει ποτές αντί για σένα.
Πιο αρχοντική από σένα δε θα υπάρξει
μήτε στην ομορφιά καλύτερή σου.
Μου φτάνουν τούτα τα παιδιά που έχω•
Κι εύχομαι στους θεούς να βοηθήσουν
να τα χαρώ, γιατί εσένα διόλου
δε χάρηκα• το πένθος θα βαστάξω
κι όχι για ένα χρόνο, μα για πάντα,
τη μάνα μου που μ’ έκανε μισώντας
και τον πατέρα μου• τι με τα λόγια
μονάχα μ’ αγαπούσαν. Εσύ όμως
την ακριβή προσφέροντας ζωή σου
μ’ έσωσες. Χάνοντας λοιπόν μια τέτοια
γυναίκα να μην κλαίω; Θα σταματήσω
γλέντια, στεφάνια και τραγούδια
και χαροκόπια που γεμίζαν πάντα
το σπίτι μου. Ποτέ μου δε θ’ αγγίξω
τη λύρα και το νου μου να φτερώσω
παίζοντας Λιβυκή φλογέρα…»

 ( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 328-347)


Με όσα διαβάσαμε παραπάνω, φαίνεται ο ισχυρός δεσμός της οικογένειας στην αρχαιοελληνική κοινωνία. Δεν χρειαζόμαστε ξένα πρότυπα, γιατί η παράδοσή μας έχει να επιδείξει διαμάντια μπροστά στα θαμπά μπακίρια, που θέλουν να μας επιβάλουν. Και βιώνουμε σήμερα την στρεβλή οικογενειακή δομή, μιμούμενοι, δυστυχώς, τον αμερικάνικο τρόπο ζωής, με ιδανικό να βγάζουμε περισσότερα χρήματα.


Alcestis και Admetus, αρχαία ρωμαϊκή τοιχογραφία (45-79 μ.Χ.) από τον Stefano Bolognini από το Σπίτι του τραγικού ποιητή, Πομπηία, Ιταλία


 Το χωρίς ήθος καταναλωτικό πρότυπο, με το οποίο βομβαρδιζόμαστε καθημερινά από τον τύπο και την τηλεόραση, χαλάρωσε τους πατροπαράδοτους οικογενειακούς δεσμούς. Εγκαταλείψαμε τη γεμάτη αγάπη κι αυθορμητισμό ζεστή οικογενειακή θαλπωρή, κυνηγώντας χίμαιρες.



Έτσι, η Άλκηστη, πρόσφερε τη ζωή της , για να μην πεθάνει ο αγαπημένος της. Όμως, για καλή του τύχη, τις μέρες αυτές περνούσε απ’ εκεί ο γιος της Αλκμήνης, ο Διογενής Ηρακλής, έχοντας πάρει το δρόμο για τη Θράκη. Ο Ευρυσθέας του είχε αναθέσει να του φέρει τα άλογα του Διομήδη, που είχαν σαν τροφή ανθρώπινες σάρκες. Πέρασε από τον φίλο του τον Άδμητο για να ξαποστάσει από τη κούραση της πορείας. Το παλάτι των Φερών ήταν βυθισμένο στο πένθος. Ο βασιλιάς δεν φανέρωσε στον Θηβαίο ήρωα το θάνατο της αγαπημένης του, ώστε να προσφέρει την πατροπαράδοτη φιλοξενία στο διαβάτη φίλο.


Είναι θαυμαστά τα λόγια του θλιμμένου Άδμητου: « ταμά δ’ ουκ επίσταται μέλαθρ’ απωθείν ουδ’ ατιμάζειν ξένους ». Και πάλι ο Ευριπίδης μας μεταφέρει το υψηλό φρόνημα των προγόνων μας:


«XOΡΟΣ : Τι κάνεις, Άδμητε; Δέχεσαι ξένους
με τέτοια δυστυχία; Μα είναι τρέλα.

ΑΔΜΗΤ.: Θα μ’ επαινούσες πιο πολύ, αν τον ξένο
τον έδιωχνα απ’ το σπίτι και την πόλη;
Και βέβαια όχι, η συμφορά διόλου
δε θα λιγόστευε έτσι κι από πάνω
θα ’δειχνα κι αφιλόξενος. Και θα ’ταν
άλλο κακό κι αυτό μες τα δεινά μου.
Πλούσια αυτός με δέχεται σαν ξένο
κάθε φορά που φτάνω στο άνυδρο Άργος.

ΧΟΡΟΣ: Πώς του έκρυψες λοιπόν τη συμφορά σου
την τωρινή, αφού λες πως είναι φίλος;

AΔMHT.: Δε θα ’θελε ποτέ να μπει στο σπίτι,
αν είχε μάθει κάτι απ’ τα δεινά μου.
Νομίζω κάποιοι δε θα μ’ επαινούσαν
κι ανόητο θα με λόγιαζαν για τούτα•
αμάθητο είναι το δικό μου σπίτι
να διώχνει ξένους και να τους προσβάλλει.» ( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 553-567)
Με πολύ χαρακτηριστικά τρόπο σχολιάζει ο τραγωδός αυτή την συμπεριφορά, βάζοντας στο στόμα του χορού τ’ ακόλουθα λόγια:
« Και τώρα ανοίγοντας το σπίτι του,
με δακρυσμένα βλέφαρα, τον ξένο
δέχτηκε, την αγαπημένη
γυναίκα του θρηνώντας στους θαλάμους
που λίγο πριν ξεψύχησε•
σαν είσαι από καλή γενιά, τους άλλους
τους σέβεσαι και στους καλούς
σοφία υπάρχει. Τον θαυμάζω•
ριζώνει η ελπίδα στην ψυχή μου
πως ο άντρας ο θεοφοβούμενος
την ευτυχία θα γνωρίσει.» 

( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 597-605)


Αναρωτιόμαστε, άραγε, δεν είναι δείγμα θεοσέβειας, το γεγονός της απόδοσης τιμής και φιλοξενίας στον επισκέπτη- ξένο, κρύβοντάς του το πένθος, σύμφωνα με την επιταγή του Ξένιου Δία; Οι συκοφαντημένοι ειδωλολάτρες έδειχναν ασέβεια μπρος στις θείες εντολές; Δεν υπέμειναν κι αυτοί όσα ο Θεός τους έστελνε; O χαρακτηρισμένος από το εκκλησιαστικό ιερατείο ως ειδωλολάτρης Ευριπίδης, μας λέει: 

« χρή δ’ όστις εί σύ, καρτερείν θεού δόσιν ».


O Ηρακλής έμαθε από κάποιο δούλο την αιτία της θλίψης στο παλάτι. Τότε έτρεξε στον τάφο, όπου πριν από λίγο είχαν βάλλει το κορμί της Άλκηστης, και όταν εμφανίστηκε ο Θάνατος για να την κατεβάσει στου Άδη τα παλάτια, χύθηκε καταπάνω του με τη γνωστή του ορμή, που τον έκανε ξακουστό, και την απόσπασε από τα χέρια του. Έτσι με μεγάλη χαρά, την επανέφερε στον αξιαγάπητο φίλο του, γεμίζοντας χαρά το παλάτι του Άδμητου. Πρώτα, όμως, δοκίμασε την πίστη και την αγάπη του Άδμητου προς την Άλκηστη.


Alcestis και Admetus, αρχαία ρωμαϊκή τοιχογραφία (45-79 μ.Χ.) από το Σπίτι του τραγικού ποιητή, Πομπηία, Ιταλία


Ο Ευριπίδης μας δίνει αυτή την δοκιμασία στην τραγωδία του, όπου ο Ηρακλής φέρνει την γυναίκα, αφού την ελευθέρωσε από του χάρου τα χέρια, στον Άδμητο, καλυμμένη με πέπλο, ώστε να μην την αναγνωρίσει ο άντρας της. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος μεταξύ των δύο ανδρών:


« AΔΜ.: Καμιά χαρά δεν έχει πια η ζωή μου.

ΗΡΑΚ.: O χρόνος το κακό θα μαλακώσει.

ΑΔΜ.: Σωστά, α λογιάζεις θάνατο το χρόνο.

ΗΡΑΚ.: Παρηγοριά θα βρεις σ’ άλλη γυναίκα.

ΑΔΜ.: Σώπασε• λόγο απρόσμενο μου είπες.

ΗΡΑΚ.: Μα δε θα παντρευτείς; Θα μείνεις χήρος;

ΑΔΜ.: Καμιά δε θα πλαγιάσει στο πλευρό μου.

ΗΡΑΚ.: Τη νεκρή θαρρείς πως θα ωφελήσεις;

ΑΔΜ.: Να την τιμάω πρέπει όπου κι αν είναι.

ΗΡΑΚ.: Ναι, σ’ επαινώ, μα είναι ανοησία.

ΑΔΜ.: Γαμπρό δε θα με πεις ποτέ σου.

ΗΡΑΚ.: Μένεις πιστός σ’ αυτή και σε παινεύω.

ΑΔΜ.: Κάλλιο να πέθαινα, παρά να την προδώσω.

ΗΡΑΚ.: Δέξου λοιπόν αυτή στο σπιτικό σου.

ΑΔΜ.: Όχι, στο Δία σ’ εξορκίζω, το γονιό σου.

ΗΡΑΚ.: Αν δεν το κάνεις, θα ’χεις μεγάλο λάθος.

ΑΔΜ.: Αν το κάνω, θα με πνίξει η θλίψη.» 

(Ευριπίδης, “ Άλκηστις”, 1084-1100 )


[ Παρέκβαση: Αυτό το θαυμαστό ζευγάρι, όπου η αγάπη φτάνει μέχρι τη θυσία της γυναίκας για να ζήσει ο άντρας της, και η απάρνηση κάθε χαράς από τον άντρα, για να τιμήσει τη γυναίκα του, δεν συγκίνησε αυτούς, που έγραψαν την τελετή για το γάμο, όπως τον παρουσιάσαμε σε μια σειρά τεσσάρων άρθρων, και μας πλασάρουν εβραϊκά πρότυπα. 


Ο Ηρακλής παλεύει με Θάνατο για το Σώμα της Αλκήστης από το Λόρδο
Φρέντερικ  Leighton, Αγγλία (c.1869-1871)



Η αντίθεση στη νοοτροπία είναι ότι η Άλκηστη δεν διστάζει να πεθάνει στη θέση του άντρα της: 

«εγώ σε πρεσβεύουσα καντί της εμής ψυχής καταστήσασα φως τόδ’ εισοράν, θνήσκω, παρόν μοι μη θανείν, υπέρ σέθεν», 

ενώ ο Ισαάκ φοβάται μήπως πεθάνει εξαιτίας της γυναίκας του: 

« μήποτε αποθάνω δι’ αυτήν »! 

Η Ελληνίδα λέει:

 « δεί γαρ θανείν με ». 


Θεωρεί χρέος της να πάει στον Άδη, για να μη χαθεί ο Άδμητος, τον οποίο υπεραγαπά. Έτσι δόξα και τιμή την περιμένουν. Όλοι τραγουδούσαν το τόλμημα της γενναιόψυχης γυναίκας. 

Η Εβραία οδηγείται στην ατίμωση γιατί ο άντρας της:

 « εφοβήθη γαρ ειπείν ότι γυνή μου εστί, μήποτε αποκτείνωσιν οι άνδρες του τόπου περί Ρεβέκκας, ότι ωραία τη όψει ήν ». 



Γι’ αυτό δίκαια ο Αβιμέχελ αναρωτιέται: 

« τι τούτο εποίησας ημίν; μικρού εκοιμήθη τις εκ του γένους μου μετά της γυναικός σου, και επήγαγας αν εφ’ ημάς άγνοιαν ». 



Το αρχαίο κείμενο μας αναφέρει ότι για μικρό χρονικό διάστημα η Ρεβέκκα κοιμήθηκε με ξένο άντρα, από το γένος των Φιλισταίων, κάτι που αποσιωπά ( γιατί, άραγε; ) η μετάφραση στην νεοελληνική από την “Βιβλική Εταιρία”, λέγοντας 

« εύκολα θα μπορούσε ένας από το λαό να κοιμηθεί με τη γυναίκα σου…».


Είναι συνηθισμένο το φαινόμενο να παρουσιάζει το θρησκευτικό κατεστημένο όσα το συμφέρει, να παραλλάσσει κείμενα ή χρονολογίες, ανάλογα μ’ αυτά που θέλει να παρουσιάσει και να υποστηρίξει. Σχετικά με την αλλαγή των χρονολογιών, για να φανεί ότι ο Ιουδαϊκός πολιτισμός είναι αρχαιότερος του Ελληνικού, κι επομένως η ελληνική μυθολογία βασίζεται στην ιουδαϊκή, ο Ευσέβειος Καισαρείας στα ‘‘Χρονικά’’ του μας αποκαλύπτει: 

« Ευρών τε παρ’ Εβραίοις διαφόρους των χρόνων αποδώσεις, την μεν πλεονάζουσαν, την δε ελλείπουσαν, ου την εμαυτώ κεχρησμένη, λόγω δε την πλήθουσα ήρπασα, την δε ενδέουσα μετήλθον…». 


Το χριστιανικό ιερατείο δημιούργησε την “προκρούστεια κλίνη” του, για να τραβήξει τους πνευματικά και ηθικά νάνους Εβραίους να μεγαλώσουν και να πετσοκόψει του γίγαντες Έλληνες. 


Πάντα υπήρχε μια αντίθεση, θα τολμούσαμε να πούμε μίσος, εναντίον κάθε τι ελληνικού από την άρχουσα τάξη της εκκλησίας.]


Ας έρθουμε και πάλι στο μύθο μας. Ο Άδμητος είναι έτοιμος να κατέβει στου Πλούτωνα τα παλάτια για να ξαναφέρει στη ζωή την αγαπημένη του, όπως έκανε ο Ορφέας. Λέει, λοιπόν στην ετοιμοθάνατη Άλκηστη:


« ……………………...Αν ήξερα
τη μουσική του Ορφέα, να μαγέψω
της Δήμητρας την κόρη με τα τραγούδια
ή ακόμη και τον άντρα της, στον Άδη
θα κατέβαινα ευθύς για να σε πάρω•
κι ούτε του Πλούτωνα ο σκύλος ούτε
ο Χάρος, των ψυχών περαματάρης,
δε θα μπορούσαν να με σταματήσουν,
στο φως να μη σε φέρω για να ζήσεις.
Εκεί περίμενέ με όταν πεθάνω
κι ετοίμαζε το σπίτι μας, να μείνω
μαζί σου…. » 

( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 357-364 )



Σε κάποιο άλλο σημείο αναρωτιέται ο Άδμητος:

 «τι γαρ ανδρί κακόν μείζον, αμαρτείν πιστής αλόχου;»

 για να συμπληρώσει στη συνέχεια πάνω στην απελπισία του:


« Μακάρι να μην παντρευόμουν ποτέ
να μη ζούσα μαζί της σ’ αυτό το παλάτι.
Ζηλεύω τους άγαμους κι άτεκνους•
ο πόνος μικρός που τραβάς
για μια μόνο ψυχή• δεν αντέχεις
να βλέπεις παιδιά στην αρρώστια,
το κρεβάτι του γάμου σου
ρημαγμένο απ’ το θάνατο…»

 ( Ευριπίδης, “ Άλκηστις”, 880-887)


To βασιλικό ζευγάρι ήταν τόσο αγαπημένο, ώστε να πεθάνει ο ένας για τον άλλον! Την άρνηση να δεχτεί η εκκλησία το ζευγάρι σαν υπόδειγμα και να το προβάλλει σαν πρότυπο μίμησης, δεν την δέχεται ο απλός λαός, που σύνθεσε τραγούδια τραγουδώντας την αγάπη στο όνομά τους! Ας δούμε πώς ο χορός υμνεί αυτή την αγάπη:


« Άμποτε, θυγατέρα του Πελία,
στ’ ανήλιαγο του κάτω κόσμου δώμα
να κατοικείς χαρούμενη. Ας το ξέρει
o Άδης ο θεός ο μαυρομάλλης
κι ο γέρος των ψυχών περαματάρης
με το κουπί στο χέρι και το δοιάκι
πως πέρασε απ’ την Αχερόντια λίμνη
μέσα στη δίκουπή του βάρκα
ξεχωριστή γυναίκα.
Τραγούδια θα σου πουν πολλά
με λύρα, μέσα στη λαμπρή
κι ευτυχισμένη Αθήνα και στη Σπάρτη,
σαν φέρνει ο κύκλος των μηνών
τα Κάρνεια και γιορτάζουν
και το φεγγάρι λάμπει όλη τη νύχτα.
Τέτοιο τραγούδι ο θάνατός σου
άφησε για τους ποιητές.
Μακάρι να ’ταν βολετό,
μακάρι να μπορούσα από τον Άδη
στο φως απάνω να σε φέρω
σκίζοντας τα νερά του Κωκυτού
τα σκοτεινά με το κουπί.
Γιατί εσύ μες τις γυναίκες
Μονάχα εσύ, καλή μου,
βάσταξες τη ζωή σου να προσφέρεις,
τον άντρα σου να σώσεις απ΄ τον Άδη.»

 ( Ευριπίδης, “Άλκηστις”, 435-469)


Όμως η αγάπη μπορεί 

« όρη μεθιστάνειν… πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει ». 

Αυτή την αγάπη, που φτάνει μέχρι τη θυσία της ζωής, μας διδάσκουν οι αθάνατοι πρόγονοί μας μέσα από τον μύθο του Άδμητου και της Άλκηστης.


-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(*1). « πεπρωμένη γαρ ημέρα βιάζεται » [ η μοιρόγραφη μέρα την πιέζει ], μας λέει ο Ευριπίδης


via

Pages